Ἀριθμ. Διεκπ. 246 Ἐν Χίῳ τῇ 20ῇ Μαρτίου 2024
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΑΡ. 74
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Πρός
Τόν Ἱερόν Κλῆρον καί τόν εὐσεβῆ λαόν
τῆς καθ' ἡμᾶς Ἱ. Μητροπόλεως
Χριστιανοί μου!
Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία διδάσκει ὅτι ὁ παμμέγιστος Θεός πλαισίωσε τήν εἰκόνα Του στό λασπῶδες σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐξαιτίας αὐτοῦ, κάθε ἄνθρωπος εἶναι «ἕνας μικρός θεός στή λάσπη» (Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς).
Αὐτή ἡ θεοείδεια εἶναι ἐκεῖνο πού ὑψώνει τόν ἄνθρωπο ὑπεράνω ὅλων τῶν ὄντων καί πραγμάτων, ὑπεράνω ὅλων τῶν ἀγγέλων καί ἀρχαγγέλων, τόν ὑψώνει καί τόν ἀνυψώνει ἕως τόν ἴδιο τόν Θεό. Κανένα ἄνθρωπο δέ στέλνει σ’αὐτό τόν κόσμο ὁ Θεός δίχως τήν εἰκόνα Του. Γι’αὐτό ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι θεοφόρος ἀπό τά σπλάχνα τῆς μητέρας του. Στά μυστηριώδη σύνορα μεταξύ τῶν δύο κόσμων στέκεται ὁ ἤπιος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός καί σέ κάθε ψυχή, πού στέλνει σ’αὐτό τόν κόσμο, τῆς χαρίζει τήν ὑπέροχη εἰκόνα Του (πρβ. Ἰωαν. α, 9). Γι’ αυτό κάθε ἄνθρωπος κατά φύσιν εἶναι χριστοειδής, κατά φύσιν χριστοφόρος.
Ἀλλά, τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ψυχή του ὁ ἄνθρωπος τήν διέσπασε μέ τήν ἁμαρτία, τήν συσκότισε μέ τά πάθη, τήν σακάτεψε μέ τίς κακές συνήθειες, καί τήν θαυμάσια εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ τήν ἐπάλειψε μέ τό μαῦτο ρητίνι τῶν παθῶν καί τό βδελυρό πύον τῶν ἀπολαύσεων.
Ὅμως, ὁ πανοικτίρμων Κύριος γι’ αὐτό ἔγινε ἄνθρωπος, «ἵνα τήν ἑαυτοῦ ἀναπλάσῃ εἰκόνα, φθαρεῖσαν τοῖς πάθεσιν» (Δογματικόν δ΄ἤχου).
Αὐτός ἔγινε ἄνθρωπος, προκειμένου νά ὑπενθυμίσει στόν ἄνθρωπο τήν εἰκόνα τοῦΘεοῦ μέσα του, νά τοῦ ὑπενθυμίσειτήν θεϊκή καταγωγή του, γιά νά καθαρίσει τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα του ἀπό τόν δυσώδη βόρβορο τῆς ἁμαρτίας, ἀπό τό μαῦρο ρητίνι τῶν παθῶν καί τό ἀηδιαστικό πύον τῶν ἀπολαύσεων.
Ὁ ἀπερίγραπτος Θεός καί Κύριος ἐνσαρκώνεται καί διά τῆς ἐνσαρκώσεως περιγράφει τόν Ἑαυτό Του ὁρατό∙ ὁ ἀπερίγραπτος Θεός, ὅταν ἐνσαρκώθηκε, περιέγραψε τόν Ἑαυτό Του, μέσῳ τοῦ σώματος. Συνενώνοντας μέσα Του τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, ὁ Κύριος Χριστός ἀναστήλωσε, ἀνακαίνισε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο.
Διά τῶν προσευχῶν, τῶν νηστειῶν, τῶν ἐλεημοσυνῶν, τῶν ἀσκήσεων οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί αὐτό ποθοῦν, «τό ἀρχαῖον κάλλος ἀναμορφώσασθαι» (Ἀκολουθία εἰς κεκοιμημένους). Μέ τήν πίστη καί τήν ἀγάπη, τήν πραότητα καί τή σεμνότητα, τήν φιλοθεΐα καί τήν φιλαδελφία, τήν ἐλεημοσύνη καί τήν ἐγκράτεια ὁ κάθε Ὀρθόδοξος Χριστιανός κρατεῖ ἕνα χρωστῆρα καί βάφει τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν ψυχή του, ἕως ὅτου νά τήν βάψει ἐξ ὁλοκλήρου, μορφώνει τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μέσα του (πρβλ. Γαλ. δ΄, 19). ἕως ὅτου διαμορφωθεῖ ἡ μορφή τοῦ Χριστοῦ μέσα του (πρβλ. Ρωμ. η΄, 29).
Χριστιανοί μου!
Δόξα καί θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ παναμώμητη εἰκόνα τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέσα στήν ὑπόσταση τοῦ Θεανθρώπου ἔγκειται ὅλη ἡ δύναμη καί ἡ ἰσχύς, ὅλη ἡ ἀπολογία καί ἡ παντοδυναμία τῆς Ὀρθοδοξίας.
Κατά τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τό πιό σημαντικό εἶναι νά βροῦμε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ἄν τήν βροῦμε, βρήκαμε τήν ἀξεπέραστη ἀξία του, τό ἀπόλυτό του, τό ἀναντικατάστατό του, τήν ἀθανασία του καί τήν αἰωνιότητά του.
Πολλές φορές ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο εἶναι σκεπασμένη μέ τόν βόρβορο τῶν ἀπολαύσεων καί τήν φωτιά τῶν παθῶν, μέ τά ἀγκάθιατῶν ἁμαρτιῶν καί τά ζιζάνια τῶν κακῶν συνηθειῶν. Ἀλλά γι’αὐτό εἶναιἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός, γιά νά βγάλει ὅλα αὐτά ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, προκειμένου νά ξαναλάμψει μέ τό θεῖο κάλλος της. Ἄν τό κάνει, θά ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο καί μέσα στήν ἁμαρτία του∙ οὐδέποτε θά ἐξισώσει τήν ἁμαρτία μέ τόν ἁμαρτωλό καί τό ἔγκλημα μέ τόν ἐγκληματία∙ πάντα θά γνωρίζει νά ξεχωρίζει τήν ἁμαρτία ἀπό τόν ἁμαρτωλό, θά κατηγορεῖ τήν ἁμαρτία καί ὄχι τόν ἁμαρτωλό.
Ἄν ρωτήσει, ποιός θά τοῦ τό μάθει αὐτό, ἡ ἀπάντηση εἶναι: «ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός». Ὅταν μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ εἰσέλθει στήν ψυχή ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου, εὔκολα θά βρεῖ μέσα σ’αὐτήν τήν εἰκόνα τοῦΘεοῦ, θά διακρίνει τό τοῦ Θεοῦ ἀπό τό τῆς ἁμαρτίας καί θά ἀγαπᾶ τόν ἁμαρτωλό καί μέσα στήν ἁμαρτία του. Αὐτό εἶναι ὁ εὐαγγελισμός, πού ἔφερε στόν κόσμο μοναχά ὁ Χριστός. Αὐτός, μέσα σέ κάθε ἄνθρωπο, καί στόν μεγαλύτερο ἁμαρτωλό, ἀναζητοῦσε καί εὕρισκε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, κατέκρινε τήν ἁμαρτία, ἐλεοῦσε τόν ἁμαρτωλό.
«Ἰδού, οἱ χαιρέκακοι πουριτανοί, γράφει ὁ ὅσιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὁδήγησαν ἐνώπιόν Του τήν μοιχαλίδα γυναῖκα. Kατά τόν νόμο τοῦ Μωϋσέως ἔπρεπε νά λιθοβοληθεῖ. ‘’Σύ οὖν τί λέγεις;’’ ρώτησαν τόν Χριστό. Ἐκεῖνος ἔσκυψε κάτω καί ἔγραφε στήν γῆ μέ τό δάχτυλό Του σάν νά ἤθελε νά τούς πεῖ: ‘’Γῆ εἶσθε, γήινα σκέπτεσθε, γήινα καί ρωτᾶτε, καί ἰδού, ἡ ψυχή αὐτῆς τῆς γυναίκας εἶναι ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀπό τήν ἁμαρτία της, οὔτε ἡ θεοειδής ψυχή της μπορεῖ νά ἐξισωθεῖ μέ τήν ἁμαρτία της’’. Ἐπειδή συνέχεια τόν ρωτοῦσαν, ἀνασηκώθηκε καί τούς εἶπε: ‘’ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος ἐπ’ αὐτήν βαλέτω λίθον’’. Kαί ὅταν αὐτοί τό ἄκουσαν, ἐλέγχθηκαν ἀπό τήν συνείδησή τους καί ἄρχισαν νά φεύγουν ἕνας-ἕνας, πρῶτα οἱ πρεσβύτεροι καί μετά οἱ νεώτεροι∙ ἔμεινε μόνος ὁ Ἰησοῦς καί ἡ γυναῖκα πού στεκόταν μπροστά Του. Kαί ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἀνέκυψε, μή βλέποντας κανένα ἄλλο, παρά μόνη τήν γυναῖκα, τῆς εἶπε: ‘’Γύναι, ποῦ εἰσιν; Οὐδείς σέ κατέκρινεν;’’ Αὐτή ἀπάντησε: ‘’Οὐδείς, Kύριε’’. Kαί ὁ Χριστός τῆς εἶπε: ‘’Οὐδέ Ἐγώ σέ κατακρίνω. Πορεύου, ἀπό τοῦ νῦν μηκέτι ἁμάρτανε’’ ( Ἰωαν. η΄, 3-11)». (Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς).
Συνεπῶς, ἡ ἀναστήλωση τῆς πεσούσης εἰκόνος στήν Ὀρθοδοξία γίνεται, διότι ὁ πανοικτίρμων Θεός κατακρίνει τήν ἁμαρτία, ἀλλά δέ κατακρίνει τόν ἁμαρτωλό. Εἶναι σάν νά λέγει: δέν κατακρίνω τήν θεοειδῆ ψυχή σου, ἀλλά κατακρίνω τήν ἁμαρτία σου∙ ἐσύ δέ εἶσαι τό ἴδιο μέ τήν ἁμαρτία, μέσα σου ὑπάρχουν οἱ θεῖες δυνάμεις, πού μποροῦν νά σέ ἀπελευθερώσουν ἀπό τήν ἁμαρτία. Πήγαινε καί ἀπό τώρα μή ἁμαρταίνεις.
Τό ἴδιο συμβαίνει καί στόν Ζακχαῖο. Ὁ Χριστός μέσα του βρῆκε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί τόν ἔσωσε, μολονότι ἦταν μεγάλος ἁμαρτωλός καί ἄξιζε κάθε κατάκριση (Λουκ. ιθ’, 2-10). Ἀποκορύφωμα τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ὁ κακοῦργος στό σταυρό. Ὁ Χριστός καί μέσα στό ληστή ἀποκάλυψε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί λόγῳ τῆς πίστεως καί τῆς μετανοίας του τόν εἰσήγαγε στόν Παράδεισο.
Ἡ ἀναστήλωση τῆς πεσούσης εἰκόνας, πού ἀποτελεῖ τήν οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας, στηρίζεται στό δόγμα ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἔχει τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ψυχή του καί ἔτσι ἔχει τήν αἰώνια θεία ἀξία.
Χριστιανοί μου!
Πίσω ἀπό τό πυκνό πέπλο τοῦ ὁρατοῦ ἐκτείνονται οἱ ἀναρίθμητες ἀπεραντοσύνες τοῦ ἀοράτου. Οὐσιαστικά, δεν ὑφίσταται ἕνα σαφές ὅριο μεταξύ τοῦ ὁρατοῦ καί τοῦ ἀοράτου, μεταξύ τοῦ φυσικοῦ καί τοῦ μεταφυσικοῦ, τοῦ φυσικοῦ καί τοῦ ἀφύσικου. Μέσα στά πάντα καί μέσῳ τῶν πάντων τό ὁρατό καί τό ἀόρατο βασιλεύουν καί κυβερνοῦν. Αὐτός, ὁ θαυμάσιος καί μυστηριώδης Θεός καί Κύριος, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, σέ ὅλα τά ὁρατά καί τά ἀόρατα ἔχυσε τίς θεῖες ἀξίες Του, ὥστε καθετί, ἀπό τό ἀπέραντα μικρό ἕως τό ἀπέραντα μεγάλο, ἔχει τή θεία ἀξία του, ἰδιαιτέρως ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδή, στολισμένος μέ τή θεοειδῆ ψυχή, παρουσιάζει στό μικρό του μέγεθος, τήν ὀμορφία ὅλων τῶν θείων ἀξιῶν. Σ’αὐτό ἔγκειται ἡ θεία μεγαλειότητα καί τό θεῖο ἄμεμπτο τῆς ὑποστάσεώς του.
Ἡ θεία μεγαλειότητα καί τό θεῖο ἄμεμπτο τῆς ἀνθρωπίνης ὑποστάσεως εἶναι ἡ πιό βαρύτιμη ἀλήθεια στόν ἀνθρώπινο κόσμο μας. Συνεπῶς, κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἕνας ἀδελφός μας, ἕνας ἀθάνατος ἀδελφός μας, ἀφοῦ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ψυχή του. Τοιουτοτρόπως ἔχει τήν αἰώνια, θεϊκή ἀξία. Ἑπομένως, δέν πρέπει κανένα ἄνθρωπο νά θεωροῦμε ὡς ὑλικό, ὡς μέσο, ὡς ἐργαλεῖο. Καί ὁ πιό ἀσήμαντος ἄνθρωπος παρουσιάζει μία ἀπόλυτη ἀξία. Γι’ αὐτό τό λόγο, ὅταν συναντήσεις ἕνα ἄνθρωπο, πές στόν ἑαυτό σου, νά τος, ἕνας μικρός θεός σέ λάσπη! Νά τος, ὁ ἀγαπημένος μου, ὁ ἀθάνατος ἀδελφός μου καί ὁ αἰώνιος συνάδελφός μου!
ΜΕΤΑ ΠΑΤΡΙΚΩΝ ΕΥΧΩΝ
+ Ο ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ
ΜΑΡΚΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου