Ομιλία εις το Ευαγγέλιον της Έκτης Κυριακής του Λουκά που λέγει: «Εξελθόντι τω Ιησού εις την γην υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως ος είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών»
Αγίου Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά
«Ο ων εκ του Θεού τα ρήματα του Θεού ακούει», λέγει ο Κύριος· δηλαδή υπακούει στις εντολές του Θεού και μετατρέπει τους λόγους σε έργα, ζει και πολιτεύεται κατά Χριστόν, εκτελεί το θέλημα του Ουρανίου Πατρός και γίνεται «κληρονόμος μεν Θεού, συγκληρονόμος δε Χριστού». Όποιος όμως παρακούει στον Θεό, διαπράττει την αμαρτίαν και επιδίδεται σ΄ αυτήν αμετανοήτως· είναι δούλος της αμαρτίας και «ουκ έστιν εκ του Θεού αλλά εκ του πονηρού», αφού με την κακήν προαίρεσι μεταπλάσσει την φύσι την οποίαν έλαβεν από τον Θεόν και την εξομοιώνει με τον πατέρα της απωλείας. Γι΄ αυτό και ο Κύριος έλεγε στους Ιουδαίους, «υμείς εκ του πατρός υμών του διαβόλου εστέ, και τας επιθυμίας αυτού θέλετε ποιείν».
Αυτού του είδους οι άνθρωποι είναι αθλιώτεροι και από τους φανερά δαιμονιζομένους, έστω και αν διαφεύγουν την προσοχή των πολλών. Πράγματι, ενώ οι δαιμονιζόμενοι κατακόπτουν τα σώματά τους και μερικές φορές βλάπτουν σωματικώς όποιους συναντούν, εκείνοι που δια των πονηρών επιθυμιών έχουν εξωμοιωθή με τον αρχέκακον εχθρό διαφθείρουν τις ψυχές τις ιδικές τους και όσων τους συναναστρέφονται απρόσεκτα. Και ενώ οι πρώτοι στον καιρό του θανάτου αποβάλλουν μαζί με το σώμα και την επήρεια των δαιμόνων, οι δεύτεροι, επειδή αμαρτάνουν αμετανοήτως έχουν αθάνατον και αναπόβλητον την βλάβην. Επίσης τον ενοχλούμενον φανερώς από τον δαίμονα όλοι τον λυπούμεθα όταν τον αντικρύσωμε, ενώ τον φονέα και τον φιλάργυρον, τον υπερήφανον και τον αναίσχυντον και τον ανυπότακτον και όλους τους ομοίους των όχι μόνον δεν τους λυπούμεθα, αλλά και τους μισούμε. Διότι ο ένας περιπίπτει στο πάθος ακουσίως, ενώ ο φιλαμαρτήμων προσελκύει ελευθέρως το κακόν, μερικές φορές μάλιστα αποκρύπτοντας την βλαπτικότητα και την κακοήθεια της νόσου του.
Επειδή όμως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι σε θέσι να αντιληφθούν την εναντίον μας μανίαν του διαβόλου από τις επιθέσεις εκείνου κατά της ψυχής και από την συνεργία του στην αμαρτία, παρεχώρησεν ο Θεός να υπάρχουν και κατά το σώμα δαιμονοφόρητοι, ώστε να μάθωμε από αυτούς όλοι πόσον φοβερά είναι η κατάστασις της ψυχής που έκαμε τούτον ένοικόν της δια των πονηρών έργων. Όταν δε ο Μονογενής του Θεού από απροσμέτρητον πέλαγος φιλανθρωπίας έκλινεν ουρανούς και κατήλθε στην γη, για να ελευθερώση τις ψυχές μας από την τυραννία του διαβόλου, απεδίωκε τα δαιμόνια και από τους φανερά κατά το σώμα δαιμονιζομένους· το έκαμε αυτό για να παρουσιάση και να επιβεβαιώση με την φανερώς ενεργουμένην ελευθερία και ίασι την γινομένην κρυπτώς ελευθερία και ίασι της ψυχής. Πράγματι και όταν εχάρισε την θεραπεία στην ψυχή του παραλυτικού, όχι μόνον δεν επευφημήθη από εκείνους που έβλεπαν μόνον τα φαινόμενα, αλλά και εβλασφημήθη· γι΄ αυτό εθεράπευσε και την σωματικήν του παράλυσι, για να μάθουν, όπως ο ίδιος έλεγε προς τους παρόντες, ότι «εξουσίαν έχει ο υιός του ανθρώπου επί της γης αφιέναι αμαρτίας».
Κυρίως γι΄ αυτό λοιπόν απομακρύνει τους δαίμονες από τους δαιμονιζομένους, για να μάθωμε ότι αυτός είναι που τους αποδιώκει και από τις ψυχές μας και μας χαρίζει την αιωνίαν ελευθερίαν. «Εξελθόντι γαρ εις την γην», σύμφωνα με την αναγινωσκομένην σήμερα περικοπήν του Ευαγγελίου, «υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως, ος είχει δαιμόνια εκ χρόνων ικανών, και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο και εν οικία ουκ έμενεν, αλλ΄ εν τοις μνήμασιν». Εξήλθε, λέγει, όχι ήλθε στην ξηρά, για να δείξη ότι ήλθε με πλοίον, αφού ήδη και την θύελλα του ανέμου κατέπαυσε και την θάλασσαν εγαλήνευσε με την επιτίμησί του. Διότι όταν από την Γαλιλαίαν επεβιβάσθη στο πλοίο με τους μαθητάς του είπε προς αυτούς, όπως λέγει παραπάνω ο Ευαγγελιστής: «διέλθωμεν εις το πέραν»· από εδώ φαίνεται ότι προείδε το γεγονός και από ευσπλαγχνίαν ήλθεν αυτόκλητος βοηθός στον βασανιζόμενον τόσον δεινώς και πολυετώς από τους δαίμονες. Ο Λουκάς λοιπόν λέγει ότι ήταν ένας και είχε πολλά δαιμόνια, ο Μάρκος όμως ομιλεί και αυτός περί ενός, «αλλ΄ εν πνεύματι ακαθάρτω». Ο δε Ματθαίος ισχυρίζεται ότι ήσαν δύο μαζί και εβασανίζοντο από πολλά δαιμόνια.
Την αιτίαν δε, για την οποίαν άλλοι Ευαγγελισταί ομιλούν για έναν, άλλοι δε για περισσοτέρους, και δαιμονιζομένους και δαιμόνια, την εφανέρωσε και ο Λουκάς και ο Μάρκος· διότι το ένα, το οποίον ο Μάρκος ωνόμασεν ακάθαρτον πνεύμα, εξεταζόμενο στην συνέχεια από τον Κύριον λέγει «λεγεών όνομά μοι, ότι πολλοί εσμέν»· πράγματι λεγεών είναι ορμαθός και πολυάριθμον σύστημα αγγέλων ή ανθρώπων οι οποίοι στέκονται, μετακινούνται μαζί και αποβλέπουν και κινούνται προς ένα έργον και σκοπόν. Γι΄ αυτό και οι δαιμονιζόμενοι εκείνοι, επειδή ενεργούντο και εκινούντο από ένα τοιούτο σύστημα, ευρίσκοντο αδιασπάστως μαζί στα μνήματα και στα όρη και μαζί εβασανίζοντο· γι΄ αυτό άλλοτε μεν καλούνται ενικώς, άλλοτε δε πληθυντικώς, και αυτοί και τα πονηρά πνεύματα που τους ταλαιπωρούσαν.
Δεν ανεγνώρισε δε απλώς τον Ιησούν ο λεγεών δια μέσου του ανθρώπου εκείνου, αλλά και «προσέπεσε και φωνή μεγάλη ανεκραύγασε: τι εμοί και σοι, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου; Δέομαί σου, μη με βασανίσης· παρήγγειλε γαρ», λέγει, «ο Κύριος τω ακαθάρτω πνεύματι εξελθείν από του ανθρώπου». Έχοντας καταπλεύσει επί τούτου ο Κύριος από ευσπλαγχνία στην παραλίαν εκείνην όπου ζούσε ο δαιμονιζόμενος, διέταξε μεν τον λεγεώνα των δαιμόνων να εξέλθη από τον άνθρωπο, πού όμως να απέλθη δεν του είπε. Γι΄ αυτό εκείνο το παμμίαρον σμήνος των πονηρών πνευμάτων κατελήφθη από αμηχανίαν και εφοβήθη μήπως παραδοθή τώρα από τον Κύριο στην μέλλουσαν καταδίκη, στην προετοιμασμένην γι΄ αυτά γέεννα του πυρός με την οποία θα παραδοθούν σε τελείαν ακινησίαν, αφού θα καταργηθή κάθε ενέργειά τους· ηναγκάσθη λοιπόν να προσέλθη και να προσπέση χρησιμοποιώντας ταπεινότερα και αληθινά λόγια προς τον Κύριον, τα οποία τον εμαρτύρησαν ότι είναι Υιός του Υψίστου· μέσα στην πονηρία τους ενόμιζαν ότι με αυτήν την μαρτυρία σαν με κάποιαν κολακεία θα μεταπείσουν τον Κύριον των όλων.
Και ο Κύριος ανέχθη την μαρτυρία των δαιμόνων προς καταρτισμόν των ευρισκομένων στο πλοίο. Διότι πριν από λίγο, βλέποντας ο κόσμος τα τόσον μεγάλα θαύματά του στην θάλασσα έλεγαν μεταξύ τους με απορία: «τις εστιν ούτος, ότι και οι άνεμοι και η θάλασσα υπακούουσιν αυτώ»; Τώρα όμως έμαθαν ποίος είναι αυτός· είναι «ο Υιός του Θεού του Υψίστου». Διότι πάντοτε, ακόμη και ο διάβολος είναι συνεργός στην βουλήν του Θεού, όχι όμως επειδή το θέλει ούτε αποβλέποντας σ΄ αυτό· γι΄ αυτό και κάποιος από τους θεοφόρους λέγει, ότι «το κακόν συνεργεί στο αγαθόν, όχι με καλήν προαίρεσι».
Ο δε Κύριος θέλοντας να φανερώση στους παρόντες ότι ο δαίμων που τόσον φρίττει ενώπιόν του δεν είναι ένας, αλλά πλήθος πολύ, τον ηρώτησε: «τι σοι έστιν όνομα; Ο δε είπεν, λεγεών όνομά μοι, ότι δαιμόνια πολλά εσμεν». Λέγουν ωρισμένοι ότι το τάγμα του λεγεώνος αποτελείται από έξι περίπου χιλιάδες.
«Και παρεκάλουν αυτόν», λέγει, «ίνα μη επιτάξη αυτοίς εις την άβυσσον απελθείν». Βλέπεις ότι είναι ο φόβος, όπως είπαμε παραπάνω, αυτός που τους ηνάγκασε και να προσέλθουν και να προσπέσουν και να χρησιμοποιήσουν σχήματα και λόγια αληθινά και ταπεινότερα. Κοίταξε όμως και την Παντοκρατορικήν εξουσία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού· πράγματι ο δαίμων και χωρίς να το θέλη τον εμαρτύρησε Κύριον και της αβύσσου. Και ποίος είναι αυτός που επιβλέπει αβύσσους; Βεβαίως ο καθήμενος στους ουρανούς, αυτός που περιέχει και κατευθύνει τα πάντα.
Βλέπει δε και ότι το στίφος των δαιμόνων δεν ημπορεί να μένη πουθενά, αν δεν έχη πάρει από αυτόν την άδειαν ή την παραχώρησι· γι΄ αυτό και όταν προσετάχθη από τον Κύριο να φύγη, αλλά δεν έλαβε εντολήν πού να απέλθη, κατελήφθη από μεγάλην βία και ηύρε ως καταφύγιον τους χοίρους οι οποίοι έβοσκαν στο όρος, ώστε να διαφύγει δι΄ αυτών. Αλλά ούτε κατ΄ αυτών είχεν από μόνον του την εξουσίαν, πολύ δε περισσότερον δεν την έχει εναντίον των ανθρώπων ή άλλων όντων. Διότι, λέγει «ην εκεί αγέλη χοίρων πολλών βοσκομένη εν τω όρει. Και παρεκάλεσαν αυτόν ίνα επιτρέψη αυτοίς εις εκείνους απελθείν· και επέτρεψεν αυτοίς. Εξελθόντα δε τα δαιμόνια από του ανθρώπου εισήλθεν εις τους χοίρους· και ώρμησεν η αγέλη των χοίρων κατά του κρημνού εις την λίμνην και απεπνίγη». Τα δαιμόνια λοιπόν, ζητώντας δήθεν πρόφασι φυγής και έχοντας κακοποιό προαίρεσι, εζήτησαν την άδεια κατά των χοίρων, επειδή ο Σωτήρ τα εδίωκε από τους ανθρώπους· εσυνειδητοποίησαν ότι την στιγμήν εκείνη δεν εδιώκοντο από έναν ή δύο, αλλά δια του ενός από όλους τους ανθρώπους. Και ο Κύριος τους το επέτρεψε, για να γνωρίσωμε εμείς από όσα έπαθαν οι χοίροι, ότι ούτε τον άνθρωπον εκείνον θα ελυπούντο να τον καταστρέψουν τελείως, αν δεν ανεχαιτίζοντο και πριν αοράτως από την δύναμιν εκείνου.
«Ιδόντες δε», λέγει, «οι βόσκοντες, έφυγον· και απήγγειλαν εις την πόλιν και εις τους αγρούς το γεγονός». Λάβετε τώρα παρακαλώ στον νου σας τον άσωτον υιόν του Ευαγγελίου που εσώθη με την απομάκρυνσιν από τους χοίρους, για να καταλάβετε ποίοι ήσαν αυτοί που έβοσκαν τους χοίρους, ή μάλλον ποίοι ομοιάζουν με αυτούς. Πράγματι ο χοιρώδης βίος εξ αιτίας της ακαθαρσίας του συμβολίζει κάθε πονηρόν πάθος, και χοίροι είναι κυρίως αυτοί που περιφέρουν τον ερρυπωμένον από την σάρκα χιτώνα· προϊστάμενοί τους, ένα είδος βοσκών, είναι εκείνοι που υπερέχουν από αυτούς στην ηδυπάθεια και λαμβάνουν πρόνοιαν για την σάρκα και την δίαιτά τους εις τρόπον ώστε να εκπληρώνουν την επιθυμία τους.
Σ΄ εμας όμως δεν επιτρέπει ο χρόνος ούτε, όπως βλέπετε, ο θόρυβος του πλήθους να ασχοληθούμε λεπτομερώς με την συνέχεια, ποία δηλαδή είναι η γύμνωσις που προκαλείται στην ψυχήν από την αμαρτία, την οποίαν υπεδήλωνε ο δαιμονιζόμενος εκείνος, και ποία η διαβίωσις στα όρη (διότι, λέγει «ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο και εν οικία ουκ έμενεν, αλλ΄ εν τοις μνήμασι») και ποίες οι αλυσίδες, οι χειροπέδες και τα δεσμά τα οποία εκείνος έσπαζε και έφευγε διωκόμενος.
Αλλά ας αποφύγωμε και εμείς, μάλιστα οι μοναχοί, την συναναστροφή και συμβίωσι με τους χοίρους. Διότι κατά το Σολομώντειον λόγιον «φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί» και ως επί το πλείστον καθένας είναι ή γίνεται όμοιος με τους συντρόφους του. Τι το όφελος να φύγης οριστικώς από τον κόσμο και να καταφύγης στα αφιερωμένα στον Θεόν φροντιστήρια, να εξέρχεσαι όμως καθημερινώς από αυτά και να συμφύρεσαι πάλι με τον κόσμο; Πώς, ειπέ μου, τριγυρνώντας στις αγορές θα αποφύγης τα προσανάμματα των παθών, δια των οποίων επέρχεται ο θάνατός της ψυχής που χωρίζει τον άνθρωπον από τον Θεόν; Αυτός είναι ο θάνατος «ο αναβαίνων εις ημάς δια των θυρίδων», οι οποίες είναι μέσα μας, δηλαδή των αισθήσεων· αυτές έγιναν αφορμή να εκπέσουν από την αθανασίαν και οι προπάτορες εκείνοι.
Ας φύγωμε λοιπόν όλοι μας μακρυά, άλλοι από την συμβίωσι με τα κακά, έστω και αν μας φαίνεται ότι υπερτερούμε πολλούς στην καταγωγή και στην δόξα και στην σωματικήν ρώμη και στον υλικόν πλούτο, και άλλοι από την ομοίωσι προς τους χοίρους, λαμβάνοντας στον νου μας την λίμνην εκείνη του ασβέστου πυρός, μέσα στην οποίαν, φευ! θα πέσουν όσοι αμετανοήτως υπηρετούν τις προσβολές των δαιμόνων. Και βλέπόντας το βάραθρον στο οποίον κρημνίζονται, όταν αποθαίνουν, όσοι μέχρι το τέλος τους ομοιάζουν ως προς τον τρόπον της ζωής με τους χοίρους, ας απομακρυνθούμε ανεπιστρόφως από τον όντως δυσώδη βίον της αμαρτίας και ας προσέλθωμε έτσι καλώς και δικαίως στην πηγήν των μύρων, την οποία μας εχάρισεν ο Θεός και εκχύνεται δια της λάρνακος από την σορόν του εντοπίου μας Χριστομάρτυρος· και αφού με την χρήσι τούτων αγιασθούμε και ενισχυθούμε, να κηρύττωμε και στους αγρούς και στις πόλεις, όπου και αν είμεθα, την θειοτάτην δύναμι και ενέργειαν του θείου αυτού μύρου· δεν εννοώ με την γλώσσα και τα λόγια (διότι ποίος δεν ήκουσε με την ιδική του ακοή την συρροή των από εδώ θαυμάτων;) αλλά με την μεταβολήν της ζωής μας προς το καλλίτερον, ώστε βλέποντάς μας όλοι να ειπούν, «αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου», με την οποία δεξιάν έχει ζωγραφηθή ο μέγας Δημήτριος και δια της οποίας μετασχηματίζει αυτούς που τον πλησιάζουν προς το θειότερον, ώστε να έχη και στον ουρανόν συμπολίτες αυτούς που ευτύχησαν να είναι στην γη συγκάτοικοί του.
Αυτό είθε να συμβή με τις πρεσβείες εκείνου και να επιτύχωμε όλοι τις υπεσχημένες ουράνιες μονές και την εκεί συνοίκησι με τους αγίους, «χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει δόξα εις τους αιώνας». Αμήν.
Πηγή: ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΣΑΜΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου