Μία σημαντική εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή φυλάσσεται στο σκευοφυλάκιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Φανάρι. Η σπουδαιότητά της έγκειται στο ότι εκτός από τον Κύπριο Άγιο εικονογραφούνται και σκηνές από το βίο του. Χρονολογικά, η εικόνα τοποθετείται στο 16ο αιώνα μ.Χ., ενώ φαίνεται ότι είναι έργο τής Κυπριακής Σχολής και κατά πάσαν πιθανότητα παραγγέλθηκε από Μαραθεύτες ανώτερους κληρικούς, οι οποίοι υπηρετούσαν εκεί.
Την εικόνα, η οποία βρέθηκε σε ναό της Κωνσταντινούπολης και εκτιμάται ότι μεταφέρθηκε εκεί από την Κύπρο πριν από αιώνες, καθάρισε και συντήρησε ο Αγιορείτης μοναχός Νικόλαος Διονυσιατής.
Ο μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος είναι ενήμερος για την εικόνα και εξέφρασε την συγκίνησή του που φυλάσσεται στο Πατριαρχείο. Πρόσφατα, είδε την εικόνα ο βυζαντινολόγος δρ. Χριστόδουλος Χατζηχριστοδούλου, ο οποίος τη μελετά.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής έζησε το 10ο αιώνα μ.Χ. Γεννήθηκε στην εύανδρη Λαμπαδιστό, το χωριό που γεννήθηκε και ο ’γιος Ηρακλείδιος και βρισκόταν κοντά στην περιοχή του χωρίου Μιτσερό.
Ο Ιωάννης υπήρξε για την οικογένειά του δώρο της γεροντικής τους ηλικίας. Οι γονείς του, Κυριάκος ιερέας και Άννα πρεσβυτέρα, ήταν άνθρωποι πολύ ευσεβείς και πλούσιοι. Η παιδική και η εφηβική ζωή του Λαμπαδιστή αποτελούσε πρότυπο. Ό Ιωάννης, νέος, ωραίος, ψηλός, με μάτια γαλανά σαν τον ουρανό δεν μάθαινε μόνο τα ιερά γράμματα. Τα ζούσε.
Όταν ο Ιωάννης έγινε 18 χρόνων, οι γονείς του, που δεν κατάλαβαν ακόμη τους ανώτερους κι ευγενέστερους εσωτερικούς πόθους του παιδιού τους, τον πίεσαν να μνηστευθεί μία πλούσια κόρη. Η επιθυμία τους να δουν το οικογενειακό τους δένδρο να συνεχίζεται τους οδήγησε στο να λησμονήσουν το τάμα που είχαν κάνει, να αφιερώσουν το παιδί τους στον Θεό.
Η απαίτηση των γονιών να τον μνηστεύσουν και ο αγνός πόθος του νέου να ασκητέψει και να ζήσει μία ζωή τέλειας αφιέρωσης, δημιούργησαν στην ψυχή του σύγκρουση. Κουρασμένος και στενοχωρημένος από την πάλη που διεξαγόταν στην καρδιά του, ο νέος κατέφυγε στην προσευχή. Γονάτισε και με πόνο ψυχής ζήτησε το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Ξαφνικά, τη στιγμή που παρακαλούσε γονατιστός να του φανερώσει ο Θεός το θέλημά του, άκουσε μια φωνή μέσα του να του λέει:
«Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ εστί μου άξιος και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ εστί μου άξιος και ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου, ουκ εστί μου άξιος». (Ματθ. Γ, 37-38).
Ύστερα από τα λόγια της φωνής, ο Ιωάννης σηκώθηκε κι έτρεξε στην κόρη. Με ειλικρίνεια κι αγάπη της φανέρωσε τον πόθο του, να ζήσει παρθενική ζωή. Αφού της ανακοίνωσε την επιθυμία του, πρότεινε το ίδιο και σ' αυτήν. Ή κόρη, όμως, δεν δέχθηκε κι έτσι ή μνηστεία διαλύθηκε. Οι γονείς της, ωστόσο, που το θεώρησαν προσβολή, θέλησαν να εκδικηθούν. Μία σατανοκίνητη ψυχή, ένας μάγος, προσφέρθηκε να τους βοηθήσει. Χωρίς να φανερώσουν τις διαθέσεις τους και προσποιούμενοι τους φίλους, κάλεσαν τον Ιωάννη σε γεύμα μαζί με τον πατέρα του.
Στο φαγητό, που παρέθεσαν στον νέο, έβαλαν δηλητήριο.
Το δηλητήριο αυτό είναι γνωστό και σήμερα στα μεταλλεία της περιοχής. Όταν φάει κανείς λίγο χάνει το φως του. Αν φάει περισσότερο, πεθαίνει.
Ό Ιωάννης, νέος, εγκρατής, έφαγε μόνο λίγο από το φαγητό με αποτέλεσμα να τυφλωθεί. Με υπομονή και καρτερία αληθινά χριστιανική δέχθηκε τη δοκιμασία.
Αφού συγχώρησε και πάλι όλους όσους τον έβλαψαν, πήρε τον πιστό του υπηρέτη, που είχε κι αυτός το όνομα Ιωάννης, κι έφυγαν για τη Μαραθάσα.
Εκεί, απέναντι από τον Καλοπαναγιώτη, και στον τόπο όπου οι απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος είχαν βαπτίσει κατά μία παράδοση τον ’γιο Ηρακλείδιο, ήταν η μονή του Αγίου Ηρακλειδίου. Σε αυτήν ο Ιωάννης έφτιαξε το ασκητήριό του. Τέσσερα χρόνια έζησε εδώ προσευχόμενος και διδάσκοντας τόσο με τα λόγια, όσο και με το παράδειγμά του το θέλημα του Θεού. Ένα από τα πολλά του θαύματα ήταν:
Τρεις μέρες πριν πεθάνει ο μακάριος ασκητής ανέκτησε και πάλι το φως του. Και τότε είδε τρεις αετούς χρυσόπτερους να πετάνε γύρω του. Ήταν η επίσκεψη του Τριαδικού Θεού, υπό τη μορφή των τριών αετών, που τον καλούσε κοντά του. Πραγματικά, στις 4 Οκτωβρίου ή αγία ψυχή του πέταξε στον ουρανό, σε ηλικία 22 χρόνων.
Οι γονείς του μαζί με τους μοναχούς της μονής έθαψαν το άγιο σκήνωμά του στην εκκλησία του Αγίου Ήρακλειδίου, και έχτισαν άλλο ναό στο όνομα του παιδιού τους, στα τέλη του 10ου με αρχές του 11ου αιώνα, που περιέκλεισε τον τάφο με το άγιο λείψανο του Λαμπαδιστή.
Η μονή είναι χτισμένη στο χωριό Καλοπαναγιώτης της Μαραθάσας, στη δεξιά όχθη του ποταμού Σέτραχου. Το καθολικό μέρος της αποτελείται από τρεις ναούς, χτισμένους σε διαφορετικές ο καθένας περιόδους, οι οποίοι, όμως, επικοινωνούν μεταξύ τους. Ο πρώτος, εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο, είναι αφιερωμένος στον Άγιο Ηρακλείδιο, ο δεύτερος στον Άγιο Ιωάννη το Λαμπαδιστή και ο τρίτος είναι γνωστός ως παρεκκλήσιο «λατινικό». Και οι τρεις ναοί κοσμούνται με εξαιρετικής τέχνης τοιχογραφίες που χρονολογούνται στον 11ο, 12ο, 13ο, 15ο και 16ο αιώνα.
Εξαιρετικής τέχνης είναι και οι φορητές εικόνες που διασώθηκαν και εκτίθενται οι περισσότερες στο εικονοφυλάκιο της μονής. Επίσης, το τμήμα επιστυλίου εικονοστασίου (13ος αι.), άλλο του 14ου-15ου αιώνα, η εικόνα του αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή (13ος αι.), οι εικόνες της Παναγίας Οδηγήτριας (13ος αι.) και Παναγίας Ελεούσας (14ος αι.), η μεταλλική εικόνα του αρχαγγέλου Μιχαήλ (12ος αι.). Το τέμπλο του καθολικού, διακοσμημένο με θυρεούς, ζώα κ.λπ., είναι το αρχαιότερο σωζόμενο ξύλινο τέμπλο και μπορεί να χρονολογηθεί στον 13ο-14ο αιώνα.
Πηγή: ΜΚΟ Αποστολή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου