Ο περιορισμός των διορισμών εφημερίων, η δέσμευση μεγάλου τμήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας, σε συνδυασμό με την υψηλή φορολόγηση, δίνουν αφορμή σε ορισμένους μητροπολίτες να λένε ότι «ήρθε η ώρα να χωρίσουμε τα τσανάκια μας με το κράτος».
Οι ιεράρχες μιλούν πλέον δημοσίως για την ανάγκη να θέσει η ίδια η Εκκλησία το ζήτημα του χωρισμού, αφού προηγουμένως βέβαια θα έχει προετοιμαστεί για ένα «βελούδινο» διαζύγιο...
Κατά την πρόσφατη συνάντηση στο μέγαρο Μαξίμου εκπροσώπων της Εκκλησίας με τον πρωθυπουργό ελήφθη η απόφαση να συγκροτηθούν μεικτές επιτροπές που θα συζητήσουν όλες τις εκκρεμότητες. Αρκετοί μητροπολίτες εκτιμούν ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες ώστε να αρχίσουν οι συζητήσεις για τις σχέσεις των δύο θεσμών. Ομως μέσα στην Ιεραρχία δεν υπάρχει ενιαία φωνή. Πολλοί δεν θέλουν να ακούσουν ούτε λέξη για αλλαγή, ενώ άλλοι, όπως ο Μεσογαίας Νικόλαος, πιστεύουν ότι όσο πιο αποδεσμευμένη είναι η Εκκλησία από το κράτος, τόσο πιο κοντά είναι στην αποστολή της.
Οταν, πριν από λίγους μήνες, ο Ιερώνυμος αποφάσισε να συγκροτηθεί επιτροπή υπό τον μητροπολίτη Φιλίππων Προκόπιο, ο οποίος διαφωνεί ριζικά με οποιαδήποτε αλλαγή του σημερινού status quo, οι ιεράρχες δεν κατάφεραν ούτε καν να αρχίσουν τη συζήτηση.
Ενδεικτικό του κλίματος είναι το γεγονός ότι στην έκτακτη ιεραρχία του Δεκεμβρίου ο μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, υπό την πίεση της οικονομικής κρίσης, πρότεινε να αναλάβει τη μισθοδοσία των αρχιερέων η ίδια η Εκκλησία, καταβάλλοντας 600 ευρώ στον κάθε ιερέα, απαλλάσσοντας το Δημόσιο από ένα σημαντικό κονδύλι. Η πρόταση απερρίφθη... σιωπηλώς.
Ο μητροπολίτης Δημητριάδος Ιγνάτιος, όμως, είναι ένας από τους αρχιερείς που δημοσίως έθεσε το θέμα των σχέσεων, πριν από λίγες ημέρες, σε εκδήλωση στο Βόλο, παρουσία εκπροσώπων των τοπικών αρχών και των πολιτικών κομμάτων. Αναφέρθηκε στην «παύση της μισθοδοσίας νέων κληρικών, που οδηγεί στον περιορισμό των χειροτονιών» και πρόσθεσε ότι «είναι ανάγκη η Εκκλησία να αποκτήσει αυτονομία και ανεξαρτησία, λειτουργώντας αδέσμευτα από την κρατική μέγκενη».
Ο μητροπολίτης μιλώντας στην «Κ.Ε.» τάσσεται υπέρ της αλλαγής των σχέσεων και της καθιέρωσης ειδικού καθεστώτος που θα απελευθερώνει την Εκκλησία από τις σημερινές δεσμεύσεις της με την πολιτεία, χωρίς να προκληθούν εντάσεις.
«Η οικονομική κρίση», λέει ο μητροπολίτης, «είναι μια ευκαιρία για την Εκκλησία να σκεφθεί και να αποσείσει από πάνω της την αίσθηση ότι αποτελεί κομμάτι της κρατικής μηχανής, με αποτέλεσμα να ταυτίζεται με την εξουσία.
Να αναλάβει το ουσιαστικό της έργο που είναι η διακονία του λαού, συνεχίζοντας να παραμένει ενοποιός δύναμη. Ταυτόχρονα η οικονομική κρίση κάνει απόλυτα φανερό ότι θα πρέπει να αποκτήσει ίδιες δυνάμεις η Εκκλησία, αξιοποιώντας στο έπακρον ό,τι της έχει απομείνει προκειμένου να συνεχίσει και το κοινωνικό της έργο. Να διαμορφωθούν, δηλαδή, νέες σχέσεις Εκκλησίας-κράτους.
»Αυτό βέβαια προϋποθέτει και συνταγματική αλλαγή, αν θέλουμε ουσιαστική παρέμβαση. Προϋποθέτει και κλίμα εμπιστοσύνης και ηρεμίας. Νομίζω όμως ότι ωριμάζει η σκέψη. Ολοι έχουν κατανοήσει ότι δεν πρέπει να προχωρήσουμε σε εχθρικό χωρισμό, ούτε και σε ένα λαϊκό κράτος, τύπου Γαλλίας. Αλλά σε αυτό που εμείς ονομάζουμε "ειδικό καθεστώς".
Αυτό θα διαφυλάξει τη συνοδικότητα, που σημαίνει ενότητα, τις σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπου εγγυητής θα παραμένει το κράτος, και ταυτόχρονα η Εκκλησία θα είναι ζωντανή και ελεύθερη. Νομίζω ότι έχουμε καθυστερήσει και ότι η Εκκλησία πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία να οριοθετήσει τι πραγματικά θέλει και να είναι έτοιμη ακόμη και να ζητήσει η ίδια την έναρξη του σχετικού διαλόγου».
Ενδιαφέρον έχει η παρατήρησή του ότι ριζικός ή εχθρικός χωρισμός θα καταστήσει την Εκκλησία έρμαιο των πιο συντηρητικών δυνάμεων, ενώ δεν πρέπει να αποκλείεται και η εμφάνιση ενός «κόμματος της Εκκλησίας» που θα καλύψει τις ακραίες τάσεις και φωνές της ελληνικής κοινωνίας.
Αλλά και ο μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος υποστηρίζει την ανάγκη αλλαγής του σημερινού καθεστώτος. Οπως λέει, «ο λεγόμενος χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας είναι ένα σύνθημα που πολλές φορές λειτουργεί αποπροσανατολιστικά και ιδεολογικά. Γιατί, ήδη υφίσταται η διακριτότητα των ρόλων μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης σε πολλά θέματα όπως την καθορίζει το άρθρο 3 του Συντάγματος.
Πολλά θέματα κακώς εμπλέκονται στις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας, γιατί άλλα από αυτά καθορίζονται από τις συμβάσεις που έχουν υπογραφεί, όπως η μισθοδοσία του κλήρου και άλλα καθορίζονται με το άρθρο 13 του Συντάγματος που ρυθμίζει την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως η οποία είναι απαραβίαστη.
»Εκείνο που μπορεί να γίνει, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι πρέπει να καταρτισθεί νέος Καταστατικός Χάρτης (Κ.Χ.), που θα έχει λίγα άρθρα και θα καθορίζει τη νομική προσωπικότητα της Εκκλησίας ως Νομικό Πρόσωπο Εκκλησιαστικού Δικαίου (sui generis ) και θα δίνει εξουσιοδοτήσεις ώστε η εκκλησία να αυτοδιοικείται, ελεύθερη, βάσει των ιερών κανόνων.
Σ' αυτό το θέμα υπήρξε συμφωνία μεταξύ Εκκλησίας-Πολιτείας το 1988. Συγκροτήθηκε μάλιστα και σχέδιο Κ.Χ. ύστερα από 36 πολύωρες συνεδριάσεις που δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Ας αναζητηθεί αυτή όλη η εργασία και η συμφωνία και ας είναι η βάση των περαιτέρω συζητήσεων».
Πολλοί ιεράρχες πιστεύουν ότι πρέπει να διοικούν απερίσπαστοι, με βάση τους κανόνες και χωρίς τις παρεμβάσεις, για παράδειγμα των κοσμικών δικαστηρίων που συχνά ανατρέπουν αποφάσεις βασισμένες στους κανόνες της Εκκλησίας.
Εκείνο που η πλειοψηφία των ιεραρχών δεν συζητεί είναι να σταματήσει το κράτος να πληρώνει τους ιερείς, καθώς αυτό, όπως λένε, αποτελεί υποχρέωση της πολιτείας που απορρέει από συγκεκριμένη συμφωνία, σε αντιστάθμισμα της περιουσίας που είχε προσφέρει τότε η Εκκλησία στο Δημόσιο.
Οσο για την εκκλησιαστική περιουσία, οι μητροπολίτες υποστηρίζουν ότι πρέπει να αποδεσμευθούν τα 125 ακίνητα-φιλέτα, τα οποία θα αξιοποιήσουν, όπως λένε, προς όφελος του λαού.
Πηγή: ΡΟΜΦΑΙΑ (άρθρο Μαρίας Παπουτσάκη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου