Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου
Δρ. θεολογίας, αρχισυντάκτη του περιοδικού Σύναξη
Φέτος συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τη γέννηση ενός ανθρώπου που επρόκειτο να γίνει ένας ιδιαίτερος παπάς: του παπα-Γιώργη Πυρουνάκη. Ο παπα-Γιώργης ήταν ένας άνθρωπος της πίστης και, ακριβώς γι' αυτό, της πράξης. Τουλάχιστον όσοι έχουν συμπληρώσει την τέταρτη δεκαετία της ζωής τους, θα θυμούνται την παρουσία του στον δημόσιο χώρο: τη φωνή του για κοινωνική δικαιοσύνη, το αίτημά του για απεξάρτηση της Εκκλησίας όχι μόνο από το κράτος αλλά και από το κρατικό πνεύμα, την εναντίωσή του σε κάθε λογής αυταρχισμό, τις πρωτοβουλίες του για τους αδύναμους και τους απόκληρους, την αντίστασή του στη δικτατορία του 1967.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι, τηρουμένων των αναλογιών, ο παπα-Γιώργης ήταν ένας από τους ευάριθμους εκπροσώπους της "θεολογίας της απελευθέρωσης" στον τόπο μας. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη το 1965, στο μικρό βιβλίο του "Η Εκκλησία και το χρέος της" υπογράμμιζε, ως βάση μιας αληθινής απελευθέρωσης - πνευματικής και ταυτόχρονα κοινωνικής - τα λόγια με τα οποία ο Χριστός περιέγραψε την αποστολή του (Λουκ. 4: 18-19): "Ο Κύριος με έχρισε και μ' έστειλε ν' αναγγείλω το χαρμόσυνο μήνυμα στους φτωχούς, να θεραπεύσω τους τσακισμένους ψυχικά· στους αιχμαλώτους να κηρύξω λευτεριά και στους τυφλούς ότι θα βρουν το φως τους (εδώ ο Πυρουνάκης πρόσθετε: "από κάθε τύφλωση βέβαια") · να φέρω λευτεριά στους τσακισμένους". Ο Πυρουνάκης εκλάμβανε το χωρίο κυριολεκτικά - όχι συμβολικά και ανιστορικά. Κυριολεκτικά το εξέλαβαν και οι λατινοαμερικάνοι χριστιανοί που συγκρότησαν τη "θεολογία της απελευθέρωσης" στις αρχές της δεκαετίας του '70. Ούτε ο Πυρουνάκης ούτε οι λατινοαμερικάνοι υπήρξαν οι εφευρέτες αυτής της οπτικής. Μα είναι ενδιαφέρον να δει κανείς, στη δισχιλιετή πορεία του Χριστιανισμού, πότε η έγνοια για την ελευθερία (για την ελευθερία κάθε ανθρώπου - πιστού ή απίστου) ανέβηκε στο προσκήνιο και πότε κατρακύλισε στο περιθώριο.
Είναι πολλές οι εγγραφές που μπορεί να διαβάσει κανείς στο "ποινικό μητρώο" του Πυρουνάκη, όπως η συμπόρευση με κάθε εραστή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η αξίωση να λαμβάνει η ίδια η Εκκλησία πρωτοβουλίες (λ.χ. για την αναδιάταξη των σχέσεών της με το κράτος) κι όχι να σέρνεται πίσω από τις εξελίξεις, το αντάμωμα πίστης και τέχνης, η κριτική ανάγνωση και της Ανατολής και της Δύσης. Θα σταθώ, όμως, μόνο σε δύο ενδεικτικά σημεία της ζωής του:
Έχουν υπερσυμπληρωθεί εβδομήντα χρόνια - ήταν το 1938 - από τότε που, όντας λαϊκός θεολόγος σε σχολεία του Πειραιά, προσπάθησε να καθιερώσει τη γιορτή του εργάτη Χριστού. Νεωτερισμός; Η Εκκλησία κάποτε μπόλιασε την πίστη της στη ζωή και δε δίστασε να αποκαλέσει τον Χριστό "άνοιξη" - "γλυκύ έαρ". Τίποτα παράταιρο δεν θα υπήρχε αν το αίμα των καθημερινά σταυρουμένων μπολιαζόταν με το αίμα του Σταυρωθέντος. Ο εργάτης Χριστός είναι μια εικόνα εντελώς σύστοιχη προς το ευαγγέλιο, προς το πρωτείο της αλληλεγγύης και της σύνταξης με το μέρος των θυμάτων της ιστορίας. Ο Πυρουνάκης υπηρέτησε στην εκπαίδευση μέχρι που η δικτατορία του 1967 τον έπαυσε από καθηγητή. Μετά τον θάνατο του, ο Στέφανος Ληναίος τον αποχαιρέτισε με δυο συγκλονιστικές φράσεις: "O παπα-Πυρουνάκης πέθανε μ' ένα παράπονο. Που δεν ξανάγινε καθηγητής".
Δεύτερο σημείο: Στις 18/19 Αυγούστου του 1987 η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας τού επέβαλε (όπως και σε άλλους έξι, λαϊκούς) τον λεγόμενο "μικρό αφορισμό", δηλαδή απαγόρευση συμμετοχής στη θεία Ευχαριστία επί δύο έτη. Αιτία, ο διορισμός τους από την κυβέρνηση στο διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού Διαχειρήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας, το οποίο είχε συγκροτηθεί στο πλαίσιο του νόμου Τρίτση για αναδιάταξη των εκκλησιαστικών ζητημάτων, περιουσιακών και διοικητικών. Eίχε υποστηριχτεί τότε ότι με τον νόμο Τρίτση πληττόταν το αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας, καθόσον μονομερώς το κράτος επιχειρούσε όχι μόνο οικονομικές τομές, αλλά και ρυθμίσεις στην εσωτερική δομή της. Και όντως υπάρχει βάση στον ισχυρισμό αυτό. Αλλά ο παπα-Γιώργης είχε απαντήσει ότι αποδέχτηκε τη συμμετοχή του στον ΟΔΕΠ ακριβώς για το αντίθετο· για να βοηθήσει την Εκκλησία να απεμπλακεί από ό,τι την καθηλώνει: από τον πλουτισμό και το έλλειμμα συνοδικότητας. Στον δε "αφορισμό" του απάντησε με μια καταγγελία για συμπαιγνία, τελικά, του εκκλησιαστικού και του πολιτικού κατεστημένου. Μετά από εξήμισυ σχεδόν μήνες κατακραυγής η Σύνοδος ήρε τον "αφορισμό". Αλλά ο παπα-Γιώργης είχε ήδη ανοίξει πανιά. Έφυγε λίγο αργότερα, στις 16 Μαΐου του 1988.
Έκτοτε είδαμε να κυλά πολύ νερό στο αυλάκι της νεοελληνικής ιστορίας. Άλλαξαν πολλά, καρποφόρησαν κάμποσα, διαψεύδονται άφθονα. Μα θα 'ναι σπουδαίο αν πάντα κάποιος παπα-Γιώργης θα μας θυμίζει ότι η μεγαλύτερη εξαχρείωση είναι όχι απλώς να μην αγανακτείς με τα δεσμά σου, αλλά να τα λατρεύεις κιόλας.
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου