Ενδέχεται να αποτελέσει βασικό επιχείρημα στην προσπάθεια της Εκκλησίας της Ελλάδος να προστατεύσει τα χρηματικά διαθέσιμά της
του Νίκου Παπαχρήστου στο AMEN.gr
Mια απόφαση που εξέδωσε πριν λίγες ημέρες το Συμβούλιο της Επικρατείας ενδέχεται να αποτελέσει το ισχυρότερο «βέλος» στην φαρέτρα των επιχειρημάτων της Εκκλησίας της Ελλάδος στο ζήτημα που έχει προκύψει με την Τράπεζα της Ελλάδος που ζητά από τις τράπεζες να εφαρμόσουν έναν νόμο του 1950 ο οποίος προβλέπει ότι όλα τα ΝΠΔΔ οφείλουν να έχουν κατατεθειμένα τα χρηματικά διαθέσιμά τους στην ΤτΕ ώστε εκείνη αποκλειστικά να διαχειρίζεται και να επενδύει τα εν λόγω ποσά σε κινητές αξίες του ελληνικού Δημοσίου (π.χ. ομόλογα). Η απόφαση του ΣτΕ, που αφορά σε μια υπόθεση Μονής της Μητροπόλεως Καλαβρύτων, έρχεται να ενισχύσει τα επιχειρήματα της Εκκλησίας αφού χαρακτηρίζει τις Μονές νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου «ιδιάζουσας φύσεως».
Η απόφαση που ενισχύει την επιχειρηματολογία της Εκκλησίας
Κατά το μέχρι τώρα δεδομένο (με βάση τον Καταστατικό Χάρτη) σύστημα σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα (Εκκλησία Ελλάδος, Ι.Μητροπόλεις, Ι. Μονές, Ενορίες κ.λπ) είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (όπως π.χ. είναι οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, τα πανεπιστήμια και πολλά ασφαλιστικά ταμεία). Δηλαδή τουλάχιστον κατά την λεκτική διατύπωση του Καταστατικού Χάρτη (άρθρο 1 παρ. 4) τα Εκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου εμφανίζονται να είναι τμήμα της Δημόσιας Διοίκησης (που περιλαμβάνει το Ελληνικό Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα υπόλοιπα ΝΠΔΔ).
Το ίδιο ισχύει κατά τον νόμο και για δύο άλλες θρησκευτικές κοινότητες στην Ελλάδα (τις Μουφτείες της Θράκης και τις Ισραηλιτικές Κοινότητες) που χαρακτηρίζονται ως ΝΠΔΔ.
H απόφαση 502/2011 του ΣτΕ για πρώτη φορά επιχειρεί να αλλάξει την ερμηνεία του Καταστατικού Χάρτη, που μέχρι τώρα ακολουθούσε το ΣτΕ (αλλά και το Ελληνικό Δημόσιο).
Με αφορμή δίκη σχετική με το κύρος αποφάσεων μιας Προσωρινής Επιτροπής Διοικήσεως της Ιεράς Μονής Μεγάλου Σπηλαίου έκρινε ότι οι Μονές είναι θρησκευτικά καθιδρύματα και ότι είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου «ιδιάζουσας φύσεως». Δεν ασκούν τμήμα κρατικής εξουσίας και δεν ανήκουν στην οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης, συνεπώς πρέπει οι αποφάσεις τους να κρίνονται όχι από τα διοικητικά δικαστήρια, αλλά από τα πολιτικά δικαστήρια, που είναι αρμόδια για τις διαφορές μεταξύ ιδιωτών.
Η παραπάνω απόφαση παραπέμπει, λόγω της σπουδαιότητάς του, το ζήτημα στην Ολομέλεια του ΣτΕ ώστε να κριθεί εκεί οριστικά. Το ερώτημα είναι ποια στάση θα κρατήσει η Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας (που είναι διάδικος) και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Παρόμοια επιχειρήματα είχε επικαλεστεί το 1994 και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση των Ιερών Μονών κατά Ελλάδος. Έκρινε ότι οι Ι. Μονές παρά την διατύπωση του Καταστατικού Χάρτη είναι «μη κυβερνητικοί οργανισμοί», έχουν χαρακτηρισθεί Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου για να έχουν τα προνόμια και την αυξημένη νομική προστασία που έχουν τα ΝΠΔΔ, όμως δεν είναι κρατικής προέλευσης νομικά πρόσωπα και για τον λόγο αυτό η περιουσία τους προστατεύεται όπως η περιουσία κάθε ιδιώτη απέναντι στο Κράτος.
Η Εκκλησία της Ελλάδος τα ίδια επιχειρήματα έχει υποστηρίξει σε πολλές περιπτώσεις προστριβών της με το Κράτος. Αυτός άλλωστε ήταν, κατά πληροφορίες, ο πυρήνας την θέσεων της στην πρώτη αντίδρασή της για το ζήτημα των χρηματικών διαθεσίμων των εκκλησιαστικών Νομικών Προσώπων και την εφαρμογή των νόμων 1611/1950 και 2216/1994 αλλά και στο ζήτημα της υπαγωγής των θρησκευτικών λειτουργών της στην αναλογία 5 προς 1 που ισχύει για τους υπαλλήλους του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ.
Βέβαια ενδεχομένως κάποιοι να επιχειρηματολογήσουν ότι η Εκκλησία της Ελλάδος τάσσεται κατά του χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους, άρα πώς είναι δυνατόν να υποστηρίζει ότι είναι «οιονεί» ή sui generis νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.
Είναι όμως προφανές ότι αλλιώς αντιλαμβάνεται τον «χωρισμό» το Κράτος και αλλιώς η Εκκλησία (δηλ. στενότερα).
Την Εκκλησία της Ελλάδος φαίνεται να την απασχολεί , όχι τόσο εάν τα νομικά της πρόσωπα θα χαρακτηρίζονται ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, αλλά η προστασία του Κράτους απέναντί της (μισθοδοσία του Κλήρου, διδασκαλία των θρησκευτικών, ενίσχυση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης κ.λπ) ως ανταπόδοση στη διαχρονική προσφορά της - και υλικής- στην ελληνική κοινωνία και Πολιτεία.
Ούτως ή άλλως η Εκκλησία της Ελλάδος για πρώτη φορά ονομάστηκε ρητώς με νόμο ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με τον επί Χούντας εκδοθέντα Καταστατικό Χάρτη (ν.δ. 126/1969).
Ωστόσο δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Ιγνάτιος σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε το 2009 είχε προτείνει, αναφορικώς με το νομικό καθεστώς της Εκκλησίας της Ελλάδος, τη δημιουργία μιας sui generis («ιδιόρρυθμης») κατηγορίας νομικού εκκλησιαστικού προσώπου, η οποία θα υπερβαίνει τις μονομέρειες των δύο άλλων τύπων (την «κρατική», με τη μορφή ΝΠΔΔ, και την «ιδιωτική» με τη μορφή σωματείου του αστικού κώδικα).
«Ένα τέτοιο νομικό πρόσωπο εκκλησιαστικού δικαίου», υποστήριξε ο Μητροπολίτης Ιγνάτιος, «θα περιφρουρούσε την ιδιαίτερη ταυτότητα αλλά και αυτονομία της Εκκλησίας και επίσης θα εμπέδωνε έτι περαιτέρω τις διακριτές σχέσεις της με την Πολιτεία».
Πάντως η απόφαση του ΣτΕ, ανεξαρτήτως από την επίδραση που θα έχει στην υπόθεση της ΤτΕ και της "τύχης" των εκκλησιαστικών χρηματικών διαθεσίμων, χαρακτηρίζεται από Νομικούς κύκλους ιδιαίτερα σημαντική αφού επιχειρεί να αναθεωρήσει το καθεστώς των Εκκλησιαστικών Νομικών Προσώπων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου