Η Εκκλησία προϋπήρχε της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Ελληνικού Κράτους, της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και έχει την αρχή της στη Θεϊκή αποκάλυψη για τη λύτρωση του ανθρώπου από τα πάθη του, εν τω προσώπω του σαρκωθέντος και ενανθρωπισθέντος Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Τα όποια κοινωνικά σχήματα του κόσμου τούτου, μεταξύ αυτών και τα σημερινά, δηλαδή η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ελληνική Πολιτεία, είναι τα επίγεια όργανα προς την ουράνια εσχατολογική και αποκαλυπτική πορεία της Εκκλησίας, ημών των ορθοδόξων χριστιανών.
Συνεπώς, εν μέσω των περιπετειών της ιστορίας και των σχημάτων αυτού του κόσμου, πορεύεται η Εκκλησία ως σώμα Χριστού και τα μεν γήινα παρέρχονται, η δε Εκκλησία παραμένει «ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς εἰς τούς αἰώνας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος τούτου».
Με αφορμή την αναστολή του διορισμού των κληρικών, από τον εξοχότατο Υπουργό Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης κ. Γ. Ραγκούση, θα αναφερθώ σε ένα διωγμό που η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιμετώπισε από τον Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ το Β΄ (1876-1909) στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
Είναι το γνωστό προνομιακό ζήτημα επί Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ΄ (1878-1884) και Πατριάρχου Διονυσίου του Ε΄ (1887-1891). Η Εκκλησία, στους χρόνους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οργάνωνε το βίο της ως εθναρχούσα Εκκλησία.
Οι αυτοκρατορίες, βέβαια, συγκροτούσαν θεοκεντρικά συστήματα και οι κοινωνίες είχαν για κέντρο και σημείο αναφοράς τους τη θρησκεία. Οι άνθρωποι, στην αυτοκρατορία, προσδιορίζονται με βάση την θρησκευτική τους ταυτότητα.
Οι εθνικές ταυτότητες και συνειδήσεις ακολούθησαν και διαμορφώθηκαν στο υπόβαθρο και τα δεδομένα των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων, που ανέκυπταν από τις θρησκευτικές συνειδήσεις και τις σύνολες κατ’ έτος εκδηλώσεις, οι οποίες εκπήγαζαν από τη θρησκευτική παράδοση.
Η κοινωνία των πολιτών, με τη συνείδηση του πολίτη, ακολουθεί τις εθνικές συνειδήσεις και ταυτότητες.
Οργανωμένα, προσπαθεί να αποτελέσει τη σύγχρονη ιδεολογία του 21ου αιώνα, όπως στο 19ο και 20ο αιώνα η ιδεολογία του έθνους – κράτους.
Στο 19ο αιώνα οι τότε κρατούντες στην Οθωμανική αυτοκρατορία αμφισβήτησαν και αποφάσισαν να περιορίσουν τα προνόμια του ρουμ μιλέτ, του Ορθόδοξου Γένους, που συγκροτούσαν ελληνόφωνοι, αραβόφωνοι, τουρκόφωνοι, βλαχόφωνοι και σλαβόφωνοι ορθόδοξοι χριστιανοί.
Η αρχή των προνομίων ανάγεται στην αμέσως μετά την άλωση συμφωνία του Πατριάρχη Γεννάδιου Σχολάριου με το Σουλτάνο Μωάμεθ, με την πτώση της Κωνσταντινούπολης, το 1453.
Τα προνόμια αφορούσαν το πλαίσιο και τις δικαιοδοσίες με τις οποίες οι ορθόδοξοι χριστιανοί θα οργάνωναν τη ζωή τους σ’ ένα κοινωνικό σύστημα, όπου κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής προσδιορίζονταν από τις αρχές και τις αξίες του Κορανίου, του μουσουλμανικού νόμου, της σαρίας και ό,τι από αυτά προβλεπόταν για τις μονοθεϊστικές θρησκείες και ειδικά για το Χριστιανισμό.
Τα προνόμια στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας διευρύνονταν ή καταπατούνταν κατά τις βουλές των τοπικών πασάδων. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι στο σύνολό της η αυτοκρατορία δεν είχε ενιαίο σύστημα διοίκησης.
Η Σάμος, η Χίος, τα Αμπελάκια, η Αίγυπτος αποτελούν ενδεικτικές αναφορές. Το 19ο αιώνα τα προνόμια εισέρχονται σε μια πορεία διεύρυνσης.
Είναι η εποχή των μεταρρυθμίσεων, τα γνωστά τανζιμάτ. Ξεκίνησαν το Νοέμβριο του 1839 με το Χάτι Σερίφ του Γκιουλχανέ, επί Σουλτάνου Αμπτούλ Μετζίτ (1839-1863) και με το Μουσταφά Ρεσίτ πασά.
Η αρχή της νέας πορείας των προνομίων εδράζονταν στη δέσμευση για συνεργασία και συμπόρευση με όλους τους Οθωμανούς υπήκοους, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική τους πίστη. Τα προνόμια κορυφώνονται με το ψήφισμα των Γενικών Κανονισμών το 1856.
Το προνομιακό ζήτημα ξεκίνησε στην πρώτη πατριαρχία του Ιωακείμ του Γ΄, όταν ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο Β΄ αποφασίζει τον περιορισμό των προνομίων που είχαν οι Χριστιανοί.
Σκοπός και προοπτική του ήταν η πλήρης κατάργηση των δικαιωμάτων που είχαν να ρυθμίζουν ως μιλέτ, ως ορθόδοξη κοινότητα, δηλαδή θέματα όπως: εκπαίδευση, κλήτευση κληρικών, διαζύγια, κοινωνική πρόνοια με γηροκομεία, ορφανοτροφεία, πτωχοκομεία.
Ο Ιωακείμ ο Γ΄, στις 9 Δεκεμβρίου 1883, υπέβαλε την πρώτη παραίτησή του και αποσύρθηκε στο Βαφεοχώρι.
Στις 16 Δεκεμβρίου 1883 υπέβαλε τη δεύτερη παραίτησή του και στις 29 Δεκεμβρίου 1883 παραιτήθηκε το τρίτον και οριστικά, δοθέντος ότι και το εθνικό κέντρο, η Αθήνα, δεν βοήθησε και δεν συμπαραστάθηκε στο μεγάλο εκείνο Πατριάρχη που συνέδεσε τη δεύτερη πατριαρχία του (1901-1912) με το Μακεδονικό αγώνα και άλλα σπουδαία και λαμπρά γεγονότα του Γένους μας και του Ελληνισμού.
Τον διαδέχθηκε ο Ιωακείμ ο Δ΄ (1884-1886), παραιτηθέντος μετά από σοβαρά προβλήματα υγείας και εκδημήσαντος το 1887. Το ίδιο έτος Πατριάρχης εξελέγη ο Διονύσιος ο Ε΄ (1887-1897) ο οποίος, ως Μητροπολίτης Κρήτης, ξεκίνησε την οικοδόμηση και ανέγερση του μεγαλοπρεπέστατου Μητροπολιτικού ναού του Αγίου Μηνά στο Ηράκλειο.
Από τον Ιούνιο του 1890 μέχρι τον Ιανουάριο του 1891 έχομε τη δεύτερη φάση του προνομιακού ζητήματος. Ο Διονύσιος ο Ε΄, στις αρχές του 1890, υπέβαλε την πρώτη παραίτησή του και τον Αύγουστο του 1890 υπέβαλε τη δεύτερη.
Στη δεύτερη φάση του προνομιακού ζητήματος, σε κοινή συνέλευση, οι κληρικοί και λαϊκοί του ορθόδοξου μιλετιού αποφάσισαν το κλείσιμο των ιερών ναών, οι οποίοι άνοιγαν μόνο για την τέλεση των κηδειών.
Έμπροσθεν αυτής της δυναμικής αντίδρασης, ο Σουλτάνος υποχώρησε, με παρέμβαση του Τσάρου και των άλλων μεγάλων δυνάμεων.
Οι Χριστιανοί θα συνέχιζαν να οργανώνουν και να ρυθμίζουν σε κοινοτικό πλαίσιο, με τα προνόμιά τους, την πνευματική και κοινωνική ζωή τους. Οι ναοί άνοιξαν κι έτσι εόρτασαν τελικά τα Χριστούγεννα του 1890.
Η τρίτη φάση του προνομιακού ζητήματος (1908-1914) έγινε επί Πατριάρχη Ιωακείμ του Γ΄ και Γερμανού του Ε΄ (1913-1918) και αφορούσε κυρίως την υπαγωγή των χριστιανικών σχολείων στη δικαιοδοσία του υπουργείου παιδείας της αυτοκρατορίας.
Στον 21ο αιώνα και ήδη περί τα μέσα του 20ου, στο πλαίσιο του έθνους - κράτους, η Εκκλησία στην Ελλάδα είχε δικαίωμα και προνόμιο να διορίζει τους κληρικούς που χειροτονεί.
Ο ιερέας, για όλους εμάς που συγκροτούμε το σώμα του Χριστού και συναπαρτίζομε τα μέλη του μυστηρίου της Εκκλησίας, είναι ο λειτουργός των θείων μυστηρίων, της χάριτος και του ελέους του Θεού, που αναπληροί τα ελλείποντα και θεραπεύει τις πνευματικές και οργανικές ασθένειες των μελών της στρατευόμενης εκκλησίας, κατά τρόπο πολλές φορές θαυματουργικό και μη υποκείμενο στην ανθρώπινη λογική.
Για τους εκτός της Εκκλησίας συνανθρώπους μας και με όποια ιδεολογία ή κοινωνικοπολιτικό σύστημα οργάνωσης συντάσσονται, μπορούμε να συμφωνήσουμε στην κοινή βάση: ότι ο ιερέας είναι κοινωνικός λειτουργός και αυτό μαρτυρείται και από το γεγονός ότι δεκάδες δεκάδων χιλιάδες γεύματα παρέχονται καθημερινά από την Εκκλησία σε αναξιοπαθούντες αδελφούς μας.
Όπως, μπορούμε επίσης να συμφωνήσουμε ότι έχομε μια ευρύτατη κοινωνική πρόνοια, που ασκείται από τους ιερείς χωρίς την κρατική επιβάρυνση και σε εποχή υποχώρησης και εξασθένισης της κρατικής κοινωνικής πρόνοιας.
Για παράδειγμα, στην Ιερά Μητρόπολή μας, τα καθημερινά παιδικά γεύματα, η λειτουργία του Γηροκομείου, τα άνω των χιλίων πασχαλινά δέματα, που άρχισαν ήδη να προετοιμάζονται, είναι έργο των κληρικών, των ιερέων μας.
Οι ιερείς όχι μόνο καταβάλουν τον προσωπικό τους μόχθο και την αγωνία τους, αλλά αναζητούν και δωρητές για να ενισχύσουν τους πάσχοντες, τους αναξιοπαθούντες, τους πτωχούς και νεόπτωχους των ημερών μας.
Σε κάθε Μητρόπολη, επίσης, οι ιερείς με τη στήριξη ευλαβών δωρητών έχουν αναλάβει την συντήρηση των ιερών ναών, τον ευπρεπισμό τους, τη διαφύλαξη πολλών μικρών ή μεγάλων ναών, της βυζαντινής, μεταβυζαντινής περιόδου ή των νεότερων χρόνων και τη διάσωσή τους από την καταστροφή του χρόνου.
Τα πολιτιστικά μνημεία της παράδοσής μας, τα οποία παρουσιάζουν υψηλή για τον πολιτισμό μας αρχιτεκτονική, σπάνιο αγιογραφικό διάκοσμο, θαυμάσιες εικόνες, πανέμορφα ξυλόγλυπτα τέμπλα και κανδήλες, διαφυλάσσονται με τις βοηθητικές παρεμβάσεις (αναστηλώσεις, μονώσεις κ.ά.) των ιερέων μας, οι οποίοι εκτός από την κοινωνική μέριμνα, υπηρετούν κατ’ ουσίαν και ως φύλακες και συντηρητές στη διαφύλαξη των εκκλησιαστικών μας μνημείων, σε συνεργασία με τις κατά τόπους αρμόδιες κρατικές εφορείες.
Για την εύρυθμη και σωστή λειτουργία του ιερού ναού είναι απαραίτητοι οι ιεροψάλτες, οι νεωκόροι, το ηλεκτρικό ρεύμα και η ύδρευση, η οικονομική τακτοποίηση των οποίων καταβάλλεται από την εκκλησιαστική κοινότητα.
Η πολιτεία επιβαρύνεται μόνο με το μισθό του εφημερίου, τον οποίο στερεί ο εξοχότατος Υπουργός Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης κ. Γ. Ραγκούσης με την πρόσφατη εγκύκλιό του.
Δεν θα αναφερθούμε στη μοναστηριακή περιουσία, την οποία η προϋπάρχουσα του Ελληνικού κράτους Εκκλησία έχει καλώς παραχωρήσει και αυτό το έπραξε τότε για να βοηθήσει στην οργάνωση του κράτους και για να επιλύσει μείζονα θέματα, όπως των ακτημόνων ή των προσφύγων, ούτε βέβαια θα πούμε για τα της ανταποδόσεως Εκκλησίας και Πολιτείας.
Με την αναστολή του διορισμού των εφημερίων, ως Εκκλησία, αντιμετωπίζουμε μείζον θέμα, που δεν γνωρίζουμε πως θα εξελιχθεί. Με αφορμή το γεγονός αυτό καλούμεθα να προγραμματίσουμε το μέλλον μας.
Στο πλαίσιο των διακριτών ρόλων, καλούμεθα να προσδιορίσουμε τις σχέσεις μας με την πολιτεία. Να διαφυλάξουμε, να διασώσουμε και να προστατέψουμε, με την Ελληνική πολιτεία ή με τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το μόνο προνόμιο που έχουμε ως ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα, να διορίζουμε ένα κληρικό.
Η καταβολή από το κράτος ενός μισθού στον ιερέα, στο θρησκευτικό λειτουργό, είναι γεγονός σύνηθες και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο μισθός αυτός είναι ο οβολός της πολιτείας προς την πνευματική και πολιτιστική προσφορά των κληρικών, η οποία πανθομολογουμένως είναι πολλαπλάσια αυτής του μισθού.
Προσφορά εκκλησιαστική, η οποία γίνεται χάρις στην καθημερινή οικονομική συμβολή της κοινωνίας προς την Εκκλησία. Παρ’ όλες τις ενορχηστρωμένες συναυλίες, η κοινωνία εξακολουθεί να εμπιστεύεται το θεσμό της Εκκλησίας.
Για τη λειτουργία, διαφύλαξη και συντήρηση δεκάδων χιλιάδων ναών στην Ελλάδα, μνημείων του πολιτισμού και της παράδοσης, για την κοινωνική και πνευματική διακονία η Ελληνική πολιτεία, έως το 2010, κατέβαλλε ένα μισθό στους θρησκευτικούς λειτουργούς της ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η πρόσφατη εγκύκλιος του εξοχότατου Υπουργού Εσωτερικών Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης κ. Γ. Ραγκούση αναστέλλει αυτό το στοιχειώδες και βασικό εκκλησιαστικό προνόμιο – υποχρέωση του 21ου αιώνα.
Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου
Ανδρέα Νανάκη
Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης
Πηγή: ΡΟΜΦΑΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου