Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ο άγιος Κύριλλος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια από επίσημη οικογένεια, γύρω στο 380 μ. Χ., σύμφωνα με όσα αναφέρουν ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης και ο ιστορικός Σωκράτης, και ήταν γιος του αδελφού του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Θεοφίλου. Συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι με τον τρόπο της ζωής τους και με την διδασκαλία τους επέδρασαν ουσιαστικά στην διατύπωση της Ορθοδόξου Θεολογίας και την διαφύλαξή της από τις αιρέσεις, που απειλούσαν να την νοθεύσουν.
Έτυχε λαμπράς εκπαιδεύσεως, μετά το τέλος της οποίας ασκήτευσε στην Νιτρία κάτω από την καθοδήγηση του Σεραπίωνα. Είναι πιθανόν όμως να μόνασε για κάποιο χρονικό διάστημα και στο Πηλούσιο, κοντά στον άγιο Ισίδωρο τον Πηλουσιώτη, προς τον οποίον έτρεφε βαθύτατο σεβασμό. Μετά την επάνοδό του στην Αλεξάνδρεια χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος από τον θείο του Θεόφιλο. Μετά τον θάνατο του θείου του ανήλθε στον ιστορικό θρόνο της Αλεξάνδρειας, στις 18 Οκτωβρίου του 412. Ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας, εκτός από το τεράστιο συγγραφικό του έργο, ανέπτυξε και αξιόλογο κοινωνικό έργο. Οργάνωσε κατά τρόπον υποδειγματικό την κοινωνική πρόνοια και αλληλεγγύη, καθώς και την νοσοκομειακή περίθαλψη.
Η πατριαρχεία του αγίου Κυρίλλου διήρκεσε 32 χρόνια και χαρακτηρίζεται από έντονους αγώνες κατά των αιρετικών και των ειδωλολατρών. Προήδρευσε των εργασιών της Γ Ο?κουμενικ?ς Συνόδου, το 431, και συνέβαλε τα μέγιστα στο γκρέμισμα των κακοδοξιών του Νεστορίου, ο οποίος δίδασκε ότι στον Χριστό έγινε «ένωση προσώπων κατ’ ευδοκίαν» και ότι «η Μαρία δεν γέννησε Θεόν, αλλά άνθρωπο θεοφόρο, εφ’ όσον με αυτόν ενώθηκε εξωτερικά ο Θεός» και γι’ αυτό ονόμαζε την Θεοτόκο Χριστοτόκο. Ο άγιος Κύριλλος διετύπωσε την Ορθόδοξη διδασκαλία ότι ο Θεός Λόγος ενοίκησε στην μήτρα της Παναγίας, σαρκώθηκε «εκ των αγνών αιμάτων της» και ενώ είναι τέλειος Θεός έγινε και τέλειος άνθρωπος, ήτοι Θεάνθρωπος. Στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού ενώθηκαν οι δύο φύσεις -θεία και ανθρωπίνη- ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως και αδιαιρέτως και επομένως η Παναγία είναι Θεοτόκος.
Εκοιμήθη στις 27 Ιουνίου του 444, αλλά η μνήμη του εορτάζεται στις 9 Ιουνίου, καθώς και στις 18 Ιανουαρίου, μαζί με την μνήμη του αγίου Αθανασίου.
Ο ιερός υμνογράφος, με θαυμάσιο τρόπο, συνοψίζει και αποδίδει ποιητικά την διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου περί των δύο εν Χριστώ φύσεων και περί του ότι η Παναγία είναι Θεοτόκος: «Ο βασιλεύς των ουρανών δια φιλανθρωπίαν επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη. Εκ Παρθένου γαρ αγνής σάρκα προσλαβόμενος και εκ ταύτης προελθών μετά της προσλήψεως. Εις εστίν Υιός, διπλούς την φύσιν, αλλ’ ου την υπόστασιν• διο τέλειον αυτόν Θεόν και τέλειον άνθρωπον αληθώς κηρύττοντες, ομολογούμεν Χριστόν το Θεόν ημών. Ον ικέτευε μήτερ ανύμφευτε, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών» (Δογματικό Θεοτοκίο, ήχου πλ. δ ).
Επίσης, στο Απολυτίκιο του αγίου Κυρίλλου τονίζεται η αξία της Θεολογίας του: «Ως κύρος ουράνιον, θεολογία η ση, βραβεύει εν Πνεύματι, τη Εκκλησία Χριστού, την χάριν την ένθεον• συ γαρ καθυπογράψας, της Τριάδος την δόξαν, μύστης της Θεοτόκου και υπέρμαχος ώφθης, παρ’ ης λαμπρώς δεδόξασαι, Ιεράρχα Κύριλλε».
Στην συνέχεια, θα τονισθούν με συντομία τα ακόλουθα:
«Ως κύρος ουράνιον, θεολογία η ση»
Η θεολογία του αγίου Κυρίλλου είναι περιβεβλημένη με ουράνιο κύρος, αφού δεν είναι αποτέλεσμα ωραίων σκέψεων και ευσεβών στοχασμών, αλλά καρπός θεοπτίας. Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας δεν στοχάζονται γύρω από το μυστήριο του Θεού και τα δόγματα της πίστεως, αλλά διηγούνται την εμπειρία τους, δηλαδή περιγράφουν αυτά που είδαν, άκουσαν και ψηλάφισαν.
Εδώ θα πρέπη να τονισθή ότι οι αιρετικοί δεν ήσαν άνθρωποι ασεβείς η ανήθικοι. Αντίθετα μάλιστα, πολλοί από αυτούς ήσαν αυστηροί ασκητές, αλλά και κάποιοι, όπως ο Άρειος και ο Νεστόριος, είχαν σημαντικές θέσεις και αξιώματα μέσα στην Εκκλησία. Ο πρώτος ήταν Ιερέας και ο δεύτερος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Δεν είχαν όμως εμπειρική γνώση του Θεού, αλλά και δεν δέχονταν την εμπειρία των θεοπτών Αγίων και αντί να κάνουν υπακοή στην Εκκλησία και να θεολογούν βάσει της διδασκαλίας της, φιλοσοφούσαν και στοχάζονταν γύρω από το μυστήριο του Θεού. Έτσι, κατέληξαν στην αίρεση και βρέθηκαν εκτός της Εκκλησίας, αλλά και παρέσυραν και πολλούς άλλους στην απώλεια.
Βέβαια, στην Ορθόδοξη Θεολογία «υπάρχει και στοχασμός, όπως ακριβώς υπάρχει στοχασμός και στις θετικές επιστήμες. Στις θετικές επιστήμες ο κάθε ερευνητής, για να προχωρήση στην έρευνά του, προβάλλει συνεχώς υποθέσεις και δεν τολμάει να υιοθετήση τις υποθέσεις αυτές και να τις μεταβάλη σε αξιώματα, πριν ελεγχθή η ορθότητά τους από την εμπειρία, δηλαδή την εμπειρική γνώση με βάση τις επιστημονικές μεθόδους. Στις θετικές επιστήμες δεν θα μπορούσε να υπάρξη πρόοδος, αν δεν υπήρχε ο στοχασμός επάνω στις κτηθείσες γνώσεις. Με βάση αυτόν τον στοχασμό οι επιστήμονες δημιουργούν θεωρίες και προβάλλουν υποθέσεις, τις οποίες εν συνεχεία ελέγχουν με την παρατήρηση και το πείραμα αν είναι ορθές. Ο στοχασμός όμως που υπάρχει στην Ορθόδοξο Θεολογία, συνεχώς λιγοστεύει όσο κανείς προχωρεί στην θεογνωσία, διότι ο στοχασμός ελέγχεται και περιορίζεται συνεχώς υπό το φως της αποκαλύψεως της δόξης του Θεού. Οι στοχασμοί και οι υποθέσεις αντικαθίστανται από την γνώση. Προχωρώντας κανείς από την κάθαρση στον φωτισμό, ο στοχασμός μειώνεται. Πλήρης κατάργησις του στοχασμού συμβαίνει όταν ο άνθρωπος φθάση στην θέωση, όταν δηλαδή, αντικρύση την ίδια την Αλήθεια, η οποία του αποκαλύπτεται και η οποία είναι ο ίδιος ο Θεός» (π. Ιωάννης Ρωμανίδης).
Όταν ακολουθούμε την διδασκαλία των αγίων, η οποία είναι αποτέλεσμα εμπειρικής γνώσεως, αποφεύγουμε τα θεολογικά λάθη, τα οποία δημιουργούν πολλά προβλήματα στο σώμα της Εκκλησίας, αλλά και της κοινωνίας γενικότερα.
Η ταπείνωση είναι πηγή ευλογίας, επειδή δι’ αυτής θεραπεύονται τα λάθη και τα πάθη και ο άνθρωπος τοποθετείται στην προοπτική της προκοπής και της σωτηρίας.–
Έτυχε λαμπράς εκπαιδεύσεως, μετά το τέλος της οποίας ασκήτευσε στην Νιτρία κάτω από την καθοδήγηση του Σεραπίωνα. Είναι πιθανόν όμως να μόνασε για κάποιο χρονικό διάστημα και στο Πηλούσιο, κοντά στον άγιο Ισίδωρο τον Πηλουσιώτη, προς τον οποίον έτρεφε βαθύτατο σεβασμό. Μετά την επάνοδό του στην Αλεξάνδρεια χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος από τον θείο του Θεόφιλο. Μετά τον θάνατο του θείου του ανήλθε στον ιστορικό θρόνο της Αλεξάνδρειας, στις 18 Οκτωβρίου του 412. Ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας, εκτός από το τεράστιο συγγραφικό του έργο, ανέπτυξε και αξιόλογο κοινωνικό έργο. Οργάνωσε κατά τρόπον υποδειγματικό την κοινωνική πρόνοια και αλληλεγγύη, καθώς και την νοσοκομειακή περίθαλψη.
Η πατριαρχεία του αγίου Κυρίλλου διήρκεσε 32 χρόνια και χαρακτηρίζεται από έντονους αγώνες κατά των αιρετικών και των ειδωλολατρών. Προήδρευσε των εργασιών της Γ Ο?κουμενικ?ς Συνόδου, το 431, και συνέβαλε τα μέγιστα στο γκρέμισμα των κακοδοξιών του Νεστορίου, ο οποίος δίδασκε ότι στον Χριστό έγινε «ένωση προσώπων κατ’ ευδοκίαν» και ότι «η Μαρία δεν γέννησε Θεόν, αλλά άνθρωπο θεοφόρο, εφ’ όσον με αυτόν ενώθηκε εξωτερικά ο Θεός» και γι’ αυτό ονόμαζε την Θεοτόκο Χριστοτόκο. Ο άγιος Κύριλλος διετύπωσε την Ορθόδοξη διδασκαλία ότι ο Θεός Λόγος ενοίκησε στην μήτρα της Παναγίας, σαρκώθηκε «εκ των αγνών αιμάτων της» και ενώ είναι τέλειος Θεός έγινε και τέλειος άνθρωπος, ήτοι Θεάνθρωπος. Στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού ενώθηκαν οι δύο φύσεις -θεία και ανθρωπίνη- ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως και αδιαιρέτως και επομένως η Παναγία είναι Θεοτόκος.
Εκοιμήθη στις 27 Ιουνίου του 444, αλλά η μνήμη του εορτάζεται στις 9 Ιουνίου, καθώς και στις 18 Ιανουαρίου, μαζί με την μνήμη του αγίου Αθανασίου.
Ο ιερός υμνογράφος, με θαυμάσιο τρόπο, συνοψίζει και αποδίδει ποιητικά την διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου περί των δύο εν Χριστώ φύσεων και περί του ότι η Παναγία είναι Θεοτόκος: «Ο βασιλεύς των ουρανών δια φιλανθρωπίαν επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη. Εκ Παρθένου γαρ αγνής σάρκα προσλαβόμενος και εκ ταύτης προελθών μετά της προσλήψεως. Εις εστίν Υιός, διπλούς την φύσιν, αλλ’ ου την υπόστασιν• διο τέλειον αυτόν Θεόν και τέλειον άνθρωπον αληθώς κηρύττοντες, ομολογούμεν Χριστόν το Θεόν ημών. Ον ικέτευε μήτερ ανύμφευτε, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών» (Δογματικό Θεοτοκίο, ήχου πλ. δ ).
Επίσης, στο Απολυτίκιο του αγίου Κυρίλλου τονίζεται η αξία της Θεολογίας του: «Ως κύρος ουράνιον, θεολογία η ση, βραβεύει εν Πνεύματι, τη Εκκλησία Χριστού, την χάριν την ένθεον• συ γαρ καθυπογράψας, της Τριάδος την δόξαν, μύστης της Θεοτόκου και υπέρμαχος ώφθης, παρ’ ης λαμπρώς δεδόξασαι, Ιεράρχα Κύριλλε».
Στην συνέχεια, θα τονισθούν με συντομία τα ακόλουθα:
«Ως κύρος ουράνιον, θεολογία η ση»
Η θεολογία του αγίου Κυρίλλου είναι περιβεβλημένη με ουράνιο κύρος, αφού δεν είναι αποτέλεσμα ωραίων σκέψεων και ευσεβών στοχασμών, αλλά καρπός θεοπτίας. Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας δεν στοχάζονται γύρω από το μυστήριο του Θεού και τα δόγματα της πίστεως, αλλά διηγούνται την εμπειρία τους, δηλαδή περιγράφουν αυτά που είδαν, άκουσαν και ψηλάφισαν.
Εδώ θα πρέπη να τονισθή ότι οι αιρετικοί δεν ήσαν άνθρωποι ασεβείς η ανήθικοι. Αντίθετα μάλιστα, πολλοί από αυτούς ήσαν αυστηροί ασκητές, αλλά και κάποιοι, όπως ο Άρειος και ο Νεστόριος, είχαν σημαντικές θέσεις και αξιώματα μέσα στην Εκκλησία. Ο πρώτος ήταν Ιερέας και ο δεύτερος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Δεν είχαν όμως εμπειρική γνώση του Θεού, αλλά και δεν δέχονταν την εμπειρία των θεοπτών Αγίων και αντί να κάνουν υπακοή στην Εκκλησία και να θεολογούν βάσει της διδασκαλίας της, φιλοσοφούσαν και στοχάζονταν γύρω από το μυστήριο του Θεού. Έτσι, κατέληξαν στην αίρεση και βρέθηκαν εκτός της Εκκλησίας, αλλά και παρέσυραν και πολλούς άλλους στην απώλεια.
Βέβαια, στην Ορθόδοξη Θεολογία «υπάρχει και στοχασμός, όπως ακριβώς υπάρχει στοχασμός και στις θετικές επιστήμες. Στις θετικές επιστήμες ο κάθε ερευνητής, για να προχωρήση στην έρευνά του, προβάλλει συνεχώς υποθέσεις και δεν τολμάει να υιοθετήση τις υποθέσεις αυτές και να τις μεταβάλη σε αξιώματα, πριν ελεγχθή η ορθότητά τους από την εμπειρία, δηλαδή την εμπειρική γνώση με βάση τις επιστημονικές μεθόδους. Στις θετικές επιστήμες δεν θα μπορούσε να υπάρξη πρόοδος, αν δεν υπήρχε ο στοχασμός επάνω στις κτηθείσες γνώσεις. Με βάση αυτόν τον στοχασμό οι επιστήμονες δημιουργούν θεωρίες και προβάλλουν υποθέσεις, τις οποίες εν συνεχεία ελέγχουν με την παρατήρηση και το πείραμα αν είναι ορθές. Ο στοχασμός όμως που υπάρχει στην Ορθόδοξο Θεολογία, συνεχώς λιγοστεύει όσο κανείς προχωρεί στην θεογνωσία, διότι ο στοχασμός ελέγχεται και περιορίζεται συνεχώς υπό το φως της αποκαλύψεως της δόξης του Θεού. Οι στοχασμοί και οι υποθέσεις αντικαθίστανται από την γνώση. Προχωρώντας κανείς από την κάθαρση στον φωτισμό, ο στοχασμός μειώνεται. Πλήρης κατάργησις του στοχασμού συμβαίνει όταν ο άνθρωπος φθάση στην θέωση, όταν δηλαδή, αντικρύση την ίδια την Αλήθεια, η οποία του αποκαλύπτεται και η οποία είναι ο ίδιος ο Θεός» (π. Ιωάννης Ρωμανίδης).
Όταν ακολουθούμε την διδασκαλία των αγίων, η οποία είναι αποτέλεσμα εμπειρικής γνώσεως, αποφεύγουμε τα θεολογικά λάθη, τα οποία δημιουργούν πολλά προβλήματα στο σώμα της Εκκλησίας, αλλά και της κοινωνίας γενικότερα.
Η ταπείνωση είναι πηγή ευλογίας, επειδή δι’ αυτής θεραπεύονται τα λάθη και τα πάθη και ο άνθρωπος τοποθετείται στην προοπτική της προκοπής και της σωτηρίας.–
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου