Του ∆ημήτρη Ι. Μπεκριδάκη
Θεολόγου, Θρησκειολόγου – Υπ. ∆ιδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου
Ζούμε στον καιρό της απόγνωσης. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα περιγράψει την εποχή μας ως
εποχή του λυκόφωτος και της παρακμής, της παρατεταμένης κρίσης και των μεγάλων συγκρούσεων
σε όλα τα επίπεδα. Ο παλιός κόσμος έχει προ πολλού πεθάνει, ενώ ο νέος δεν λέει
ακόμη να γεννηθεί. Έτσι, μοιραία, ο πολιτισμός μας ακροβατεί αμήχανα μετέωρος
ανάμεσα στο ουκέτι και στο ούπω –στο όχι πια και στο όχι ακόμη–
μεθόριος και μεταιχμιακός να ψυχορραγεί πάνω από την άβυσσο.Όλες οι
βεβαιότητες του παρελθόντος, όλα τα σταθερά σημεία αναφοράς έχουν καταρρεύσει
με πάταγο. Καθετί που θεωρούταν ιερό βεβηλώθηκε, οι αξίες, τα πρότυπα και τα
ιδανικά που μέχρι τώρα υποβάσταζαν το νεωτερικό πολιτισμικό και κοινωνικό
οικοδόμημα αμαυρώθηκαν, δυσφημίστηκαν και ανατράπηκαν άρδην. Ο ορίζοντας του
νοήματος σκοτεινιάζει για μια ακόμη φορά πάνω από την ανθρωπότητα, στερώντας
από τη ζωή τη δυνατότητα προσανατολισμού και στόχου. Μέσα στα «ωραία ερείπια»
του δυτικού πολιτισμού ο σύγχρονος άνθρωπος στέκεται έντρομος και μπερδεμένος.
Ο μορφασμός του είναι κραυγή αγωνίας για την πληθωρική παρουσία της αδικίας και του θανάτου, που
δυναστεύουν την ύπαρξή του όσο ποτέ άλλοτε. Έχοντας προ πολλού χάσει την
προστασία των βεβαιοτήτων του παρελθόντος και απογυμνωμένος από κάθε αίσθηση
συλλογικότητας, συνεχίζει την τραγική οδοιπορία του στην παγωμένη έρημο ενός
κενού σύμπαντος, όπου βασιλεύει ο Φόβος.
Ο Τρόμος της μοναχικής ύπαρξης ενώπιον
του μηδενός. Ο κόσμος έχει ξαναγίνει αίνιγμα,
όμως ένα αίνιγμα που δεν γεννάει πια θαυμασμό στην ανθρώπινη συνείδηση, ούτε
συνδέεται με την ευφρόσυνη περιπέτεια της ανακάλυψης. Αντίθετα είναι αίνιγμα
βασανιστικό, ένας πραγματικός γρίφος στο
σκοτάδι αναρίθμητων αδιεξόδων, προβλημάτων και απειλών. Το μέλλον, από αφορμή καλών ελπίδων έχει
μεταβληθεί σε πηγή αγωνίας και ανασφάλειας, καθίσταται μέλλον δυστοπικό και
δυσοίωνο. Καθώς οι αίσιες προοπτικές σταδιακά εκλείπουν, οι μάζες βυθίζονται
στην αβεβαιότητα, την οργή και την απελπισία. Ο μηδενισμός, αυτός, «ο πιο θλιβερός απ’ όλους του φιλοξενούμενους»,
όπως τον χαρακτήρισε ο μέγας προφήτης-ποταμός Φρειδερίκος Νίτσε, έχει
εγκατασταθεί για τα καλά στο εσωτερικό των κοινωνιών μας, αλλά και στα βάθη της
ψυχής μας. Αυτός βρίσκεται στη ρίζα της ακατανόητης όσο και καταστροφικής
αδράνειας των μαζών μπροστά στη σαρωτική επέλαση των ποικίλων νέων μορφών
εξόντωσης, δυνάστευσης και εκμετάλλευσης. Μια παραλυτική αίσθηση ανικανότητας
και ματαίωσης απλώνεται παντού, μια ακηδία –για να χρησιμοποιήσω ένα
όρο από τη νηπτική παράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας– έχει κατακυριεύσει την
ψυχή του σύγχρονου νάρκισσου-καταναλωτή, ο οποίος εκπαιδεύτηκε επί δεκαετίες ώστε
να μην πιστεύει τίποτα, να μην ελπίζει τίποτα, και γι’ αυτό να είναι σκλάβος.
Στον καιρό της απόγνωσης έχει άραγε νόημα να θυμόμαστε και να μελετούμε τους
μεγάλους θεολόγους, που η Εκκλησία έχει
αναγνωρίσει ως Πατέρες και Διδασκάλους της; Κορυφαίοι ανάμεσά τους είναι, ως
γνωστόν, ο Βασίλειος Επίσκοπος Καισαρείας, ο Γρηγόριος της Ναζιανζού, ο
Θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, οι
επονομαζόμενοι και Τρεις Ιεράρχες, οι οποίοι συνεορτάζουν 30 Ιανουαρίου. Ποια
σημασία μπορεί να έχει για μας σήμερα μια γιορτή που θεσπίστηκε χίλια περίπου χρόνια πριν (στα μέσα του
11ου αιώνα, επί Κωνσταντίνου Μονομάχου ή Αλεξίου Α’ Κομνηνού) από
έναν βυζαντινό λόγιο; (Ιωάννη Μαυρόποδα, δάσκαλο του Ψελλού και Μητροπολίτη
Ευχαΐτων του Πόντου), με σκοπό αφενός να συμβολοποιηθεί τελεσίδικα η σχέση ανάμεσα στην χριστιανική πίστη
και την αρχαιοελληνική παιδεία και αφετέρου προκειμένου να ενισχυθούν οι δεσμοί της πολιτικής και της εκκλησιαστικής
διοίκησης κατά τη δύσκολη για το Βυζάντιο περίοδο που ακολούθησε το Μέγα Σχίσμα
του 1054; Μήπως έχει έρθει πλέον η ώρα να
τελειώνουμε με τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών, υπό τη μορφή που αυτή αναβίωσε
στα μέσα του 19ου αιώνα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, και η οποία, ως
γνωστόν, απέβλεπε στο να στηριχθεί η απαραίτητη για την συγκρότηση της εθνικής
ταυτότητας του νεοσύστατου τότε Κράτους, ιδεολογία του Ελληνοχριστιανισμού.[1]
Για τη θεολογία το νόημα μιας εκκλησιαστικής εορτής δεν εξαντλείται ποτέ στο τελετουργικό της. Αυτό
καθόλου δεν σημαίνει ότι το τυπικό
μέρος είναι ασήμαντο ή δευτερεύον,
αλλά ότι βρίσκει την αυθεντική του λειτουργία μονάχα στη διασύνδεσή του με τη θεολογική αλήθεια που το ενέπνευσε. Εάν δεν
υπάρχει τέτοια αλήθεια ή αν η αλήθεια αυτή έχει εκπέσει, η εορταστική τελετή
απομένει άδειο κέλυφος και
επαναλαμβάνεται ως νεκρός τύπος, χωρίς καμιά ουσία, απήχηση ή επιρροή στη ζωή
των ανθρώπων που συμμετέχουν σ’ αυτήν. Αν πρόκειται λοιπόν να συνεχίσουμε να
εορτάζουμε κατά τρόπο θεολογικά έγκυρο
και κοινωνικά λυσιτελή τους Τρεις
Ιεράρχες οφείλουμε να αποκαθάρουμε την εορτή από τα ιδεολογήματα του
παρελθόντος και να της προσδώσουμε νέο νόημα. Οι παλιές νοηματοδοτήσεις της
εορτής ίσως να ανταποκρίνονταν στις ανάγκες των κοινωνιών που τις παρήγαγαν. Είναι,
όμως, εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες της δικής μας
κοινωνίας, εάν μπορούν να διασώσουν το θεολογικό μήνυμα της εορτής κατά τη
δεδομένη χρονική συγκυρία. Κι όπως προείπαμε, ο άνθρωπος του δυσοίωνου 21ου
αιώνα περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο έχει ανάγκη από δικαιοσύνη και από ελπίδα.
Έχουν κάτι να μας πουν γι’ αυτά οι Τρεις Ιεράρχες;
Αναμφίβολα και αναμφισβήτητα ναι,
και μάλιστα πάρα πολλά. Γι’ αυτό ακριβώς και είναι σκόπιμο να μην απεμπολήσουμε
τον εορτασμό τους, ιδιαίτερα στο χώρο της παιδείας, εκεί που ανατρέφεται και
ανθίζει η νέα ζωή. Εντούτοις, χρειάζεται να επανατοποθετήσουμε το νόημά της σε
νέα βάση: είναι επιτέλους καιρός από την
ιδεολογία να αναχθούμε στη θεολογία της εορτής των Τριών Ιεραρχών. Και
τούτο δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο καθώς το έργο των Τριών Μεγάλων Οικουμενικών
Διδασκάλων ακτινοβολεί ως άλλος υπέρλαμπρος Αλντεμπαράν στον έναστρο ουρανό
της θεολογίας. Αρκεί να εγκύψουμε με επιμέλεια και πίστη στο έργο αυτό, όχι,
όμως, υπό την έννοια της στείρας προσκόλλησης στο γράμμα μιας φαντασιακά
εξιδανικευμένης παράδοσης, όπως συνήθως γίνεται, αλλά για να αντλήσουμε από αυτό θάρρος και έμπνευση.
Όχι για να το αντιγράψουμε δουλικά, αλλά για να το προεκτείνουμε δημιουργικά προς
νέες κατευθύνσεις, καθιστώντας το ξανά σωτήριο και λυτρωτικό για τον
χειμαζόμενο σύγχρονο άνθρωπο. Μονάχα έτσι θα αποδειχτούμε άξιοι συνεχιστές της
πολύτιμης εκκλησιαστικής μας κληρονομιάς, ανακαινιστές και συμμέτοχοι της
παράδοσής μας. Ειδάλλως δεν είμαστε παρά νάνοι που κάθονται σε πλάτες γιγάντων.
Οι καιροί μας εκτός από ζοφεροί, είναι συνάμα και
ενδιαφέροντες: με αγώνα πολύ μπορούν να γίνουν καιροί ελπίδας και καιροί
απελευθέρωσης. Όμως χρειάζεται αρετή
και τόλμη από την πλευρά μας. Να κατανοήσουμε πως εάν δεν σταθούμε τώρα με
σθένος και αυτοθυσία υπερασπιστές του ανθρώπου και της αξιοπρέπειας του, η
γενιά μας θα είναι σαν να μην γεννήθηκε ποτέ. Και ως κριτήριο για να μετρήσουμε
το ανάστημά μας και να αναλογιστούμε το καθήκον μας μπορούμε, μεταξύ άλλων,
κάλλιστα να θέσουμε και τις άγιες μορφές των Τριών Ιεραρχών. Με αφορμή τον
σημερινό εορτασμό, λοιπόν, επιλέγω να αναφερθώ σε μια μόνο πτυχή του έργου τους,
εκείνη που αφορά σε ζητήματα κοινωνικής
δικαιοσύνης, καθώς αυτά ιδιαίτερα ταλανίζουν την κοινωνία μας σήμερα.
Το αίτημα της δικαιοσύνης είναι
δομικό στοιχείο της χριστιανικής αυτοσυνειδησίας. Για να το πω όσο πιο απλά και
καθαρά γίνεται: όποιος δεν συνέχεται από
αυτό δεν μπορεί να λέγεται χριστιανός, δεν είναι ζωντανό μέλος του Σώματος
του Χριστού. Για πρώτη φορά διατυπώνεται με την αυστηρή κριτική που κάνουν στο
άδικο κατεστημένο της εποχής τους οι Προφήτες του Ισραήλ.[2] «Ακούστε τι λέει ο Κύριος»,
προειδοποιεί τους έχοντες και κατέχοντες της εποχής του ο προφήτης Αμώς «Οι ασέβειες σας, λαέ του Ισραήλ, σωρεύονται όλο και πιο πολύ· γι’ αυτό εξάπαντος θα σας τιμωρήσω. Πουλάτε για δούλο τον τίμιο που δεν έχει να πληρώσει τα
χρέη του, τον φτωχό, αν σας χρωστάει έστω κι ένα ζευγάρι σανδάλια. Ποδοπατάτε όποιον στα πόδια σας προσπέφτει για βοήθεια. Παραγκωνίζετε φτωχούς κι απελπισμένους.
[…] Κοντά σε κάθε θυσιαστήριο ξαπλώνετε πάνω στα ρούχα που σας δίνουν οι φτωχοί για
ενέχειρο· µες στων θεών σας τους ναούς πίνετε το κρασί που κατασχέσατε απ’ τους χρεώστες σας που τους καταπιέζετε […] Ξέρω πόσες πολλές είναι οι αμαρτίες σας: καταπιέζετε τον αδύνατο και τον κλέβετε, όταν του παίρνετε φόρο από το στάρι της
σοδειάς του· δέχεστε δωροδοκίες και τον εμποδίζετε να βρει το δίκιο του στο δικαστήριο. Για όλα τούτα, στα όμορφα σπίτια που χτίσατε δε θα κατοικήσετε, κι απ’
τα ωραία αμπέλια που φυτέψατε, κρασί δε θα πιείτε.» (Αµ. 2:6-8/5:11-12) Στο ίδιο πνεύμα κινείται και ο Ησαΐας, µε λόγια κοφτερά
σαν ξυράφι: «Αλίμονο σ’ εκείνους που θεσπίζουν νόμους άδικους και σ’ εκείνους που γράφουν αποφάσεις καταπιεστικές, για να στερήσουν τους αδύναμους από το δίκιο τους, και να αρπάξουν τα δικαιώματα των φτωχών του λαού
µου, για να κάνουν τις χήρες λεία
τους
και για ν’ απογυμνώσουν τα ορφανά. Τι θα κάνετε την ημέρα της κρίσης και της
καταιγίδας, που έρχεται από μακριά; Σε ποιον θα καταφύγετε για να σας βοηθήσει;
Τα
πλούτη σας πού θα τ’ αφήσετε; Άλλοι [από
σας] θα σκύψουν [τον τράχηλο] ανάμεσα στους αιχμαλώτους κι άλλοι ανάμεσα θα πέσουν στους νεκρούς. Και µ’ όλα αυτά δεν παύει ο θυμός του [Θεού], το χέρι του μένει μετέωρο [πάνω από τα κεφάλια σας], έτοιμο να χτυπήσει πάλι.» (Ησ. 10:1-4)
Το προφητικό εγχείρημα της μετατροπής του αιτήματος της κοινωνικής δικαιοσύνης, από
ζήτημα νομικό-δικανικό,
όπως ήταν στον υπόλοιπο αρχαίο κόσμο, σε
ακραιφνώς θεολογικό
ζήτημα, προέκτεινε έως τις
έσχατες συνέπειές του ο Ιησούς Χριστός, µε το έργο και
τη διδασκαλία του. Εκείνος ήταν που όταν ρωτήθηκε για την έσχατη κρίση, ταύτισε τον εαυτό
του
µε όλους τους διωκόμενους, τους φτωχούς
και τους πάσχοντες της οικουμένης, και καθόρισε τη στάση απέναντί τους ως μοναδικό και
απόλυτο κριτήριο
σωτηρίας. (Μτθ. 25:31-46)
Με
τον Ιησού εγκαινιάζεται µια διαδικασία ανατροπής ολόκληρης της κοινωνικής ιεράρχησης και αξιολογίας του
αρχαίου κόσµου: οι φτωχοί, οι πονεμένοι, και οι καταπιεσμένοι
(συμβολικά εντοπισμένοι στο πρόσωπο του ξένου, της χήρας και ορφανού) από έσχατοι για την κοινωνία,
γίνονται πρώτοι στα µάτια του Θεού. Δεν είναι απλώς ο λαός του Θεού
–όπως ήταν για τους παλαιοδιαθηκικούς Προφήτες- αλλά ταυτίζονται με τον ίδιο
τον Ιησού. Συνθέτουν, μ’ άλλα λόγια, τη φυσική παρουσία του Θεού στον κόσμο. Αυτοί
είναι «οι πεινώντες και διψώντες την
δικαιοσύνην», για τους οποίους το έλεος του Κυρίου θα είναι μέγα και
πλούσιο, κατά τη διαβεβαίωση του περίφημου Τέταρτου Μακαρισμού του Κατά
Ματθαίον. (Μτθ, 5:6) Η Βασιλεία των Ουρανών,
δηλαδή η επικράτηση της Θείας Αγάπης και Δικαιοσύνης, όπως την κήρυξε, αλλά και
τη φανέρωσε με τη δημόσια δράση του, το Σταυρό και την Ανάστασή Του ο
Θεάνθρωπος Ιησούς, είναι η έσχατη ελπίδα
όλων των θυμάτων της Ιστορίας. Στο προφητικό πνεύμα των Ευαγγελίων κινούνται
εν πολλοίς η θεολογία του Αποστόλου
Παύλου,[3]
αλλά και συγκεκριμένα κείμενα της Κ.Δ. με έντονο κριτικό νεύρο, όπως η Επιστολή
του Ιακώβου. Το μοντέλο κοινωνίας που προτείνει και προσδοκά η αρχαία χριστιανική παράδοση
συνδέεται, επομένως, με την επικράτηση του Θείου
θελήματος, που είναι δικαιοσύνη, ελευθερία και έλεος.
Γνήσιοι εκφραστές της προφητικής αυτής παράδοσης
της πρώτης Εκκλησίας, οι Πατέρες της Ανατολής εντάσσουν οργανικά το αίτημα για
κοινωνική δικαιοσύνη στη θεολογική τους διδασκαλία και στη δημόσια τους παρέμβαση.[4]
Ενάντια στα λογής φληναφήματα περί της δήθεν «πνευματικής»
φύσης της Εκκλησίας, οι Πατέρες διέγνωσαν ότι δεν αρκεί η «αδάπανος ευσέβεια»,
όπως έλεγε ο Βασίλειος, δηλαδή η τυπολατρική θρησκευτικότητα, αλλά χρειάζεται
και η ορθή μέριμνα για τις υλικές όψεις της ύπαρξης. Και ως καλοί ποιμένες που
ήταν, αναδέχθηκαν πρόθυμα αυτήν την ευθύνη, αφιερώνοντας τον εαυτό τους στην φροντίδα
και υπεράσπιση του λαού. Προκειμένου να υποστηρίξουν το δίκιο και την αλήθεια
καταφεύγουν, ως πνευματικοί άνθρωποι που είναι, στη δύναμη του λόγου, ο
οποίος όμως, δεν εκφυλίζεται σε αδολεσχία και ανούσιο βερμπαλισμό, αλλά γίνεται
αμφίστομος ρομφαία προκειμένου να ονοματίσει
το Κακό και να ελέγξει την αμαρτία. «Δεν κρατώ νυστέρι στο χέρι μου»,
θα πει κάποτε ο Χρυσόστομος, «αλλά σαν νυστέρι χειρίζομαι τον λόγο, που
είναι πιο κοφτερός από κάθε νυστέρι κι όλη τη σαπίλα της αμαρτίας την πετά
μακριά […] Δεν κρατώ φωτιά, αλλά έχω διδασκαλία πιο βίαιη κι από τη φωτιά, που
[…] ματαιώνει το ξάπλωμα της κακίας […]».[5] Με
τέτοια συνείδηση μιλούν οι Πατέρες. Και δικαιούνται να ομιλούν έτσι διότι ο
λόγος τους δεν είναι μετέωρος, αλλά θεμελιώνεται πάνω στην αγιότητα των έργων
τους και την καθαρότητα του βίου τους. Έτσι, οι Τρεις Ιεράρχες αναπτύσσουν
συστηματικά μια πολιτική θεολογία, η οποία συνθέτει διαλεκτικά τα έργα της αγάπης με την θεολογική
ανάλυση και τον κριτικό έλεγχο των δομών και νοοτροπιών που δημιουργούν
και αναπαράγουν την αδικία. «Αγάπη», παρατηρεί ο Χρυσόστομος,
«δε σημαίνει κούφια λόγια και απλές διακηρύξεις, αλλά είναι μέριμνα που
αποδεικνύεται στην πράξη· αγάπη είναι το να λυτρώνεις από τη φτώχεια, να
ανακουφίζεις από την ασθένεια, να
προστατεύεις από τους κινδύνους, να παραστέκεσαι σ’ όσους έχουν ανάγκη,
να κλαις μαζί μ’ αυτούς που κλαίνε και να χαίρεσαι μαζί μ’ αυτούς που
χαίρονται.»[6]
Η αγάπη, δηλαδή, στο
πλαίσιο της Πατερικής σκέψης αντιπροσωπεύει κάτι ριζικά διαφορετικό από ένα
συναίσθημα συμπάθειας ή συμπόνιας προς τους αδύναμους, το οποίο ικανοποιείται
με φιλανθρωπικές εκδηλώσεις και λοιπές αγαθοεργίες. Αντίθετα, συνιστά θεμελιακή αρχή διάρθρωσης των κοινωνικών
σχέσεων, και επομένως κάθε εφαρμογή της προσλαμβάνει πολιτικό, δηλαδή, ηθικό νόημα. Υπερασπιζόμενος
έμπρακτα κάθε ανθρώπινη ύπαρξη που είναι βουτηγμένη στην εξαθλίωση, τον πόνο
και την εκμετάλλευση, ο αληθινός μαθητής του Χριστού προβαίνει σε μια
αυτοθυσιαστή χειρονομία που ισοδυναμεί με πολιτική
δήλωση υπέρ της δικαιοσύνης και στο πλευρό των αθώων θυμάτων της Ιστορίας.
Εισάγεται με τον τρόπο αυτό ένα εξωνομικό κριτήριο στο χώρο της κοινωνικής
δράσης, το οποίο ανατρέπει την έννομη τάξη πραγμάτων. Κι αυτό είναι το κριτήριο
της Χάρης, της Δωρεάς, ή πιο απλά της Αγάπης. Για τους Πατέρες, λοιπόν, η Αγάπη
είναι η άλλη όψη της Δικαιοσύνης. Δικαιοσύνης, όμως, όχι ανθρώπινης, αλλά
Θεϊκής. Διότι όσο δίκαιος και να είναι ο ανθρώπινος νόμος, παρατηρεί ο
Γρηγόριος ο Θεολόγος, έχει ως πρώτο του στόχο να υπηρετήσει τα συμφέροντα
εκείνων που τον θεσπίζουν. Κάθε νόμος
εισηγείται μια αδικία, γράφει απηχώντας τον προφήτη Ησαΐα, αφού είναι «δυναστείας
επίκουρος»[7]
-δεν αποβλέπει παρά στο να επιβάλλει και να νομιμοποιήσει τη βούληση των
ισχυρών, της εξουσίας.
Αντιμέτωπος με την κοινωνική αδικία, το κακό και
τη βία που αυτή συνεπάγεται, ο Χριστιανός δεν επιτρέπεται να παραμένει αδρανής
ή σιωπηλός. Για την θεολογικοπολιτική σκέψη των Πατέρων, η ανοχή είναι
συνενοχή. Φανερώνει σκληροκαρδία και αδιαφορία για τον πλησίον, «δι’ ον
Χριστός απέθανεν» (Α’ Κορ. 8:11). Ακόμη κι αν ο πιστός, ακολουθώντας το
ύψιστο παράδειγμα του Ιησού, του «εσφαγμένου αρνίου», επιδείξει στάση
επιείκειας, συγχώρησης και υπομονής όταν αδικείται ο ίδιος, έχει χρέος να αντιδράσει
–και μάλιστα δυναμικά– όταν βλέπει να αδικούνται οι συνάνθρωποί του, και κυρίως
οι πιο ανίσχυροι κι απροστάτευτοι. Οφείλει να σταθεί δίπλα σε όλους τους «δεδιωγμένους ένεκεν δικαιοσύνης» (Μτθ.
5:10), να υπερασπιστεί τους αθώους, να γίνει η φωνή όσων δεν έχουν φωνή. Συνήθως,
βέβαια, το αντίθετο συμβαίνει: διαμαρτυρόμαστε κι αγανακτούμε μονάχα όταν
θίγονται τα δικά μας συμφέροντα, ενώ εύκολα παραβλέπουμε την αδικία όταν
γίνεται στους άλλους. Το πράγμα ξεκαθαρίζει άπαξ και διαπαντός με τη γνωστή του
ψυχική ρωμαλεότητα ο Χρυσόστομος: «Τι λοιπόν είναι επιείκεια και τι
ανανδρία;» διερωτάται. Και αμέσως διευκρινίζει: «Όταν βλέπουμε άλλους να
αδικούνται και δεν σπεύδουμε να τους υπερασπιστούμε, αλλά σιωπούμε, αυτό
λέγεται ανανδρία. Όταν υπομένουμε
την αδικία που γίνεται σε μας τους ίδιους, αυτό λέγεται επιείκεια. Και παρρησία
τι είναι; Όταν αγωνιζόμαστε για χάρη των άλλων. Ενώ θρασύτητα; Όταν νοιαζόμαστε μονάχα πώς θα προφυλάξουμε τους εαυτούς
μας.»[8]
Αγωνιστικό φρόνημα, λοιπόν, και σθεναρή αντίσταση στο κοινωνικό κακό
και στην αρπαχτική βία του πλούτου,[9] σε
συνδυασμό με έργα μετάδοσης και αγάπης είναι, σύμφωνα με τους
Τρεις Ιεράρχες, τα στοιχεία που εμψυχώνουν το
αγιασμένο αίτημα για δικαιοσύνη, ώστε ο άνθρωπος να λυτρωθεί όσο
γίνεται από κάθε σχέση που τον μεταβάλει σε ένα ον ταπεινωμένο, εγκαταλειμμένο,
σκλαβωμένο, και περιφρονημένο. Το μέγα ερώτημα προς όσους ενδιαφέρονται να το απαντήσουν είναι
το εξής: μπορεί το αίτημα αυτό να γίνει και δικό μας αίτημα; Ή μ’ άλλα λόγια, δικαιούμαστε, εμείς
η γενιά της απόγνωσης και της ήττας, να εορτάζουμε πλέον τους Τρεις Ιεράρχες;
Η απάντηση εκκρεμεί…
[1] Για την ιστορία της δημιουργίας και
καθιέρωσης της εορτής βλ. ΕΦΗ ΓΑΖΗ, Ο
Δεύτερος Βίος των Τριών Ιεραρχών: Μια Γενεαλογία του Ελληνοχριστιανικού
Πολιτισμού, Νεφέλη: Αθήνα 20042.
[2] Για την αυστηρή κριτική των
προφητών στο καθεστώς κοινωνικής αδικίας της εποχής τους ενδεικτικά βλ. Αμ.
2:6-8, 2:13, 3:9-10, 4:1-3, 5:7-12, 6:12, Μιχ. 2:1-2, 2:8-10, 3:1-3, 3:9-11,
Ησ. 3:13-15, 5:8-30, 10:1-4, Ιερ. 7:3-14, 22:13-19. Για το κοινωνικό μήνυμα των
προφητών βλ. το κλασικό: GERHARD VON
RAD, The Message of the Prophets, trnsl. D.M.G. Stalker, San
Francisco :
HarperCollins,
1967
[3] Ενδεικτικά βλ. Ρωμ. 1:28-32,
12:9-12, 15:1-2, Α΄Κορ.5:11, 6:1-11, 13:1-13, Β΄Κορ. 8:13-14, Γαλ. 6:2, Εφ.
4:27-28, 5:3-5,
[4] Για την κοινωνική διδασκαλία των
Πατέρων βλ. την εξαιρετική μελέτη του ΙΩΑΝΝΗ Σ. ΠΕΤΡΟΥ, Κοινωνική
Δικαιοσύνη: Το Πρόβλημα της Κοινωνικής Δικαιοσύνης στην Παράδοση της Ορθοδοξίας,
Παρατηρητής: Θεσσαλονίκη 1992, 55-118.
[5] Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις την
παραβολήν του τα Μύρια Τάλαντα Οφείλοντος, PG 51:19,β
[6] Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις
Ρωμαίους 7,5, PG
60:447
[7] Βλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΥ, Περί
Φιλοπτωχίας 25-26, PG
35:892ΑΒ και πρβλ. Λόγος 37,6 PG 36:289ΑΒ
[8] Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις τας
Πράξεις των Αποστόλων 48:2, PG 60:336
[9]
Οι πλούσιοι άρχοντες μάλιστα θεωρούνται πολύ χειρότεροι από τους απλούς
κλέφτες, αφού έχουν την εξουσία να προκαλέσουν ασυγκρίτως περισσότερη δυστυχία
στο κοινωνικό σύνολο. Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ομιλία 15, PG 151:180CD
και ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Εις το «καθελώ μου τας αποθήκας» 7, PG 31:276C-277Α. Η άνιση
κατανομή του πλούτου στηλιτεύεται από τους Πατέρες στη βάση μιας θεολογικής
αποτίμησης της πολιτικής οικονομίας, η οποία στηρίζεται στην θεμελιακή ιδέα ότι
Δημιουργός των πάντων Θεός είναι ο αποκλειστικός κάτοχος όλων των αγαθών, ενώ ο
κάθε άνθρωπος δεν είναι παρά οικονόμος της κτίσης, πρόσκαιρος διαχειριστής των
Θείων δωρεών και χαρίτων, τις οποίες δεν επιτρέπεται να σφετερίζεται για τον
εαυτό του αποκλειστικά, αλλά οφείλει να μοιράζεται με τους αδελφούς του, ως
προερχόμενες άνωθεν, από τον κοινό Πατέρα. Αναλυτικά βλ. ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΕΚΡΙΔΑΚΗ, Μετάδοσις και Παρρησία: Οι Άξονες της
Πολιτικής Θεολογίας των Τριών Ιεραρχών, (http://e-theologia.blogspot.gr/2013/02/blog-post_3.html).
Τι σημαίνει, όμως, αν το καλοεξετάσουμε, ότι κάθε πλούτος ισοδυναμεί με αρπαγή;
Σημαίνει ότι στην καρδιά των οικονομικών δομών ενυπάρχει πάντοτε ένα στοιχείο βίας,
η οποία, όμως, είναι νομότυπη, θεσμοθετημένη και, για το λόγο αυτό, είναι πολύ
δύσκολο να την αντιμετωπίσει κανείς. Και κατά τους Τρεις Ιεράρχες η
αποκρουστικότερη μορφή βίας στο οικονομικό πεδίο είναι το χρέος. Βία όχι
μόνο έμμεση, λεκτική ή ψυχολογική, αλλά άμεση, ωμή και εγκληματική, που οδηγεί
στην εξουθένωση και τον αφανισμό εκείνου που χρωστάει. «Οι άνθρωποι όταν
συναντήσουν τους οφειλέτες τους», παρατηρεί ο Χρυσόστομος, «χαίρονται
σαν να έχουν βρει λαχταριστό κυνήγι και κάνουν το κάθε τι για να πάρουν πίσω
όλο το ποσό του χρέους. Κι αν δεν το καταφέρουν, εξαιτίας της ανέχειας των
χρεωστών, ξεσπούν την φιλάργυρη οργή τους πάνω στο βασανισμένο κορμί των
δυστυχισμένων, χτυπώντας το και δέρνοντάς το, μέχρι να του προξενήσουν χίλιες
δυο βλάβες.» (ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις
την παραβολήν του τα Μύρια Τάλαντα Οφείλοντος, PG 51:19,β). Η συνήθης πρακτική του έντοκου
δανεισμού καταδικάζεται από το σύνολο των Πατέρων της Εκκλησίας, ως η πλέον
στυγνή μορφή εκμετάλλευσης. Είναι ενδεικτικό ότι βαθυστόχαστοι θεολόγοι όπως Ο Μέγας Βασίλειος, ο
Γρηγόριος
Νύσσης και
ο Νικόλαος Καβάσιλας
συνέγραψαν ειδικές
πραγµατείες
«Κατά Τοκιζόντων», ενώ πλήθος αναφορές στο ζήτηµα του δανεισµού και του
τόκου
υπάρχουν σε πολλά έργα
του Ιωάννου Χρυσοστόµου, του Γρηγορίου
Θεολόγου,
του
Ιωάννου
∆αµασκηνού,
του
Γρηγορίου Παλαµά
κ.α. Σ’ αυτό
ακολουθούν την σαφή απαγόρευση του τόκου µεταξύ Εβραίων που απαντάται στην Π.∆.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου