Σε κάποιο εργαστήρι μέσα, όπου δουλεύοντας οι άνθρωποι, με ιδρώτα και τέχνη κερδίζουν το ψωμί τους, κάποτε, ίσως πριν από πολλά ή λίγα χρόνια... Παραγγελία: Ένας ξύλινος σταυρός.
Αμίλητος ο μάστορας στέκεται πάνω από το μαθητευόμενο τεχνίτη. Με αδιόρατο χαμόγελο παρακολουθεί τα χέρια που σκαλίζουν προσεκτικά το ξύλο. Ο μάστορας μετράει, μόλις σαλεύοντας τα χείλια.
- Ένα, δύο, πέντε... επτά... Δέκα... Πιο δυνατά:
- Δεκαεπτά. Άλλες δεκάξι ως τριάντα τρεις αχτίνες που μας απομένουν για το άστρο...
Σώπασε. Τα χέρια δουλεύουν πάντα κι ο μαθητευόμενος σα να σκέφτεται δυνατά, ενώ σκαλίζει με μεράκι:
- Τούτο το άστρο, έτσι όπως, αγάλι αγάλι, το δουλεύω, ξέρεις τι λέω μάστορα; Να... Πως είναι η καρδιά του σταυρού. Μια καρδιά που θαρώ... Τη νιώθω. Τη νιώθω, σου λέω, να χτυπά σα ζωντανή.
- Πάλι μου άρχισες τα φανταστικά σου. Δε λέω, καλά κι αυτά... Που και που χρειάζονται. Κάποιος μάλιστα έχει πει πως ετούτα είναι που βοηθάνε στην τέχνη. Τέχνη και πίστη ένα, και φαντασία καθώς λέν... Μη στέκεσαι. Άντε δούλευε γιατί πρέπει να τελειώσει σήμερα. Στις δύο Νοεμβρίου θα λειτουργήσει ο δεσπότης στους Αγίους Ακίνδυνους. Θέλει με τούτο το σταυρό να εγκαινιάσει το καινούριο τέμπλο. Κι όλη του η ομορφιά θα είναι το άστρο αυτό. Σε σένα το εμπιστεύτηκα που έχεις ειδικότητα στη λεπτοδουλειά.
Αναστέναξε ο μάστορας, συνέχισε:
- Εγώ γερνάω. Πότε, πότε το χέρι μου τρέμει. Και τούτες οι αχτίνες θέλουν χέρι σπαθί. Πρέπει να είναι όλες ίδιες. Σίγουρο το χέρι μα κι ελαφρύ συνάμα. Ελαφρύ... Στοχάσου πως κάθε σου σκάλισμα γίνεται αχτίνα φωτός.
- Μ΄ αρέσει τούτο που είπες, μάστορα. Φτερά μου δίνεις... Κάθε σκάλισμα φως...
Σώπασε ο μάστορας. Δεν ξαναμίλησε ο τεχνίτης της λεπτοδουλειάς. Ελαφριά πλέει η σιωπή μέσα στο εργαστήρι. Κυματισμός από κάποια λάμψη που φωτίζει τη στόχαση. Η αχτίνα προχωρεί, μακραίνει, τεντώνεται, ίδια σαΐτα, αποτυπώνοντας το φως της αμετάκλητα στην καρδιά του σταυρού, ανάμεσα στ΄ απλωμένα μπράτσα του που ετούτη τη στιγμή, καθώς ο τεχνίτης τον έχει γυρισμένο, δείχνει ανατολή, δύση. Δύση, Ανατολή, και μέσα στης στόχασης το φως εικόνες θαμποφέγγουν, σκέψεις μισοαρχινισμένες παίρνουν υπόσταση.
Σε λίγο, σιγανά, ψιθύρισμα πες, για να μην τρομάξει τον κυματισμό της λάμψης, έρχεται από τον τεχνίτη, τον σκυμμένο πάντα στην καρδιά του σταυρού, στο άστρο:
- Κάτι είχες αρχίσει, μάστορα, να μου λες γι΄ αυτούς τους Άγιους Ακίνδυνους που γιορτάζουμε μεθαύριο.
Ο μάστορας είχε γυρίσει στη δική του δουλειά πιο κει: Περνά βερνίκι πάνω στην εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Δίχως να σηκώσει τα μάτια από τις δύο μορφές όπου δεσπόζει το σκούρο εκείνο βυζαντινό κόκκινο με τους χρυσαφιούς περίγυρους, μιλάει:
- Χρόνια πάνε από τότε. Ήταν τον IV αιώνα μετά τον ερχομό του Χριστού στη γη. Στη Δύση ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε ασπασθεί τη θρησκεία του Χριστού. Έχτιζε εκκλησίες για τη λατρεία του Θεού του αληθινού. Πάνω στων εκκλησιών τους τρούλους οι σταυροί, όλο και περισσότερο χάραζαν τον ουρανό της Ρώμης. Οι χριστιανοί, ελευθερωμένοι από τη βία της ειδωλολατρίας, ασπάζονταν τη νέα θρησκεία.
Στην Ανατολή, στο βασίλειο της Περσίας ηγεμόνευε ο βάρβαρος Σαβώριος. Σάμπως να μην είχε πάρει είδηση το κήρυγμα της αγάπης, συνέχιζε τους διωγμούς των οπαδών της νέας θρησκείας όλο με περισσότερο πείσμα, πιο άγρια, πιο φανατισμένα.
Κι όμως η βία ετούτη, λες και στέριωνε την πίστη της ανάγκης για ελευθερία, κι όλο πλήθαιναν οι χριστιανοί, γιατί όλο πιότερο πίστευαν στους δάσκαλους της νέας θρησκείας που είχαν κατορθώσει με πολλές θυσίες να φθάσουν ως εκεί.
Ανάμεσα στους δάσκαλους ετούτους ήταν ο Ακίνδυνος, ο Πηγάσιος, ο Ανεμπόδιστος.
- Παράξενα ονόματα: Ακίνδυνος. Θ΄ αψηφούσε τον κίνδυνο ίσως; Κι ο Ανεμπόδιστος θα ξεπερνούσε κάθε εμπόδιο. Αμ ο Πηγάσιος;
- Τι να σου πω παιδί μου; Λένε θαρώ, Πήγασο, το φτερωτό άλογο κάποιου μύθου. Έχω δει, μα δε θυμάμαι που, μιαν εικόνα του. Πετάει στους αιθέρες με μεγάλα φτερά, πάνω από τη γη. Αν το καλοσκεφτείς μπορεί και τούτο να σημαίνει πως με το φτερωτό του άλογο κι αυτός θα πετούσε πάνω από κάθε κίνδυνο κι εμπόδιο για να φτάσει γρηγορότερα στο σκοπό του: Να διαδώσει την πίστη της αγάπης στο βάρβαρο κόσμο της βίας.
- Έτσι θα είναι. Και πρέπει να είναι έτσι, μάστορα, γιατί είναι ωραίο όπως το είπες.
- Εγώ ωραία τα είπα, εσύ όμως σταμάτησες. Δε θα προλάβουμε να έχουμε τελειώσει το σταυρό.
- Όχι, όχι, θα προλάβουμε. Μη σε νοιάζει. Λέγε εσύ, λέγε, τι απόγινε; Έτσι δουλεύω πιο σίγουρα, με πιότερο κέφι.
- Άντε, χαλάλι σου. Που είχαμε μείνει;
- Εκεί που οι Άγιοι Ακίνδυνος, Πηγάσιος κι Ανεμπόδιστος δίδασκαν στην Περσία.
- Ναι, δίδασκαν, κι όλο περισσότεροι γίνονταν αυτοί που είχαν ανάγκη την πίστη του Χριστού, για ένα καλύτερο κόσμο. Ωστόσο ο Σαβώριος κατάτρεξε τους δάσκαλους κι αναγκάστηκαν ετούτοι να κρυφτούν για κάμποσον καιρό και να διδάσκουν κρυφά, όπως έκαναν πριν απ΄ αυτούς οι Απόστολοι, ο Πέτρος, ο Παύλος, κατατρεγμένοι από τους στρατιώτες του Νέρωνα. Κι οι στρατιώτες του Σαβώριου, εκτελώντας πάντα του κάθε βάρβαρου τη διαταγή, καθώς αυτό τον προορισμό είχαν, κατάφεραν να βρουν τους δασκάλους και να τους πιάσουν. Τους χτύπησαν, τους ταπείνωσαν, τους βασάνισαν, σύμφωνα πάντα με τις διαταγές, κι όμως ετούτοι κατόρθωσαν να σωθούν. Και πήραν μαζί τους έναν από τους στρατιώτες του Σαβώριου, τον Αφθόνιο, που, μετανιωμένος, ασπάστηκε την καινούργια πίστη. Αλλά και πάλι, στρατιώτες άλλοι, υπακούοντας σε άλλες αυστηρότερες προσταγές, κατάτρεξαν τους δασκάλους. Τους έπιασαν, σκότωσαν τον Αφθόνιο. Όσο για τους άλλους τρεις, έφεραν ένα μεγάλο σάκκο, έβαλαν μέσα τον Ακίνδυνο, τον Πηγάσιο και τον Ανεμπόδιτο, έδεσαν καλά το σάκκο με χοντρή τριχιά και τον έριξαν στη θάλασσα. Και τότε γίνηκε το θαύμα: Με χτύπημα των κυμάτων η τριχιά χαλάρωσε, λύθηκε, οι τρεις δάσκαλοι βρέθηκαν στην επιφάνεια της θάλασσας. Κι ενώ ο ουρανός φιδοχαραζόταν και σκιζόταν από τις αστραπές, ετούτοι κολυμπούσαν μέσα στην φουρτούνα, βοηθώντας ο ένας τον άλλο και προσπαθώντας να φθάσουν στη στεριά, που κάθε τόσο φωτιζόταν σπαραχτικά άπλετα από τον ουρανό που ξεσκιζόταν κι άνοιγε με το φως της αστραπής. Το φως αυτό τους καλούσε εκεί, δεν τους άφηνε να χαθούν. Κάποτε έφτασαν. Βγήκα στην ακρογιαλιά, έσκυψαν και φίλησαν το χώμα, προσευχήθηκαν, ενώ η θάλασσα ηρεμούσε κι ο ήλιος έχυνε απ΄ την ανατολή τη λάμψη του πάνω σε τούτη την πορφυρή γαλήνη. Άρχισαν και πάλι οι Ακίνδυνοι τη διδασκαλία τους, κι όλο περισσότεροι γίνονταν αυτοί που τους ακολουθούσαν. Ως και τον σπουδαίο συγκλητικό, τον Ελπιδοφόρο, πήραν μαζί τους. Πολύς, πάρα πολύς ήταν ο λαός που ήθελε να πιστέψει στην αγάπη κι ακολουθούσε τη νέα θρησκεία. Ο Σαβώριος όμως, όλο και περισσότερο μάνιαζε από το κακό του. Και μετά από αγώνα, γιατί κι απ΄ αυτούς που έστελνε να συλλάβουν τους δασκάλους πολλοί δε ματαγύριζαν πίσω στο βάρβαρο, μετά από αγώνα που κράτησε καιρό, οι στρατιώτες του και πάλι κατόρθωσαν να τους πιάσουν.
- Και δεν ξαναγλίτωσαν;
- Όχι αυτή τη φορά δε γλίτωσαν. Σύμφωνα με τις προσταγές, οι στρατιώτες έβαλαν δούλους κατάδικους κι έχτισαν φούρνο. Σαν τέλειωσε ο φούρνος κουβάλησαν πάλι οι σκλάβοι ξύλα, γέμισαν το φούρνο, τον άναψαν. Όταν εφούντωσε καλά ο φούρνος, έριξαν μέσα τους δάσκαλους.
- Κι έκαψαν ανθρώπους κατά διαταγή;
- Τους έκαψαν. Ναι, παιδί μου. Μην απορείς. Από τους ανθρώπους όλα να τα περιμένεις κι από το νου, σα δουλεύει κατά προσταγή της βίας, τα πιο χειρότερα.
Σιωπή. Κανένας δε μιλάει. Το μαχαιράκι του τεχνίτη χαράζει άλλη μιαν αχτίνα στην καρδιά του σταυρού. Ησυχία. Ο κυματισμός γίνηκε τώρα παφλασμός από λάμψη μέσα στο εργαστήρι. Παφλασμός, που σπρωγμένος από παράξενα ρεύματα κυματίζει από τα περασμένα στα μελλούμενα, από τα μελλούμενα πίσω στα περασμένα...
Κι ο τεχνίτης, κάμποσο αργότερα, σαν άρχισε πια να ζαλίζεται από τούτο το μάταιο πηγαινέλα των κυμάτων, νιώθει την ανάγκη να μιλήσει:
- Πότε, λες, μάστορα, γίνηκαν αυτά;
- Τον καιρό που βασίλευε ο Μέγας Κωνσταντίνος στη Δύση, τον καιρό που είδε σε όνειρο το σταυρό, πριν από την εκστρατεία του κατά του Μαξέντιου, και τα γράμματα: Εν τούτω νίκα... Με τούτο το σταυρό θα νικήσεις...
- Και νίκησε βέβαια...
- Νίκησε, και μετάφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του από τις όχθες του Τίβερη στις όχθες του Βοσπόρου, κι έχτισε εκεί το Βυζάντιο, την πολιτεία της Χριστιανοσύνης, την Κωνσταντινούπολη. Την στέριωσε εκεί, στο πιο καίριο σημείο, εκεί ακριβώς όπου σμίγουν οι δύο κόσμοι, της Ανατολής και της Δύσης. Εκεί ύψωσε το όργανο του μαρτυρίου για τους ανθρώπους, το σταυρό, σε κάλεσμα αγάπης για τους δύο κόσμους.
Σιωπή. Δυναμώνει ο κυματισμός από το φως, καθώς τα ρεύματα τραβούν τον παφλασμό του πάντα απ΄ ανατολή σε δύση, από δύση σ΄ ανατολή, από τα περασμένα στα μελλούμενα, κι άντε πάλι... Στην καρδιά του σταυρού όλο και αποτυπώνονται σαΐτες που σίγουρες κάπου σκοπεύουν, οι αχτίνες του άστρου. Σιωπή. Αναμονή. Τα κύματα. Ο παφλασμός.
Δύο μορφές αλείφει με το βερνίκι του ο μάστορας, των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Κι ο τεχνίτης με πολύ μεράκι χαράζει την τριακοστή τρίτη αχτίνα στην καρδιά του σταυρού. Αναμονή. Αναμονή... Στις δύο Νοεμβρίου ο σταυρός θα βρίσκεται στο τέμπλο της εκκλησίας όπου θα λειτουργηθούν οι διδάσκαλοι: Ακίνδυνος, Πηγάσιος, Ανεμπόδιστος, Αφθόνιος, Ελπιδοφόρος, οι άγιοι που κάηκαν στο φούρνο ζωντανοί από τους στρατιώτες του Σαβωρίου...
Ιουλίας Ιατρίδη
Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Σάμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου