Διαβάστε την προσφώνηση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου ενώπιον του σώματος της Ιεραρχίας.
Σεβασμιώτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Μέ τήν Χάρι τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ καί Πατέρα μας συνήλθαμε πάλι σήμερα ὡς Τακτική Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος, κατά τήν συνεδρία τῆς 16ης τοῦ παρελθόντος Ἰουνίου ἀσχολήθηκε μέ τήν ἐπιλογή τῶν θεμάτων τῆς ἡμερησίας διατάξεως τῆς παρούσης Συνόδου. Τό κεντρικό θέμα πού ἐπελέγη εἶναι: «Ἡ σύγχρονη κρίσις ἀπό ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς», μέ δυό ὑποδιαιρέσεις-ὑποθέματα:
α. «Τά αἴτια τῆς σύγχρονης ποικιλομόρφου κρίσεως», καί
Ἡ παροῦσα Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος συνέρχεται σέ μία χρονική στιγμή πού ἡ Πατρίδα μας, ἀλλά καί ἡ παγκόσμια κοινότητα, βρίσκονται στό μέσον μιᾶς ἀπό τίς σοβαρότερες κρίσεις τῶν νεότερων χρόνων.
Τίθεται, βεβαίως, τό ἐρώτημα: Ἐφόσον πρόκειται γιά οἰκονομική κρίση καί πρός ἀντιμετώπισή της ἐπιστρατεύονται μέσα πολιτικά καί οἰκονομικά, μήπως ἡ ἐνασχόληση μέ αὐτό τό ζήτημά μᾶς τοποθετεῖ ἐκτός τῶν ὁρίων τῆς ἀποστολῆς μας καί τῶν ἁρμοδιοτήτων μας;
Κάποιοι θεωροῦν ὅτι τό θέμα τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως δέν θά ἔπρεπε νά ἀποτελέσει βασικό ζήτημα προβληματισμοῦ τῆς Ἱεραρχίας. Ἄλλοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἕνα τόσο σοβαρό ζήτημα ὀφείλει νά μᾶς ἀπασχολήσει, διότι ἀφενός θά ἔχει ἐπιπτώσεις στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, λόγω οἰκονομικῶν περιορισμῶν, ἀφετέρου ἐνδεχόμενη ἐπιδείνωση τῆς καταστάσεως θά σημαίνει μεγαλύτερη ἀνάγκη ὑποστήριξης τῶν ἀναξιοπαθούντων καί ἑπομένως αὐξημένης ἐγρήγορσης καί ἑτοιμότητας.
Ἡ προσωπική μου ἐκτίμηση εἶναι ὅτι ἔχουμε ἀπόλυτο καθῆκον καί ὑποχρέωση νά ἀσχοληθοῦμε μέ τό ἐν λόγῳ ζήτημα γιά λόγους πρωτίστως ποιμαντικούς καί θεολογικούς ἀλλά καί κοινωνικούς καί προνοιακούς.
Οἱ δύσκολες ἡμέρες πού διέρχεται ὁ τόπος μας καλοῦν τήν Ἐκκλησία νά καταστήσει ἐμφανῆ τήν προφητική διάσταση τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι παρουσίας της στή ζωή τοῦ κόσμου. Οἱ καιροί μᾶς καλοῦν νά ἀρθρώσουμε λόγο οὐσιαστικό, νά διεισδύσουμε στά βαθύτερα καί οὐσιωδέστερα συστατικά της κρίσεως καί, ἀκόμη, νά ἐξετάσουμε πώς μποροῦμε νά συμβάλλουμε στήν ὑπέρβασή της. Ὅμως, στά συστατικά τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος συμπεριλαμβάνονται ἡ μετάνοια, ἡ αὐθεντικότητα τῆς πίστεως καί ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας. Ἡ προφητική λειτουργία ἐμπεριέχει τήν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ διάγνωση τῶν αἰτίων τοῦ προβλήματος καί τήν κλήση σέ γνήσια ἀλλαγή νοοτροπίας ὥστε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ νά εὐλογήσει τήν μετάνοια καί νά εὐοδώσει τήν ὑπέρβαση τῆς ἑκάστοτε δοκιμασίας, στήν ὁποία ὁδηγεῖται ἡ ζωή τοῦ κόσμου κάθε φορά πού ἀποστατεῖ καί ἐκτροχιάζεται ἀπό τό σωστό δρόμο.
Ἡ κρίση πού διέρχεται ὁ τόπος μας εἶναι πρώτιστα πνευματική καί κατά συνέπεια ἠθική. Ἡ οἰκονομική κρίση εἶναι τό πιό κραυγαλέο, τό ἄμεσα ὁρατό καί ἐπώδυνο σύμπτωμα τῆς νόσου. Ὅμως ἡ νόσος εἶναι κατ΄ οὐσίαν ὑπαρξιακή. Ὁ λόγος, ἑπομένως, πού ὀφείλουμε νά ἀσχοληθοῦμε σοβαρά καί ὑπεύθυνα μέ τήν λεγόμενη οἰκονομική κρίση εἶναι πρωταρχικά καί θεμελιωδῶς θεολογικός.
Αὐτό ὑπαγορεύει σύνολη ἡ ἐκκλησιαστική μας ἐμπειρία καί μᾶς ὑποδεικνύει μέ ἐνάργεια ἡ Βυζαντινή μας κληρονομιά. Ὁ μακαριστός καθηγητής τῆς Δογματικῆς Ν. Ματσούκας σημειώνει ἐμπεριεκτικά: «Μέγιστο καί παράδοξο ἱστορικό σφάλμαἀποτελεῖ τό νά διακρίνεται ἡ Βυζαντινή Ἱστορία καί ἡ πολιτιστική της πραγματικότητα σέ θεολογική-Ἐκκλησιαστική καί σέ βέβηλη-κοσμική, ἤ σέ θύραθεν καί σέ Χριστιανική. Τέτοια διάκριση, ἴδια ἤ παρόμοια, σέ κανένα πολιτισμό δέν εἶναι δυνατό νά ἐντοπιστεῖ,ἐκτός βέβαια ἀπό τό σημερινό πολύπλοκο χῶρο τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ- καί ἐδῶ ὡστόσοὑπάρχει ἀκόμη σοβαρή ἐπιφύλαξη...» (Ν. Ματσούκας, Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, σελ. 383).
Μποροῦμε, ὅμως, νά ἔχουμε λόγο καί οὐσιαστική παρέμβαση στήν κρίση χωρίς γνήσια πατερική ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία; Χωρίς ἐπίγνωση τοῦ πώς βιώνουμε καί κατανοοῦμε τήν ἐκκλησία ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καί γιά ποιό λόγο καί μέ ποιά Ἐκκλησία ἐπιθυμοῦν νά διαλεχθοῦν οἱ σύγχρονοι φορεῖς τῆς ἐξουσίας;
Ἡ εἰσαγωγική αὐτή τοποθέτηση δέν ἐπιτρέπει λεπτομερειακή ἀνάπτυξη τοῦ προβληματισμοῦ μου. Ὅμως ὑπάρχουν μερικά σημεῖα στά ὁποῖα εἶναι σκόπιμο νά σταθοῦμε.
Ἀπό τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 μέχρι σήμερα δύο ἐντελῶς ἀντίθετες τάσεις ὁδήγησαν στήν ἐπικράτηση τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ. Ἀπό τή μία πλευρά τό πνεῦμα τοῦ διαφωτισμοῦ, προβάλλοντας καί καλλιεργώντας τήν αὐτοδιάθεση, τόν αὐτοπροσδιορισμό καί τήν ὑποβάθμιση τῆς Θρησκείας καί τῆς Παράδοσης. Καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἡ ἄλλοτε συνειδητή καί ἄλλοτε ἀνεπίγνωστη προσπάθεια νά μετατραπεῖ ἡ παραδοσιακή εὐσέβεια σέ εὐσεβισμό, ὁ ὁποῖος καλλιεργοῦσε τή νοοτροπία τῆς ἀτομικῆς σωτηρίας καί τήν φοβία τῆς συμμετοχῆς στά κοινά.
Ὅμως ὅλα αὐτά εἶναι ξένα πρός τήν παράδοσή μας. Ἡ πίστη τῶν Ὀρθόδοξων εἶναι Χριστοκεντρική καί Ἐκκλησιοκεντρική καί γι΄ αὐτό καλλιεργεῖ ὁλοκληρωμένες προσωπικότητες –δηλαδή πρόσωπα καί ὄχι ἀτομικές ὑπάρξεις- καί γεννᾶ συλλογικά πολιτισμικά ἐπιτεύγματα.
Ὁ ὀρθόδοξος Ἕλληνας γνώριζε πάντοτε αὐτό πού ἐξέφραζε μέ τόν καρδιακό του λόγο ὁ Στρατηγός Μακρυγιάννης: «τούτη τήν πατρίδα τήν ἔχομεν ὅλοι μαζί, καί σοφοί κι ἀμαθεῖς, καί πλούσιοι καί φτωχοί, καί πολιτικοί καί στρατιωτικοί, καί οἱ πλέον μικρότεροι ἄνθρωποι. […] Ξέρετε πότε νά λέγει ὁ καθείς “ἐγώ”; ὅταν ἀγωνιστεῖ μόνος του καί φκιάσει ἤ χαλάσει, νά λέγει “ἐγώ”· ὅταν ὅμως ἀγωνίζονται πολλοί καί φκιάνουν, τότε νά λένε “ἐμεῖς”. Εἴμαστε στο “ἐμεῖς” κι ὄχι στό “ἐγώ”. Καί στό ἑξῆς νά μάθομε γνώση, ἄν θέλομε νά φκιάσομε χωριό νά ζήσομε ὅλοι μαζί».
Οἱ σύγχρονοι ἀρνητές τῆς λαϊκῆς μας παράδοσης, ἡ ὁποία εἶναι ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως ζυμωμένη μέ τήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση, ἀδυνατοῦν νά κατανοήσουν τή σπουδαιότητά της.
Ὅμως «ἡ μόρφωση, ἡ παιδεία πού δηλώνει ὁ Μακρυγιάννης, δέν εἶναι κάτι ξέχωρο ἤ ἀποσπασματικά δικό του· εἶναι τό κοινό χτῆμα, ἡ ψυχική περιουσία μιᾶς φυλῆς, παραδομένη γιά αἰῶνες καί χιλιετίες, ἀπό γενιά σέ γενιά, ἀπό εὐαισθησία σέ εὐαισθησία· κατατρεγμένη καί πάντα ζωντανή, ἀγνοημένη καί πάντα παροῦσα -εἶναι τό κοινό χτῆμα τῆς μεγάλης λαϊκῆς παράδοσης τοῦ Γένους. Εἶναι ἡ ὑπόσταση, ἀκριβῶς, αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ, αὐτῆς τῆς διαμορφωμένης ἐνέργειας, πού ἔπλασε τούς ἀνθρώπους καί τό λαό πού ἀποφάσισε νά ζήσει ἐλεύθερος ἤ νά πεθάνει στά '21» ὑπογραμμίζει ὁ Γ. Σεφέρης.
Τό ζητούμενο, λοιπόν, εἶναι πώς θά ξαναβροῦν οἱ ἄνθρωποι αὐτό τό πνεῦμα. Πώς θά πείσουμε τούς ἑαυτούς μας, τόν λαό καί τούς ἄρχοντές μας νά μετανοήσουμε. Ὄχι στενά, ἠθικά, ἀτομοκεντρικά, ἀλλά βαθειά, οὐσιαστικά, ὡς πρόσωπα πού ζοῦν τό «ἐμεῖς». Πώς θά ἀλλάξουμε νοοτροπία. Πώς θά διαπλάσουμε τό ἦθος ἐκεῖνο πού περιγράφει ὁ Μακρυγιάννης, ὅπου τά ἱερά καί τά ὅσια τοποθετοῦνται ὑπεράνω οἰκονομικῶν κρίσεων καί συμφερόντων. Σήμερα, πού ἀκούγονται θρασεῖες προτάσεις ἀπό ἑταίρους μας περί ἐκποιήσεως τῶν μνημείων μας, ὁ λόγος του ἀκούγεται ἀποκαλυπτικά ἐπίκαιρος:
«Εἶχα δυό ἀγάλματα περίφημα, μιά γυναίκα κι ἕνα βασιλόπουλο, ἀτόφια -φαίνονταν οἱφλέβες, τόση ἐντέλειαν εἶχαν. Ὅταν χάλασαν τόν Πόρο, τά 'χαν πάρει κάτι στρατιῶτες, καί στ’ Ἄργος θά τά πουλοῦσαν κάτι Εὐρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν [...]. Πῆρα τούς στρατιῶτες, τούς μίλησα: Αὐτά, καί δέκα χιλιάδες τάλαρα νά σᾶς δώσουνε, νά μήν τό καταδεχτεῖτε νά βγοῦν ἀπό τήν πατρίδα μας. Γι’αὐτά πολεμήσαμε».
Ἰδού πώς σχολιάζει ὁ Γ. Σεφέρης αὐτή τή στάση: «Καταλαβαίνετε; Δέ μιλᾶ ὁ Λόρδος Βύρων, μήτε ὁ λογιότατος, μήτε ὁ ἀρχαιολόγος· μιλᾶ ἕνας γιός τσοπάνηδων τῆς Ρούμελης μέ τό σῶμα γεμάτο πληγές. «Γι’αὐτά πολεμήσαμε». Δεκαπέντε χρυσοποίκιλτεςἈκαδημίες δέν ἀξίζουν τήν κουβέντα αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου».
Γιά τόν ὀρθόδοξο Χριστιανό δέν ὑπάρχουν ἐκκλησιαστικές καί πολιτικές διακρίσεις ὅσον ἀφορᾶ τήν ἠθική ὑπόσταση τοῦ πολίτη ὡς πιστοῦ ἤ τοῦ πιστοῦ ὡς πολίτη: «Μπῆκα στό μυστικό» (Φιλική Ἑταιρεία) λέει ὁ Μακρυγιάννης «καί πῆγα στό σπίτι μου κι ἐργαζόμουνα γιά τήν πατρίδα μου καί θρησκεία μου νά τή δουλέψω 'λικρινώς, καθώς τή δούλεψα, νά μή μέ εἰπεῖ κλέφτη καί ἅρπαγο, ἀλλά νά μέ εἰπεῖ τέκνο της κι ἐγώ μητέρα μου».
Ἡ κρίση πού διαπερνᾶ τήν οἰκουμένη δέν προέκυψε ξαφνικά. Ἄλλο ἄν, ὑποκριτικά καί ἀνεύθυνα, χρόνια τώρα κωφεύουμε στίς προειδοποιήσεις, ἀγνοοῦμε τά σημεῖα τῶν καιρῶν καί ἐθελοτυφλοῦμε στίς ὁρατές ἐπιπτώσεις τῆς ἀπληστίας καί τῆς ἀλαζονικῆς διαχειρίσεως τοῦ κτιστοῦ κόσμου καί τῶν ἀδύναμων ἀδελφῶν μας ἁπανταχοῦ τῆς γῆς. «Ἀπό τίς παραμονές τοῦ περασμένου πολέμου οἱ πνευματικοί τεχνίτες τῆς Εὐρώπης -ἐννοῶ τά ἐνδεικτικά ἔργα- ἔχουν καθαρά τή συνείδηση πώς ζοῦν σ’ ἕναν κόσμο χαλασμένο» σημειώνει ὁ Γ. Σεφέρης.
Οἱ εἰδικοί ἐπιστήμονες τῆς οἰκονομίας καί τῶν ἐπιχειρήσεων –καί ὄχι οἱ θεολόγοι- μᾶς προειδοποιοῦν ἀπό καιρό, ὅτι ἡ κρίση τῶν θεσμῶν καί ἡ ἠθική ἔκπτωση καί ἀδιαφορία πού διέπουν τή ζωή τῶν ἀνθρώπων ἀλληλοτροφοδοτοῦνται, καί τό τελικό τους ἀποτέλεσμα γίνεται ὁρατό στίς ἀποτυχίες καί τά προβλήματα πού σωρεύονται στήν παγκόσμια οἰκονομία. Μεταφράζοντας αὐτές τίς σκέψεις σέ θεολογικούς ὅρους, θά πρέπει νά συμφωνήσουμε, ὅτι ἡ φιλαυτία πού διέπει τόν σύγχρονο κόσμο συνεπάγεται μία ἀλαζονική διαχείριση τῆς ζωῆς καί τῆς κτίσεως. Συνεπάγεται τήν ἄρνηση οἱουδήποτε περιορισμοῦ τῆς ἀπληστίας καί εὐοδώνει τήν ἀναίσχυντη ἀνοχή τοῦ πλουτισμοῦ σέ βάρος τῶν πτωχῶν καί τῶν ἀδυνάτων.
Ὁ τέως ἀντιπρόεδρος τῆς Βουλῆς, ὑπουργός καί καθηγητής Μανώλης Δρεττάκης σημειώνει: «Δυό εἶναι οἱ κύριες αἰτίες τῆς κρίσης αὐτῆς: Ἀπό τή μία μεριά ἡ ἀχαλίνωτηἀπληστία αὐτῶν πού προκάλεσαν τήν κρίση γιά ἐπιδίωξη μεγάλων κερδῶν ἀνεξάρτηταἀπό τίς μεθόδους πού χρησιμοποιήθηκαν καί τούς κινδύνους πού ἔκρυβαν καί ἀπό τήνἄλλη ἡ ἀνεπάρκεια ἤ ἡ παντελής ἔλλειψη ἐλέγχων ἀπό ἁρμόδιες κρατικές ὑπηρεσίες».
Ὁ σύγχρονος κόσμος πορεύεται μέ τήν ψευδαίσθηση ὅτι ἡ ὕβρις –μέ τήν ἀρχαιοελληνική ἔννοια τοῦ ὄρου- θά παραμείνει ἄμοιρη συνεπειῶν. Καί τώρα πού ἄρχισαν νά γίνονται αἰσθητές οἱ συνέπειες τῆς ὕβρεως, τῆς ὀργάνωσης τῆς ζωῆς μας σάν νά μήν ὑπάρχει Θεός -ὁπότε ὅλα ἐπιτρέπονται- καλούμαστε νά ἀντιμετωπίσουμε τίς συνέπειες τῆς ἀφροσύνης καί τοῦ ἀτομικοκεντρικοῦ πολιτισμοῦ πού οἰκοδομήθηκε μέ τά ἰδεολογικά ὑλικά της νεωτερικῆς ἀλαζονείας.
Ἐάν λοιπόν θέλουμε νά σταθοῦμε ὑπεύθυνα ἀπέναντι στήν πρόκληση τῆς ἐποχῆς θά πρέπει νά ἔχουμε κατά νοῦν δυό βασικές συνιστῶσες:
α. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναμετρηθοῦμε μέ τά βαθύτερα ζητήματα πού θέτει ἡ παροῦσα κρίση, ἐάν δέν διαλεχθοῦμε πρῶτα μέ τόν ἑαυτό μας καί δέν ἀντιμετωπίσουμε μέ πνεῦμα μετανοίας τά ἐνδοεκκλησιαστικά μας προβλήματα.
β. Χρειάζεται νά συνειδητοποιήσουμε μέ νηφαλιότητα, ὅτι στόν κόσμο πού ζοῦμε, ἀκόμη καί οἱ καλοπροαίρετοι καί φιλικά διακείμενοι πρός τήν Ἐκκλησία ἄνθρωποι, ἔχουν ἀνατραφεῖ μέ δεδομένη καί αὐτονόητη τή νοοτροπία τῆς ἐκκοσμικευμένης νεοτερικότητας καί, ἑπομένως, ἀγνοοῦν ἡ τελοῦν σέ σύγχυση σχετικά μέ τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ποιό εἶναι τό ἔργο καί ὁ σκοπός της καί πώς μποροῦν νά συνεργαστοῦν μαζί της.
Καί βέβαια, ὅσο μικρότερη ἡ αὐτογνωσία μας τόσο δυσκολότερη ἡ οὐσιαστική ἐπικοινωνία μας μέ ὅλους αὐτούς.
Μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα θά ὑπογραμμίσουν τοῦ λόγου μου τό ἀληθές καί θά ἐπιτρέψουν τά ἐρωτήματα καί οἱ προβληματισμοί νά γίνουν πρακτικοί καί ἑστιασμένοι.
Ἡ ἱστορία τῶν νεότερων χρόνων ἔχει δείξει, ὅτι πολλές φορές, ὅταν ἡ κρατική ἐξουσία βρέθηκε σέ δύσκολη θέση πολιτική ἡ οἰκονομική, ἡ εὔκολη λύση ἦταν ἡ μετάθεση τῆς προσοχῆς τοῦ λαοῦ πρός στήν Ἐκκλησία, διά τῆς προβολῆς ἀρνητικῶν εἰκόνων ἤ μεγαλοποιώντας μεμονωμένα ἀτοπήματα. Ὅμως, ἀκόμη καί ἄν κάποιες ἀπό τίς ρίζες ἐνός δέντρου χρειάζονται ἐξυγίανση, μέ ποιούς χυμούς θά θρέψει τόν καρπό του ἄν καταστρέψουμε ὅλη τή ρίζα;
Ὅταν ἐμεῖς οἱ Ἱεράρχες πολιτικολογοῦμε ἤ καλλιεργοῦμε ἐντάσεις καί ὑποθάλπουμε ἰδεολογικές ἀντιπαλότητες εἶναι βέβαιο ὅτι αὐτό ἐντέλει διευκολύνει τό παιγνίδι τῆς πόλωσης καί αὐτούς πού τήν ἐπιθυμοῦν καί τήν ἐκμεταλλεύονται ἀλλά ὑπονομεύει οὐσιαστικά τήν προσπάθειά μας. Ὁ λαός περιμένει ἀπό ἐμᾶς νηφαλιότητα καί εἰρηνοποιό παρουσία. Ὄχι θορυβώδη ἀλλά ἀποτελεσματική διαχείριση τῶν σοβαρῶν θεμάτων πού μας συνέχουν καί μᾶς ἀπασχολοῦν ὅλους. Ἄλλο χύνω τό αἷμα μου γιά τήν πατρίδα ὅταν χρειαστεῖ καί ἄλλο εὐκαίρως –ἀκαίρως προβάλλω μία εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας ὡσάν νά εἶναι θεσμός προσόμοιος τοῦ στρατοῦ ἡ τῶν κομματικῶν παρατάξεων.
Ἡ μετάνοια καί ἡ ἀλλαγή νοοτροπίας χρειάζεται νά μᾶς ἀπασχολήσει καί σέ σχέση μέ ἄλλους, πιό ὑλικούς καί πρακτικούς τομεῖς. Γιά παράδειγμα, ὅλα τά στοιχεῖα δείχνουν ὅτι τό 96% τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ἔχει ξοδευτεῖ ἄλλοτε γιά ἀγαθοεργίες ἀλλά καί πολλές φορές ἐξανεμιζόμενο ἡ ἁπαλοτριούμενο. Μήπως εἶναι καιρός νά γίνει μία σοβαρή ἐνδελεχής μελέτη ὥστε νά γνωρίζουμε τί καί πώς ἀξιοποιήθηκε καί τί χάθηκε; Καί, κυρίως, νά σκεφθοῦμε σοβαρά καί ὑπεύθυνα τί πρέπει νά κάνουμε μέ τό ἐναπομεῖναν 4%. Νά μελετήσουμε πώς εἶναι δυνατόν νά τό ἀξιοποιήσουμε ὄχι ἁπλῶς ὡς κερδοφόρα ἐπένδυση ἀλλά μέ κριτήρια ὀρθολογικά καί ἐπιστημονικά καί μέ ἀπώτερο σκοπό τή διακονία τοῦ πλησίον καί τήν ἀλληλέγγυα στάση πρός τήν πολιτειακή καί ἐθνική εὐαισθησία στά προβλήματα τοῦ χειμαζόμενου λαοῦ μας.
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Ἡ οἰκονομική ἀνάκαμψη χωρίς μετάνοια, δηλαδή χωρίς ἀλλαγή τρόπου ζωῆς ὄχι μόνο ἀτομικά ἀλλά καί ὡς κοινότητα, ὡς ἐνορία, ὡς δῆμος, ὡς ἔθνος καί ὡς Ἐκκλησία θά εἶναι ἁπλῶς μιά πρόσκαιρη μετάθεση τῆς κρίσης, ἡ ὁποία θά ἐπανέλθει δριμύτερη.
Τό καθῆκον μας εἶναι διπλό:
Ἔχουμε χρέος νά ἐργασθοῦμε δυναμικά καί μέ κάθε τρόπο γιά τόν ἐπανευαγγελισμό τοῦ λαοῦ μας. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ὀφείλουμε πρώτιστα νά μεριμνήσουμε γιά τήν ἀναβάθμιση τῆς ἐνορίας καί τῶν κληρικῶν μας. Καί, ταυτοχρόνως, ὀφείλουμε νά σηκώσουμε τά μανίκια καί νά δραστηριοποιηθοῦμε στόν τομέα τῆς κοινωνικῆς καί προνοιακής ἀρωγῆς τοῦ λαοῦ μας. Ὄχι μέ λόγια ἀλλά μέ ἔργα καί συγκεκριμένες προσφορές, καί τό παράδειγμα πρέπει νά δώσουμε πρῶτοι ἐμεῖς οἱ Ἀρχιερεῖς.
Δέν πρέπει νά διαφύγει τῆς προσοχῆς μας, ἐπίσης, ὅτι ἡ Ἑλλάδα βρίσκεται κάτω ἀπό τόν μεγεθυντικό φακό τῆς παγκόσμιας κοινῆς γνώμης καί τό πώς θά πορευθεῖ ἡ Ἐκκλησία μας θά εἶναι ὁρατό πολύ πέρα ἀπό τά ἐθνικά μας σύνορα. Ἄν λοιπόν κινηθοῦμε σύμφωνα μέ τήν παράδοση καί τή θεολογία μας, ἄν σταθοῦμε ὅπως πρέπει καί ὅπως πάντοτε ἔπραξε σέ κρίσιμες ὧρες ἡ Ἐκκλησία μας, τότε καί μόνον θά ἔχουμε κάθε δικαίωμα ἀπαιτήσεων, ἐλέγχου, κριτικῆς, ἀκόμη καί καταγγελίας ἐνώπιον τοῦ λαοῦ καί τῆς Ἱστορίας, ὅσων δέν ἀνταποκριθοῦν ὑπεύθυνα στίς ἀπαιτήσεις τῆς κοινωνικῆς καί πολιτειακῆς τους θέσης καί ἀπέναντι στό ἐθνικό καί ἱστορικό καθῆκον.
«Οἱ καιροί οὐ μενετοί». Χρειάζεται πολλή ἐργασία ἀπό ὅλους μας.
Εὐχαριστῶ.
Πηγή: ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΘΗΝΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου