Α) Σε μετόχι της Νέας Μονής Χίου.
Ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέγει ότι δεν μπορεί να σιωπήσει για ένα χαριέστατο θαύμα, το οποίο ενήργησαν τούτοι οι Άγιοι πέντε Μάρτυρες σ’ ένα μετόχι της Νέας Μονής στην Χίο, τιμώμενο επ’ ονόματι των πέντε τούτων Αγίων Μαρτύρων, καθώς τούτο διηγείται ο ευλαβής εκείνος Νικόλαος ο Μαλαξός, ο πρωτοπαπάς Ναυπλίου.
Το μετόχι αυτό προμηθεύεται και κυβερνάται σε όλα τα χρειώδη, επομένως και αυτής της ετησίου μνήμης των Αγίων, από το Μοναστήρι της Αγίας Μονής. Συνέβη λοιπόν να γίνει κάποτε σφοδρότατος χειμώνας κατά τον καιρό της εορτής των Αγίων, ώστε εκ της υπερβολικής χιονόπτωσης, όχι μόνον δεν μπορούσαν να κατεβούν οι Πατέρες του Μοναστηριού, για να φέρουν τα χρειαζούμενα στην εορτή κατά την συνήθεια, αλλά ούτε οι πολίτες μπόρεσαν να έλθουν στην Εκκλησία από το υπερβολικό ψύχος. Και εις μεν τον Εσπερινό εκκλησιάσθηκαν λιγοστοί, εις δε τον Όρθρο μόνος ο Εφημέριος πήγε στην Εκκλησία και ανάβοντας τις κανδήλες έκρουσε το σήμαντρο και εποίησε ευλογητόν για να αναγνώσει την Ακολουθία.
Τότε βλέπει ευθύς πέντε ανθρώπους ευπρεπείς και ευτάκτους να εισέρχονται ευλαβώς στον Ναό, οι οποίοι εκ μεν του ήθους και του σχήματος φαίνονταν ότι είναι ξένοι άνθρωποι, εκ δε του προσώπου φαίνονταν κατά πάντα όμοιοι με τους πέντε ενδόξους τούτους Μάρτυρες, Ευστράτιο, Αυξέντιο, Ευγένιο, Μαρδάριο και Ορέστη, καθώς φαίνονται ζωγραφισμένοι στις άγιες εικόνες τους. Αφού εισήλθαν στην Εκκλησία, οι μεν δυο στάθηκαν στον δεξιό χορό, οι δε άλλοι δύο στον αριστερό και ο πέμπτος, ο οποίος έμοιαζε με τον Άγιο Ορέστη, στάθηκε στο αναλογείο. Όταν ήλθε η ώρα, αυτός μεν κανοναρχούσε και αναγίγνωσκε με λαμπρή και καθαρή φωνή, οι δε άλλοι τέσσερις, οι ιστάμενοι στον δεξιό και αριστερό χορό, έψαλλαν με φωνή γλυκυτάτη και λιγυρά τα ιερά άσματα.
Αυτά βλέποντας και ακούγοντας ο Ιερέας, έχαιρε και αγάλλετο εσωτερικά δοξάζοντας τον Θεό, ο οποίος έστειλε τέτοιους βοηθούς για την τέλεση της Ακολουθίας, αφού καθ’ όλον τον χρόνο δεν υπήρχε εκεί κανείς άλλος βοηθός. Ο Ιερέας εξίστατο δε και εθαύμαζε, αφ’ ενός για την ομοιότητα την οποία είχαν και οι πέντε τούτοι με τους Αγίους της εικόνας, αφ’ ετέρου για την ευπρέπεια, την ορθότητα και την χάρη της αναγνώσεώς τους, όπως και για την γλυκύτατη μελωδία της φωνής τους. Γι αυτό βρισκόταν σε απορία ποιοι να ήταν οι φαινόμενοι και δεν ήξερε τι να πράξει, διότι βιαζόταν να τους ρωτήσει προ του Όρθρου ποιοι ήταν, βλέποντας όμως την σεμνοπρέπεια και προθυμία, την οποία είχαν στην Ακολουθία, απεφάσισε να τους ρωτήσει μετά το τέλος.
Όταν ήρθε η ώρα, κατά την οποία έπρεπε να γίνει η ανάγνωση του Συναξαρίου με το μαρτύριο των Αγίων, στάθηκε στο μέσον και ανέγνωσε εκείνος, ο οποίος φαινόταν όμοιος με τον Άγιο Ορέστη. Και αυτός με πολλή παρρησία και λαμπρή φωνή αναγίνωσκε, οι δε άλλοι τέσσερις με πολλή ηδονή και προσοχή μεγάλη άκουαν τα αναγιγνωσκόμενα. Όταν έφτασε ο αναγιγνώσκων εκεί όπου λέγει, ότι προσέταξε ο Αγρικόλας (άρχοντας Σεβάστειας) να φερθεί κλίνη σιδερένια πεπυρωμένη και πάνω σ’ αυτή να απλωθεί ο Άγιος Ορέστης και ότι φερόμενος αυτός στην κλίνη εδειλίασεν, δεν ανέγνωσε καθώς ήταν γραμμένο, ότι εδειλίασεν, αλλά άλλαξε το ρήμα και αντί του εδειλίασεν είπε εμειδίασεν.
Αυτό ακούγοντας εκείνος που έμοιαζε με τον Άγιο Ευστράτιο, ύψωσε τα βλέμματά του και ατενίζων με πολλή προσοχή τον όμοιο του Αγίου Ορέστη, λέγει προς αυτόν: «Γιατί μεταβάλλεις το ρήμα και δεν το λέγεις καθώς είναι γραμμένο; Ανέγνωσε και πάλι αυτό για δεύτερη φορά καθώς είναι». Εκείνος αναγνώσας για δεύτερη φορά, πάλι άλλαξε το ρήμα, ντρεπόμενος τρόπον τινά να πει, ότι εδειλίασε. Τότε ο Άγιος Ευστράτιος, διότι αυτός ήταν, είπε με μεγαλυτέρα φωνή: «Ανέγνωσε το γραμμένο καθώς το έπαθες, διότι δεν εμειδίασες βλέποντας την κλίνη, αλλά εδειλίασες». Τελικά και οι πέντε έγιναν άφαντοι. Ο δε Ιερέας, βλέποντας το παράδοξο τούτο, έμεινε άφωνος επί ώρα πολλή. Όταν συνήλθε στον εαυτό του, τελείωσε την Ακολουθία όπως μπορούσε. Μετά την θεία Λειτουργία διηγήθηκε στους προσελθόντες εν τω μεταξύ Χριστιανούς την φανερά αυτή οπτασία και πάντες δόξασαν τον Θεό, τον θαυμαστούς ποιούντα τους Αγίους, Αυτού.
__________________________________________________
Β) Εμφάνιση στην Σκήτη της Αγίας Άννας στο Άγιον Όρος.
Τα παρακάτω τα διηγείται ένας γέροντας της Σκήτης της Αγίας Άννης στο Άγιον Όρος, για την αγιογράφηση του Κυριακού (δηλ. της κεντρικής εκκλησίας της Σκήτης).
Οι αγιογράφοι Αθανάσιος και Κωνσταντίνος εζήτησαν ένα υπέρογκο ποσόν από τους Αγιαννανίτες πατέρες, για να ιστορήσουν το Κυριακόν της σκήτης της Αγίας Άννης. Οι πτωχοί πατέρες δεν είχαν φυσικά χρήματα κι έτσι οι αγιογράφοι έφυγαν προς την πλευρά της Μεγίστης Λαύρας, προς μεγάλη λύπη των Αγιαννανιτών.
Στον δρόμον όμως συναντήθηκαν με πέντε “αλλιώτικους” ανθρώπους, οι οποίοι σ’ ενέπνεαν καθώς τους κοίταζες.
- Ευλογείτε• είπαν οι αγιογράφοι. Ο Κύριος, απήντησαν με μια φωνή οι πέντε και ρώτησαν: Ποιοι είστε και πού πάτε;
- Αγιογράφοι είμαστε και φεύγουμε άπρακτοι από την Αγιάννα, διότι δεν τα βρήκαμε με τους πατέρες οικονομικώς για να ιστορήσουμε το Κυριακό τους. Τότε ο ένας από τους πέντε που έμοιαζε επικεφαλής, είπε αυστηρά: - Αυτά είναι ανήκουστα… Μα είναι δυνατό να ζητάτε μεγάλα χρηματικά ποσά από ακτήμονες πατέρες, όπως είναι όλοι οι μοναχοί; Είναι δυνατό; Να και οι τέσσερις εδώ αδελφοί μου, το ίδιο λέγουν. Συμφωνείτε Αυξέντιε, Ευγένιε, Μαρδάριε, Ορέστα;
-Και βέβαια, το αυτό φρονούμεν Ευστράτιε και ημείς! Οι δύο αγιογράφοι τα χρειάσθηκαν, γιατί κατάλαβαν πως είχαν να κάνουν με αγίους, οι οποίοι τους είπαν και τούτο:
- Να επιστρέψετε πάραυτα ν’ αγιογραφήσετε το Κυριακό και ό,τι σας δώσουν οι πατέρες, να το πάρετε λέγοντας “να ‘ναι ευλογημένο”• τίποτ’ άλλο. Επίσης στον αριστερό χορό ν’ αγιογραφήσετε τους πέντε Μάρτυρας Ευστράτιον, Αυξέντιον, Ευγένιον, Μαρδάριον και Ορέστην.
Αμέσως μετά εξαφανίσθηκαν από τα έκπληκτα μάτια των δύο αγιογράφων, οι οποίοι κατασυγκινημένοι έκαναν και ξαναέκαναν τον σταυρό τους, καθώς επέστρεφαν στο Κυριακό το οποίον αγιογράφησαν εξαιρετικά, αφού βεβαίως ανέφεραν στους εμβρόνητους πατέρες της σκήτεως το θαύμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου