Ἐκ τοῦ· Κανέλλου Κωνσταντῖνου: Ὅσιος Ἄνθιμος ὁ ἐκ Κεφαλληνίας, ὁ τυφλὸς ἱεραπόστολος τοῦ Αἰγαίου, Ἰθάκη, 2005).
ΜΕΡΟΣ Α´.
ΒΙΟΣ ΟΣΙΟΥ ΑΝΘΙΜΟΥ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΟΣ
Ἐὰν μὴ ἐψηθῶμεν διὰ τῶν πειρασμῶν,
Θεῷ ἡδύτατος ἄρτος γενέσθαι, οὐ δυνάμεθα.
Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός.
Α´. ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ
Τὸ ἔτος 1727 γεννιέται στὸ Ληξούρι τῆς νήσου Κεφαλληνίας1 ὁ βιογραφούμενος Ἅγιος Ἄνθιμος, καρπὸς εὐσεβῶν καὶ ἐναρέτων γονέων, τοῦ Ἰωάννου καὶ τῆς Ἀτζουλέττας Κουρούκλη Ψωμᾶ. Στὸ Ἅγιο Βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀθανάσιος. Ὅπως ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν βιογράφο τοῦ Ὁσίου ἀρχ. Διονύσιο Ἀραβαντινό, ὁ ὁποῖος ἐσύναξε ἀξιόπιστες μαρτυρίες ἀπὸ τὴν ἀνηψιὰ τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου Ἀναστασούλα Βασιλοπούλου τὸ ἔτος 1849, ὁ πατέρας Ἰωάννης Κουρούκλη ἦταν ἄνθρωπος βαρὺς καὶ νευρικός, ἴσως λόγῳ τοῦ ἐπαγγέλματός του (ὑπῆρξε ἔμπειρος ναυτικός), ἴσως τοῦ γεγονότος ὅτι ὅλα τὰ προηγούμενα ἄῤῥενα παιδιὰ τῆς οἰκογένειας εἶχαν πεθάνει πρόωρα.
Ἡ μητέρα Ἀτζουλέττα ἦταν ὑπόδειγμα εὐλαβοῦς χριστιανῆς. Στολιζόταν ἀπὸ πίστη θερμὴ καὶ φωτισμένη. Αὐτὴ ἡ ζωντανὴ πίστη θαυματούργησε ὅταν σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν ὁ μικρός Ἀθανάσιος τυφλώθηκε ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τῆς εὐλογιᾶς. Ἡ πονεμένη μητέρα ἔπεσε στὰ γόνατα. Νέα δοκιμασία ἔπληξε τὸ σπιτικό της. Ὅμως δὲν ὀλιγοπιστεῖ, δὲν παραπονιέται, δὲν γογγύζει.
Ἐλπίζει καὶ προστρέχει στὴν σκέπη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Μὲ πολλὴ προσευχή, νηστεία καὶ θερμὰ δάκρυα παρακαλεῖ τὸν ἐλεήμονα Θεὸ νὰ ἐλεήσει τὴν ἴδια καὶ τὸ τυφλό της παιδί. Ἔχει ἐγκαταλείψει πρὸ πολλοῦ τοὺς γιατρούς, οἱ ὁποῖοι ματαιοπονοῦσαν νὰ δώσουν τὸ φῶς στὸν τυφλὸ Ἀθανάσιο, καὶ τρέχει νύχτα καὶ μέρα στὴν ἀληθινὴ πηγὴ τῶν ἰαμάτων, τὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τὸ χέρι κρατᾷ σφιχτὰ τὸν μικρὸ Ἀθανάσιο. Τὸ φῶς τῆς πίστεως μεταγγίζεται ἀπὸ τὴν μητέρα στὸ τυφλὸ χριστιανό. Τὸ μουσκεμένο σὲ ἱδρώτα καὶ δάκρυα χέρι τῆς μητέρας ἀποτελεῖ τὸ ἀσφαλὲς καταφύγιο ἀλλὰ καὶ πρότυπο τῆς σταυροαναστάσιμης μελλοντικῆς πορείας τοῦ Ἀθανασίου πρὸς τὴν θέωση.
Τέλος, προσέφερε ὑπὲρ ὑγείας τοῦ παιδιοῦ της, ἕνα τεσσαρακονταλείτουργον στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων2, ὁ ὁποῖος βρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὸ Ληξούρι, πρὸς τὸ νότιο μέρος τῆς πόλεως, καὶ μάλιστα κάτω ἀπὸ δυσμενεῖς καιρικὲς συνθῆκες, λόγῳ βαρυτάτου χειμῶνος.
Ὄρθρου βαθέος μητέρα καὶ παιδὶ ἔτρεχαν στὴν ἐκκλησία. Δίχως νὰ ἀπουσιάσουν οὔτε μία φορά. Μιὰ ἡμέρα, ἔχοντας τὸ τυφλὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της, κόλλησαν τὰ παπούτσια της στὴ λάσπη λόγῳ τῆς σφοδρῆς κακοκαιρίας. Ὅμως δὲν σταμάτησε νὰ τὰ πάρει γιατὶ ἤθελε νὰ βρίσκεται στὸν ναὸ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Ἱερᾶς Ἀκολουθίας. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ πίστις καὶ ἡ εὐλάβεια τῆς μητέρας! Κατὰ τὴν τελευταία λειτουργία τοῦ ἱεροῦ τεσσαρακονταλείτουργου στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἔφθασε ἡ εὐλογημένη ὥρα ποὺ μὲ τόση λαχτάρα περίμενε ἡ πιστὴ Ἀτζουλέττα.
Ὅταν μετὰ τὸ κοινωνικὸν παρουσιάσθηκε ὁ ἱερέας μὲ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια καὶ εἶπε το: Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε· τότε -ὤ τοῦ θαυμασίου Σου, πολυεύσπλαγχνε Ἰησοῦ Χριστέ!- ὁ πρώην τυφλὸς Ἀθανάσιος φώναξε ὅτι βλέπει, τονίζοντας μάλιστα ὅτι ὁ ἱερέας καὶ διδάσκαλός του φορεῖ κόκκινο φελόνι. Μετὰ τὸ πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας ἔβλεπε τὶς ἱερὲς εἰκόνες τοῦ Ναοῦ, τὶς ὁποῖες περιέγραφε μὲ κάθε λεπτομέρεια, καθὼς καὶ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἀντικείμενο τοῦ ἔδειχναν. Παρατήρησαν τότε τὰ ματάκια τοῦ παιδιοῦ καὶ εἶδαν ὅτι εἶχε ἀνοίξει τὸ ἥμισυ τοῦ δεξιοῦ του ὀφθαλμοῦ, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ δεχόταν τόσο φῶς ὥστε μποροῦσε νὰ διαβάζει ἐπαρκῶς ἀκόμη καὶ τὴν νύχτα μὲ τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ. Ὁ Ἀθανάσιος ἦταν ἔξυπνος καὶ μνήμων. Ἀρκοῦσε μιὰ φορὰ νὰ ἀκούσει τὸ μάθημα στὸ σχολεῖο γιὰ νὰ μὴν ἐξαλειφθεῖ ποτὲ ἀπὸ τὴν μνήμη του.
Ἡ ἡμέρα ἀνάβλεψης τοῦ τυφλοῦ Ἀθανασίου ὑπῆρξε σημαδιακὴ γιὰ τὴν ὑπόλοιπη ἐπίγεια ζωή του. Τὸ ποτήριο τῆς Ζωῆς τὸν κάλεσε στὴν ἀληθινὴ ζωή, τὸ αἰσθητὸ φῶς γέμισε θεῖο φῶς τὴν ἁγνὴ ψυχή του. Παιδιόθεν ἐπόθησε τὴν ἐνυπόστατη Σοφία, ἡ ὁποία θὰ τὸν χαριτώσει καὶ θὰ τὸν ὁδηγήσει σταδιακὰ στὴν κάθαρση καὶ τὸν ἁγιασμό.
* * *
Β´.ΤΑ ΝΕΑΝΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ
Βίου τὴν ἀπάτην, καταλιπῶν ηὐλίσθης, ἐν Ἄθωνι τῷ ὄρει.
Σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν, ὁ νεαρὸς πλέον Ἀθανάσιος, ἀποφάσισε νὰ ἀκολουθήσει τὸ ἐπάγγελμα τοῦ πατέρα του, αὐτὸ τοῦ ναυτικοῦ. Πατέρας καὶ γιὸς ταξίδεψαν μαζὶ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐκεῖ ὁ Ἰωάννης Κουρούκλης χτυπήθηκε ἀπὸ τὴν φθοροποιὸ νόσο τῆς πανώλους καὶ πέθανε. Κύριος πλέον τοῦ ἑαυτοῦ του ὁ Ἀθανάσιος ταξίδεψε σὲ πολλὰ μέρη, ἀπουσιάζοντας ἀρκετὸ χρόνο ἀπὸ τὸ νησὶ καὶ τὴν ἀγαπημένη του μητέρα. Ἄν καὶ ἀντιμετώπισε πολλὲς ἀντιξοότητες, παρέμεινε σταθερὸς στὴν πίστη του ἀποτελῶντας φωτεινὸ πρότυπο γιὰ τὰ ὑπόλοιπα μέρη τοῦ πληρώματος.
Περὶ τὸ ἔτος 1750 ὁ Ἀθανάσιος ἐργαζόταν σὲ πλοῖο, ὁ καπετάνιος τοῦ ὁποίου καταγόταν ἀπὸ τὴν Τῆνο. Ὅταν σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ταξίδια ἔφθασαν στὸ νησί, ὁ καπετάνιος φιλοξένησε τὸν Ἀθανάσιο στὸ σπίτι του. Ἐκτιμῶντας τὰ χρηστὰ ἤθη καὶ τὴν ἐξαίρετη συπεριφορὰ τοῦ νεαροῦ ναύτη, ὁ πλοίαρχος τοῦ πρότεινε νὰ τὸν κάνει γαμβρό του μὲ μιὰ ἀπὸ ταὶς κόρες του. Ὁ Ἀθανάσιος δέχτηκε. Ὅμως ἄλλα ἦταν τὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἐκλεκτὸ δοῦλό Του. Τὸν προόριζε νὰ νυμφευθεῖ τὴν ἀγγελικὴ μοναχικὴ ζωή, ἀπὸ τὴν ὁποῖα θὰ γεννοῦσε πολλὰ πνευματικὰ τέκνα. Ἔτσι ὅταν ξύπνησε τὸ πρωί, ὅπου θὰ γινόταν ἡ ἐπισημοποίηση τοῦ γάμου του, συνειδητοποίησε ἔντρομος πὼς εἶχε χάσει τελείως τὸ φῶς του. Τώρα ἐκατάλαβα, εἶπε, ὅτι εἶμαι θεότυφλος. Ἀπὸ τότε ἔφερε τὴν ἐπωνυμία θεότυφλος.
Ὁ Ἀθανάσιος δέχτηκε μὲ ταπείνωση τὴν καινούργια δοκιμασία ἀπὸ τὸν Θεό. Κατάλαβε ὅτι τὸ θέλημά Του ἦταν διαφορετικό. Κι ἔκανε ὑπακοή. Ἐγκαταλείπει κάθε κοσμικὴ τύρβη καὶ ματαιότητα καὶ ἀναχωρεῖ τυφλὸς καὶ ἄσημος γιὰ τὸ Ἅγιον ὄρος. Δὲ εἶναι γνωστὸ σὲ ποιὸ μοναστήρι ἤ σκήτη ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχός, καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἄνθιμος. Ὑποθέτουμε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων ἤ κάπου στὰ ὅριά της, λόγῳ τῆς μεγάλης εὐλάβειάς του πρὸς τὴν Παναγία τὴν Πορταΐτισσα. Ὑποτάχθηκε σὲ ἔμπειρο καὶ ἐνάρετο Γέροντα, τὸν ὁποῖο προσπαθοῦσε νὰ μιμηθεῖ καὶ συναγωνιστεῖ σὲ ὅλες τὶς ἀρετές. Ὅμως ἔπειτα ἀπὸ λίγο καιρὸ ὁ Γέροντάς του ἐκοιμήθη ὁσιακὰ καὶ ὁ τυφλὸς μοναχὸς Ἄνθιμος, ἀφοῦ προσκύνησε σὲ ὅλα τὰ μοναστήρια τοῦ Ἄθωνος, ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἦταν τὰ χρόνια ἐκεῖνα (1754-1756) ὅπου τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας συνταρασσόταν ἀπὸ τὸ ἀναγεννητικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων, τῶν φιλοκαλικῶν ἐκείνων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἀντιδρῶντας στὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων κατὰ τὴν χαρμόσυνη ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, ἀντιτάχθηκαν ταυτόχρονα σὲ κάθε ἀλλοίωση καὶ νοθεία τῆς λειτουργικῆς-πνευματικῆς ζωῆς καὶ τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας μας. Πρωτοστάτες τοῦ ἀναγεννητικοῦ διαφωτιστικοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων ὑπῆρξαν Ἅγιοι ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες, ὅπως οἱ Μακάριος ὁ Νοταρᾶς, Νικηφόρος ὁ Χῖος, Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, Νικόδημος Ἁγιορείτης, Νήφων ὁ Χῖος, Ἱερόθεος τῆς Ὕδρας, Γρηγόριος ὁ Νισύριος, Διονύσιος ὁ Σιατιστέας, Ἀρσένιος ὁ ἐν Πάρῳ, Σίλβεστρος ὁ Καππαδόκης κ. ἄ. Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μοναχοί, ἄν καὶ μειοψηφία, δὲν δεχτήκανε νὰ μπεῖ τὸ ἁμαρτωλὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου στὸ μοναχικὸ βίο. Ἀρνήθηκαν κάθε συμβιβασμὸ ποὺ θολώνει καὶ δηλητηριάζει τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἀμωμήτου Πίστεώς μας. Τὸ μήνυμά τους εἶναι διαχρονικὸ καὶ ἐπίκαιρο στὶς δύσκολες μέρες, ὅπου ἀπὸ τὴν παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ κινδυνεύουν νὰ πλανηθοῦν ἀκόμη καὶ οἱ ἐκλεκτοί. Γιὰ τὴν θερμουργὸ καὶ ὁμολογιακή τους πίστη οἱ τρισόλβιοι Κολλυβάδες διώχτηκαν ἀπὸ τὸν Ἄθωνα. Κατέφυγαν στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, ὅπου ἵδρυσαν μοναστήρια καὶ ἀσκητήρια μὲ μοναχοὺς ἐκλεκτοὺς καὶ φωτισμένους. Ὁ λαὸς ποὺ εἶχε πάθει πνευματικὴ καθίζηση λόγῳ τοῦ σκότους καὶ τῆς ἅγνοιας ποὺ ἐπικρατοῦσαν στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, φωτίστηκε καὶ παραδειγματίστηκε. Οἱ Ἅγιοι Κολλυβάδες τόνιζαν ὅτι οἱ ἀρετὲς ἀπὸ μόνες τους δὲν ὠφελοῦν δίχως τὴν συχνὴ προσέλευση στὴν Θεία Κοινωνία, μετὰ ἀπὸ κατάλληλη προετοιμασία. Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς γράφει χαρακτηριστικά:Ἀνίσως καὶ δὲν συχνοκοινωνοῦμεν, ἀδύνατον νὰ μὴ δουλωθῶμεν εἰς τὰ πάθη· ἡ δὲ συχνὴ Κοινωνία θέλει γίνη εἰς ἡμᾶς καλὴ συντροφιὰ διὰ τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον3.
Ἄν καὶ δὲν ἀναφέρεται στὶς ἱστορικὲς πηγὲς τὸ ὄνομα τοῦ τυφλοῦ ἀσκητοῦ Ἀνθίμου, ἡ λοιπὴ ἐπίγεια βιοτή του συνηγορεῖ στὸ γεγονὸς ὅτι βάδισε καὶ αὐτὸς στὰ ἅγια χνάρια τῶν Κολλυβάδων. Ἔφυγε ὅπως καὶ ἐκείνοι τὴν ἴδια ταραγμένη χρονικὴ περίοδο ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ταξίδεψε σὲ πολλὰ νησιὰ ὡς ἱεραπόστολος καὶ ἵδρυσε μοναστήρια, τὰ ὁποῖα ἔδωσαν τὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια ἄφθονο τὸ μέλι τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
* * *
Ἀσπαζόμαστε καὶ τὴν ἄποψη τοῦ σύγχρονού μας βιογράφου τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου, πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Γ. Γκέλη, ὁ ὁποῖος ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Ὅσιος πατὴρ ἐκάρη μοναχὸς στὸ ἀνδρικὸ κοινόβιο τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στὴν ἀμμουδιὰ τῶν Λεπέδων, 2χλμ. νότια τοῦ Ληξουρίου, καὶ ὕστερα μεγαλόσχημος στὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸ μοναστήρι αὐτὸ συνδέεται ἰδιαίτερα μὲ τὸν Ὅσιο Ἄνθιμο, καθὼς τὸ ἔτος 1769 θὰ τὸ ἀνακαινίσει ἐκ βάθρων καὶ θὰ ἐπανδρώσει.
Ἡ Ἱ. Μ. τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς στὰ Λέπεδα ἱδρύθηκε τὸ 1686 μὲ 1ον ἡγούμενο τὸν ἱερομόναχο Λαυρέντιο Ματζαβίνο. Ἀκολούθησαν οἱ εὐλαβέστατοι καὶ δραστήριοι ἡγούμενοι Ἄνθιμος Συνοδινός (1694-1718) καὶ Ἄνθιμος Μιχαλίτσης (1718-1747). Τὸ μοναστήρι ἔγινε τότε φάρος πνευματικὸς γιὰ τὴν ἑνετοκρατούμενη Κεφαλληνία. Οἱ ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ ἀγρυπνίες τελοῦνταν στὸν κατανυκτικότατο σπηλαιώδη ναὸ μὲ ἀθρόα προσέλευση τῶν πιστῶν κατοίκων τοῦ Ληξουρίου. Ἀσφαλῶς ἀνάμεσά τους καὶ ἡ ἐνάρετη Ἀτζουλέττα μὲ τὸν μικρό γιό της Ἀθανάσιο.
Ἡ εὐλάβειά τους μεγάλη πρὸς τὴν θαυματουργὸν ἰάτειρα τῶν τυφλῶν Ἁγία Παρασκευή. Ὁ ἡγούμενος Ἄνθιμος Μιχαλίτσης ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Γέροντας καὶ πνευματικὸς διδάσκαλος τοῦ Ὁσίου στὴν μοναστικὴ πολιτεία. Γιὰ αὐτὸ καὶ κατὰ τὴν μοναχικὴ κουρὰ τοῦ Ἀθανασίου τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Ἄνθιμος. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντά του καταφεύγει στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου γίνεται μεγαλόσχημος μοναχός, καὶ φωτεινὸς ὁδηγὸς πολλῶν, ποὺ ἐνῷ ἔχουν μάτια δὲν βλέπουν καὶ ἐνῷ ἔχουν αὐτιὰ δὲν ἀκοῦν. (Κατὰ Μᾶρκον, 8, 18)
* * *
Γ´. ΧΙΟΣ
Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, ἀγαλλιάσθη ἡ γῆ,
εὐφρανθήτωσαν νῆσοι πολλαί. (Ψαλμὸς 96)
Σὲ νεαρὴ σχετικὰ ἡλικία ὁ νεαρὸς μοναχὸς Ἄνθιμος ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ δύναμίς του ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται (Κορινθίους Β´, 12,9). Μπορεῖ τὰ μάτια τοῦ σώματος νὰ εἶναι ἄφωτα, ὅμως αὐτὰ τῆς ψυχῆς του ὁλοφώτεινα. Εἶναι στερημένος τῆς αἰσθητῆς ὁράσεως, διαθέτει ὅμως πνευματικὴ ὅραση θεολαμπή. Ὑποβάλλει τὸν ἑαυτόν του σὲ ὑπερφυσικοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ στερήσεις, τόσο ὥστε νὰ φαίνεται πρόωρα γερασμένος. Φορᾶ κατάσαρκα ἀλυσίδες γιὰ νὰ καταπονεῖ τὸ σῶμά του, νηστεύει πολύ, ξεκουράζεται ἐλάχιστα πάνω στὸ χῶμα, ἀγρυπνεῖ καὶ προσεύχεται ἀδιαλείπτως. Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἀποκτᾷ τὴν μυρίπνοον νέκρωσιν ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ. Μιὰ νέκρωση ποὺ θὰ δώσει φῶς καὶ ἐλπίδα στοὺς ἐν σκιᾷ καὶ σκότει καθημένους ὑπόδουλους Ῥωμηούς.
Πρῶτος σταθμὸς τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου ὑπῆρξε ἡ Χίος4, τὸ ἁγιονῆσι τοῦ Αἰγαίου. Στὸ ἴδιο νησὶ κατέφυγαν καὶ ἄλλοι κολλυβάδες Πατέρες, διωγμένοι ἀπὸ τὸ Ἅγιον ὄρος. Ἀπὸ τὸ συναξάρι τοῦ Ὁσίου πληροφορούμεθα ὅτι γιὰ ἕναν ὁλόκληρο χρόνο ἀσκήθηκε μέσα στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ματρώνης τῆς Χιοπολίτιδος, δίχως νὰ διευκρινίζει ὅμως σὲ ποιὰ τοποθεσία τῆς νήσου βρισκόταν. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι τὴν συγκεκριμένη χρονικὴ περίοδο λειτουργοῦσαν δύο γυναικεῖα Μοναστήρια πρὸς τιμὴν τῆς Ἁγίας Ματρώνας. Τὸ πρῶτο στὴν πόλη τῆς Χίου, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Κάστρο, τὸ ὁποῖο οἱ Τοῦρκοι κατέστρεψαν ὁλοσχερῶς τὸ 1822 καὶ κατέσφαξαν ταὶς μοναχές. Τὸ δεύτερο, τὸ λεγόμενο τῶν Χαλάνδρων, βρίσκεται κοντὰ στὸν οἰκισμὸ Μέσα Δίδυμα καὶ λειτουργεῖ μέχρι σήμερα. Τὸ 1822 ἔπαθε καὶ αὐτὸ μεγάλες καταστροφές. Οἱ μοναχὲς σφαγιάσθησαν καὶ αἰχμαλωτίσθηκαν, ὅμως ἀργότερα τὸ μοναστήρι ἐπισκευάσθηκε καὶ ξαναλειτούργησε.
Ἴσως ὁ τυφλὸς ἀλλὰ φωτοειδέστατος μοναχὸς Ἄνθιμος βρῆκε κατάλυμα σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ Μοναστήρια, στὸ ὁποῖο νὰ τιμοῦσαν καὶ τὸν πολιοῦχο τῆς πατρίδος του Κεφαλληνίας Ἅγιο Γεράσιμο, ὡς συνεορταζόμενο μὲ τὴν Ἁγία Ματρῶνα (20 Ὀκτωβρίου). Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἐδίδασκε τὸν Εὐαγγελικὸ λόγο στοὺς πιστοὺς μὲ ἀποτέλεσμα τὸν φωτισμό, τὴν καλὴν ἀλλοίωσιν καὶ μετάνοια πολλῶν ψυχῶν. Ἔφθασε σὲ μεγάλα ἀσκητικὰ μέτρα. Συνήθιζε πάντα νὰ τρώγει λίγο ξερὸ ψωμί, καὶ νὰ πίνει νερὸ μόνον μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου. Κοιμόταν ἐλάχιστα πάνω στὰ ψυχρὰ μάρμαρα τῆς ἐκκλησίας, ἐνῶ ταὶς ὑπόλοιπες ὧρες τῆς νυκτὸς καλλιεργοῦσε τὴν νοερὰ προσευχὴ τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ του.
Ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ ἄσκηση καὶ κακοπάθεια ἐνεκρώθησαν σχεδὸν τὰ σωματικά του μέλη καὶ ἐξηράνθη ἡ σάρκα του. Χριστῷ συννεκρουόμενος καὶ συζωούμενος, καταυγάζεται ἀπὸ ἄκτιστον φῶς, τὸ ὁποῖο θὰ τὸν καθοδηγήσει ὡς ἱεραπόστολο στὶς δύσκολες περιοδεῖές του.
Κάποια νύχτα, ἐνῷ προσευχόταν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀποκοιμήθηκε καταπονημένος. Τότε ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὴν ἀκόλουθη ὀπτασία: Παρουσιάστηκαν μπροστά του δύο λαμπροφόροι νέοι, οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶπαν: Ἄνθιμε, ἀκολούθησέ μας γιὰ νὰ σὲ ὁδηγήσουμε ἐκεῖ ποὺ μᾶς διέταξε ἡ Κυρία τοῦ παντός. Ὅταν πέρασαν ἀπὸ σκοτεινοὺς καὶ δυσώδεις τόπους, ὅπου ἀκούγονταν οἰμωγὲς καὶ θρῆνοι αὐτῶν ποὺ προγεύονταν τὴν κόλαση, ὁ Ὅσιος ὀλιγοψύχησε. Ὅμως οἱ Ἄγγελοι ποὺ τὸν συνώδευαν, τοῦ ἔδωσαν θαῤῥος καὶ τὸν ὁδήγησαν σὲ τόπο φωτεινότατο καὶ εὐωδέστατο. Ἐκεῖ σὲ θρόνο ὑψηλό, ἀντίκρισε τὴν ὑπερτέραν πάσης κτίσεως Ὑπεραγία Θεοτόκο. Σπεύδοντας νὰ προσκυνήσει τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἄκουσε τὴν βροντερὴ φωνή Της νὰ τὸν καθηλώνει στὴν θέση του. Μακριά, μακριὰ ἀπὸ μένα, διότι ἐναντίον τοῦ συμφέροντός σου μὲ παρακαλεῖς συνεχῶς γιὰ νὰ σοῦ δώσω τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν σου. Τὴν φοβερὴ ἐκείνη ὥρα παρουσιάστηκαν δύο ἄλλο φωτοειδεῖς νέοι5,οἱ ὁποῖοι κάνοντας ἐδαφιαία μετάνοια στὴν Βασίλισσα τοῦ κόσμου, εἶπαν παρακλητικά: Δέσποινα καὶ Κυρία τοῦ παντός, γιὰ τὸ αἷμα ποὺ χύσαμε ὑπὲρ τοῦ γλυκυτάτου Υἱοῦ Σου καὶ Δεσπότου ἡμῶν, καὶ γιὰ τὴν ἀγάπην τὴν ὁποία ἔχεις πρὸς Αὐτόν, δέξου τὸν δοῦλόν Σου Ἄνθιμο, ὁ ὁποῖος ἔχει σκοπὸ νὰ κτίσει Μοναστήρια πρὸς τιμήν μας.
Τότε ὁδήγησαν μὲ σεβασμὸ τὸν Ὅσιο μπροστὰ στὴν Θεομήτορα, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε: Ἄνθιμε, ἐγὼ γιὰ τὴν μεγάλη σου εὐλάβεια καὶ γιὰ τὶς πολλές σου παρακλήσεις, ἀποφάσισα νὰ σοῦ δώσω λίγο φῶς. Γνώριζε ὅμως, ὅτι ἐὰν λάβεις αὐτὸ τὸ πρόσκαιρο, θὰ στερηθεῖς τὸ αἰώνιο. Ὁ Ὅσιος ἀμέσως δέχτηκε μὲ ταπείνωση καὶ δάκρυα χαρᾶς τὴν ἀπόφαση αὐτή, παρακαλῶντας τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο νὰ πρεσβεύει στὸ θρόνο τῆς Χάριτος γιὰ τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς του, ὥστε νὰ καταταχθεῖ εἰς τὰς αιωνίους Μονάς, ὅπου οἱ δίκαιοι ἀναπαύονται. Ἔτσι ὁ μοναχὸς Ἄνθιμος παρέμεινε ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἀόμματος.
Χειραγωγὸς καὶ βακτηρία του ἦταν πλέον ἡ Παναγία μας, στὸ θέλημα τῆς ὁποίας ἔδειξε ἄκρα ὑπακοή. Ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μεσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι Σὺ μετ᾿ ἐμοῦ εἶ. καὶ· Κύριος φωτισμός μου καὶ Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς μου, ἀπὸ τίνος δειλιάσω;Προσευχήθηκε μὲ ταπείνωση ὁ ἀσθενὴς καὶ ἐξουθενημένος Ἄνθιμος.
Ὅμως· τὰ ἀσθενῆ τοῦ κοσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ (Κορινθίους Α´, 1-27). Τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου μόλις ἄρχιζε.
* * *
Δ´. ΣΙΦΝΟΣ, ΠΑΡΟΣ, ΝΑΞΟΣ, ΙΟΣ, ΑΓΙΟΙ ΤΟΠΟΙ
Θαλάσσας τῶν ἐθνῶν διαταράξας διέσωσας
τοὺς τῇ πικρᾷ ἅλμῃ συμπνιγέντας
καὶ προσῆξας τῷ Λυτρωτῇ διασωθέντας.
Τὸ νησὶ ποὺ εὐλογήθηκε πρῶτο ἀπὸ τὸν τυφλὸ ἱεραπόστολο ὑπῆρξε ἡ Σίφνος, ἕδρα τοῦ ἀρχιεπισκόπου Σίφνου, Μυκόνου, Ἀστυπαλαίας καὶ λοιπῶν νήσων Νικοδήμου (1754-1777). Ὁ ἅγιος πατὴρ πῆρε τὴν εὐλογία τῆς διοικούσης Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἱερὴ ἀποστολή του. Οἱ καλοκάγαθοι καὶ εὐλαβέστατοι κάτοικοι τῆς Σίφνου ὑποδέχθηκαν μὲ ἐνθουσιασμὸ τὸν Ὅσιο Ἄνθιμο καὶ σὰν καλὴ γῆ ἀναζωογονήθηκαν ἀπὸ τὴν οὐράνια δρόσο τῶν λόγων του.
Τὸν ἀγάπησαν μὲ ὅλη τους τὴν καρδιὰ καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν ὅπου κι ἄν πήγαινε. Μὲ κάποιο ταπεινὸ γαϊδουράκι ἀνηφόρισε στὸ ἀνδρικὸ μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία στὴν ψηλότερη κορυφὴ τοῦ νησιοῦ. Ἀκόμη προσκύνησε στὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Χρυσοπηγῆς, πολιούχου τῆς νήσου. Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ἔτρεφε ἰδιαίτερη εὐλάβεια γιὰ τὴν θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, γιὰ αὐτὸ ἀνακαίνισε ἀργότερα στὴν Σίκινο τὸ ἱερὸ μοναστήρι Της.
Οἱ κάτοικοι τῆς Σίφνου ἱκέτεψαν τὸν ἔνθεο ἀσκητὴ νὰ μείνει γιὰ πάντα κοντά τους. Ὅμως μέσα του φωσφόριζε οὐράνιο φῶς, τὸ ὁποῖο ἤθελε νὰ σκορπίσει παντοῦ καὶ νὰ κάνει μετόχους του τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς του. Σὰν καλὸς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου ἦταν ἕτοιμος γιὰ κάθε θλίψη καὶ κακοπάθεια. Κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο: Τοῦτο ἔργον εὐαγγελιστοῦ, τὸ κακοπαθεῖν καὶ παρ᾿ ἑαυτοῦ καὶ παρὰ τῶν ἔξωθεν.
Δίνοντας τὴν εὐχή του στοὺς θεοσεβούμενους Σιφνίους ξεκίνησε με ἕνα καΐκι γιὰ τὴν γειτονικὴ Πάρο. Μαζί του καὶ ὁ ἱερεὺς –οἰκονόμος τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Σίφνου, ὁ ὁποῖος συνόδευσε τὸν Ὅσιο γνωρίζοντας τὴν ἁγιότητά του.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ σηκώθηκε φοβερὴ τρικυμία φοβερή, ἄνεμος τυφωνικός (Πράξεις Ἀποστόλων 27, 14). Ἡ ζωῆ τοῦ πληρώματος κινδύνευε ἄμεσα, οἱ ναῦτες εἶχαν πλέον ἀπελπιστεῖ. Τὸ μικρὸ πλεούμενο κυριολεκτικὰ χανόταν μέσα στὰ μανιασμένα κύματα… Ἀμέσως ὁ Οἰκονόμος τῆς Σίφνου ἔτρεξε στὸν Ὅσιο καὶ μὲ δάκρυα τὸν παρακάλεσε νὰ προσευχηθεῖ γιὰ τὴν σωτηρία τόσων ἀθώων ψυχῶν.
Στὴν ἀρχὴ ὁ ἐνάρετος μοναχὸς ἀρνήθηκε, φοβούμενος τὸν πνευματικὸ κίνδυνο ποὺ διέτρεχε. Κάτω ὅμως ἀπὸ τὴν πίεση τοῦ καλοῦ ἱερέως τῆς Σίφνου, ὕψωσε τὰ χέρια του στὸν οὐρανό, καὶ μὲ πολλὰ δάκρυα στὰ σβησμένα του μάτια ἱκέτεψε τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τους. Καὶ ἐπέταξε τῇ καταιγίδι, καὶ ἔστη εἰς αὔραν, καὶ ἐσίγησαν τὰ κύματα αὐτῆς. Καὶ εὐφράνθησαν, ὅτι ἡσύχασαν, καὶ ὡδήγησεν αὐτοὺς ἐπὶ λιμένα θελήματος αὐτοῦ (Ψαλμὸς ΡΣΤ´). Ἐκόπασε ὁ ἄνεμος καὶ μεγάλη γαλήνη ἐπικράτησε στὸ πέλαγος καὶ στὶς καρδιὲς τῶν ταξιδιωτῶν. Μὲ δάκρυα εὐγνωμοσύνης εὐχαριστοῦσαν τὸν Ὅσιο καὶ ἀσπάζονταν τὰ πόδια του, ὀνομάζοντάς τον σωτῆρα καὶ λυτρωτή τους. Ὁ ταπεινὸς ἀσκητὴς βρέθηκε σὲ δύσκολη θέση. Τοὺς παρεκάλεσε νὰ μὴν ἀναφέρουν τὸ γεγονὸς σὲ κανέναν.
Ὅμως οἱ ναῦτες δὲν κράτησαν τὴν ὑπόσχεσή τους. Μόλις τὸ πλοῖο ἔφθασε στὴν Πάρο, ἀμέσως ἔκαναν γνωστοὺς σὲ ὅλους τὸ θαῦμα. Οἱ Παριανοὶ εὐλαβήθησαν ἰδιαιτέρεως τὸν Ὅσιο Ἄνθιμο. Τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ τιμὲς καὶ κατάνυξη ἄκουσαν τὸ θεόπνευστο κήρυγμά του. Ἡ φήμη του ἔφθασε σὲ ὅλα τὰ γειτονικὰ νησιά. Ὁ τότε μητροπολίτης Παροναξίας τὸν παρεκάλεσε νὰ ἐπισκεφθεῖ καὶ τὴν Νάξο, ἕδρα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως. Ὁ Ὅσιος ἔκανε ὑπακοή, γνώρισε τὸν ἀρχιερέα καὶ πῆρε τὴν εὐλογία του νὰ κηρύξει καὶ ἐκεῖ τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἀνάμεσα στὸ πλῆθος ποὺ σαγηνεύτηκε ἀπὸ τὸ ζείδωρο κήρυγμα τοῦ Ὁσίου Πατρὸς Ἀνθίμου καὶ ἕνα μικρὸ ἀγόρι· ὁ Νικόλαος Καλλιβούρσης, ὁ μετέπειτα Ἅγιος Νικόδημοςὁ Ἁγιορείτης, τὸ μεγάλο πνευματικὸ τέκνο τῆς Νάξου.
Ἑπόμενος σταθμὸς ἡ γειτονικὴ νῆσος Ἴος, ἡ ὁποία ἀνῆκε στὴν συσταθεῖσα τὸ ἔτος 1646 Ἐπισκοπὴ Σίφνου. Ὁ μοναχὸς Ἄνθιμος ἔφερε παρηγοριὰ καὶ ἐλπίδα στὶς καρδιὲς τῶν ὑπόδουλων κατοίκων τοῦ νησιοῦ. Ὅμως δὲν ἔμεινε πολύ. Τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο τὸν καλούσε.
Ἔνιωθε στὰ κατάβαθα τῆς ταπεινῆς ψυχῆς του τὸν πόνο καὶ τὴν δίψα γιὰ Χριστὸ τῶν ἀδελφῶν του. Θλιβόταν γιὰ τὴν πνευματικὴ λιμοκτονία τους καὶ τὸν σκοταδισμὸ τῶν δύσκολων ἐκείνων χρόνων. Γιὰ αὐτὸ καὶ καταφεύγει στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἀπὸ ἐκεῖ θὰ ἀντλήσει δύναμη ψυχῆς καὶ θεῖο φωτισμὸ γιὰ τὴν ἱεραποστολή του. Μὲ θερμὰ δάκρυα στὰ ἄφωνα μάτια του θὰ προσκυνήσει στὸν Πανάγιο Τάφο καὶ στὸ φρικτὸ Γολγοθᾶ. Καλὸν ἐμοὶ ἀποθανεῖν διὰ Ἰησοῦν Χριστόν· ἐκεῖνον ζητῶ τὸν ὑπὲρ ἐμοῦ ἀποθανόντα καὶ ἀναστάντα. Μὴ ἐμποδίσητέ με εἰς ζωὴν φθᾶσαι. Ἰησοῦς γὰρ ἐστὶν ἡ ζωὴ τῶν πιστῶν… θάνατός ἐστιν ἡ ἄνευ Χριστοῦ ζωή. Ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται… Οὐχ ἥδομαι τροφῆ φθορᾶς, οὐδὲ ἡδοναῖς τοῦ βίου τούτου· ἄρτον τοῦ Θεοῦ θέλω, ἄρτον οὐράνιον, ἄρτον ζωῆς, ὅ ἔστι σὰρξ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅμα θέλω τὸ πόμα αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἀγάπη ἄφθαρτος καὶ ἀέναος ζωή… προσεύχεται σὰν δεύτερος Ἅγιος θεοφόρος Ἰγνάτιος.
Δὲν εἶναι γνωστὸ πόσο ἔμεινε ὁ Ὅσιος στὸν τόπον οὗ ἔστησαν οἱ πόδες τοῦ Κυρίου. Ἀναφέρεται ὅμως ὅτι σὲ ἄλλη χρονικὴ περίοδο τῆς ζωῆς του ἦρθε καὶ δεύτερη φορὰ προσκυνητὴς στὰ θεοβάδιστα μέρη τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τῶν ἱερῶν μονῶν τῆς περιοχῆς.
Τὸ προσκύνημα στοὺς Ἁγίους Τόπους ἦταν καὶ ὁ στόχος τῆς πρώτης περιοδείας του.
* * *
Ε´. ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ
Ὤκτιρας λαὸν τὸν διψῶντα Πάτερ Ἄνθιμε,
ὥσπερ Ἠλίας τὸν Ἀχαάβ, εἰς τὴν νῆσον μάκαρ Καστελλόριζον.
Στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος προετοιμάστηκε πνευματικὰ γιὰ τὸ δεύτερο ἱεραποστολικό του ταξίδι. Ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ τὸν καλεῖ στὸ μικρὸ καὶ ταπεινὸ Καστελλόριζο, ὅπου ἔμελλε νὰ ἱδρύσει τὸ πρῶτό του μοναστήρι. Ὁ ἀόμματος ἀσκητὴς γιὰ πολλὰ μερόνυχτα ταξίδεψε στὸ τριμυκιῶδες πέλαγος, ὥσπου νὰ φθάσει στὴν Μεγίστη (Καστελόριζο) στὶς ἀρχὲς τοῦ ἔτους 1759. Δὲν ἦταν λίγες φορὲς ποὺ τὸ μικρὸ πλεούμενο κινδύνευσε νὰ καταποντιστεῖ εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης, ὅμως πάντοτε νικοῦσε ἡ πίστη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ζέουσα προσευχὴ τοῦ Ὁσίου. Οἱ κάτοικοι τῆς Μεγίστης τὸν ὑποδέχθησαν μὲ εὐλάβεια καὶ σεβασμό. Ἕνας ἁγιορείτης μοναχὸς καὶ προσκυνητὴς τῶν Ἁγίων Τόπων, εὐλογοῦσε μὲ τὴν παρουσία του τὸ νησάκι τους. Ὅπως ἡ ὄρνιθα συνάζει τὰ πουλάκια της, ἔτσι ὁ Ὅσιος Πατὴρ μάζεψε κοντά του τοὺς ἁπλοὺς καὶ ἄδολους νησιῶτες, ἀναζωπυρώνοντας τὴν πίστη τους μὲ τὸν θεῖο λόγο καὶ την ζωντανὴ παρουσία του.
Διακαὴς ἱερὸς πόθος τοῦ Ὁσίου ἦταν νὰ ἱδρύσει πρὸς δόξαν Θεοῦ τὸ πρῶτό του μοναστήρι στὸ νησί. Θὰ ἦταν τὸ πρῶτο καὶ γιὰ τὸ μικρὸ Καστελλόριζο. Ὅμως οὔτε χρήματα ὑπῆρχαν οὔτε καὶ τὰ ἀπαιτούμενα ὑλικά. Κατὰ θεία συγκυρία τὸ ἔτος ἐκεῖνο τὸ νησὶ ἐμαστίζετο ἀπὸ τὴν ἀνομβρία. Δὲν εἶχε βρέξει καθόλου τὸν χειμῶνα, οὔτε τὸν προηγούμενο χρόνο. Οἱ ἄνθρωποι ἀλλὰ καὶ τὰ ζῷα κινδύνευαν ἄμεσα νὰ πεθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὴν δίψα.
Ἡ γεμάτη ἀγάπη τοῦ Ὁσίου πόνεσε πολύ. Τότε ὁ Ὅσιος θαῤῥήσας τοὺς κατοίκους αὐτούς, εἰπὼν πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι, ὕψωσε τὰς χεῖρας αὐτοῦ εἰς τὸν Οὐρανὸν δεόμενος τοῦ Κυρίου, καὶ παρευθύς, ὤ τοῦ θαύματος! Βροχὴ ἀνέλπιστος ἔπεσεν ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ καὶ ἐμεθύσθη ἡ γῆ καὶ ἐχορτάσθησαν πάντες… ἀναφέρει ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου, ἀρχιμ. Διονύσιος Αραβαντινός. Ἐνθουσιασμένοι ἀπὸ τὴν ἀναπάντεχη εὐλογία οἱ εὐλαβεῖς κάτοικοι τῆς Μεγίστης βοήθησαν τότε ὁμοθυμαδὸν γιὰ τὸ χτίσιμο τοῦ Ἱ. Ν. τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, ψηλὰ στὸ βουνὸ τοῦ νησιοῦ.
Ἀπὸ τὶς σωζόμενες μαρτυρίες φαίνεται ὅτι προϋπῆρχε ἐρειπωμένος μικρὸς Ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τὸν ὁποῖο ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος ἀναστήλωσε καὶ μετέτρεψε σὲ Μοναστήρι.
Ἡ ἐπιγραφή, ἡ ὁποία σώζεται στὸ ἄνω μέρος τῆς εἰσόδου τοῦ καθολικοῦ, ἀναφέρει: 1759. Ἀνεκαινίσθη ὁ Ναὸς οὗτος παρὰ τῶν εὐσεβῶν χριστιανῶν, τῶν κατοικούντων ἐν τῇ νήσῳ ταύτῃ. Ἀπριλίου 23. Διὰ συνδρομῆς τοῦ Ὁσιωτάτου καὶ τυφλοῦ Ἀνθίμου. Κωνσταντὴς Προσκυνητής, μάστορης Ῥοδίτης.
Στὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν ἀνοικοδομήθησαν καὶ τὰ ἀπαραίτητα κελιά, τὸ ἡγουμενεῖο, τὸ ὑψηλὸ περιτείχισμα καὶ τὰ ὑπόλοιπα βοηθητικὰ κτίσματα. Ἀκόμη ὁ Ὅσιος φρόντισε νὰ ἐπανδρωθεῖ ἡ Μονὴ μὲ Πατέρες ἐκλεκτοὺς καὶ ἐνάρετους. Τὸ 1761 μὲ πατριαρχικὸ σιγγίλιο ὑπογεγραμμένο ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Ἰωαννίκιο Γ´ Καρατζᾶ (1761-1763), γινεται σταυροπηγιακὴ Μονή, ὅπως καὶ ἡ Μονὴ τῆς Παναγίας Πορταΐτισσας στὴν Ἀστυπάλαια, μὲ μοναδικὴ ἐτήσια εἰσφορὰ δύο ὀκάδων κεριοῦ.
Κάτω ἀπὸ τὸ καθολικὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου βρίσκεται ὑπόγεια λαξευτὴ κρύπτη, τὴν ὁποία ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος μετέτρεψε σὲ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, προστάτου τῆς γενέτειράς του Ληξουρίου. Ἐκεῖ σταλάζει καὶ ἁγίασμα, ἡ μοναδικὴ πηγὴ τοῦ ἄνυδρου Καστελλόριζου, μαρτυρία ἴσως τοῦ θαύματος τῆς βροχῆς ποὺ χόρτασε τὴν κατάξερη γῆ…
Σημαντικὴ εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ πρώην Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου Μεγίστης π. Κωνσταντίνου Πολυκάρπου πρὸς τὴν Ἱ. Μητρόπολιν Κεφαλληνίας τὸ ἔτος1973: …Γνωρίζω ἐξ ἀκοῆς ὅτι ἦλθε ἐδῶ ὁ ἀείμνηστος Ἄνθιμος ἐπὶ Τουρκοκρατίας… Καὶ ὅτι ἔφθασεν ἐδῶ τυφλός, καὶ εἶχεν κάποιον μαζί του συνοδόν, καὶ πήγαινε ὅπου τοῦ ἔλεγε. Ἐβάστα λέγει τὸ μπαστουνάκι του καὶ εὕρισκε τὸν τόπο ποὺ ζητοῦσε. Φυσικὰ εἶναι θαῦμα ἕνας τυφλὸς νὰ βαδίση χίλια μέτρα καὶ πλέον στὸ βουνό. Ὅταν ἀνέβη, λένε, ἐσταμάτησε καὶ ἐφώναξε τοὺς μαστόρους καὶ τοὺς ἔδειχνε πῶς νὰ βάλουν τὰ θεμέλια. Καὶ ἀφοῦ ἐθεμελίωσεν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, εἰς τὸ ὄπισθεν μέρος τῆς ἐκκλησίας ἀνακάλυψε ἕνα σπήλαιον τὸ ὁποῖον εἶχε νερό, δηλαδὴ ὄχι πολύ, καὶ αὐτοῦ κάτω στὸ σπήλαιο ηὗρε εὐρυχωρίαν διὰ μίαν μικρὰν ἐκκλησίαν, τὴν ὁποίαν ἔκτισε καὶ ἐθεμελίωσε ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Χαραλάμπους…
* * *
ΣΤ´. ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ
Χαίρεται φαιδρῶς Ἀστυπάλαια ἡ νῆσος
Πάτερ, ἔχουσα προστάτην σε μέγιστον
καὶ εὐπρόσδεκτον μεσίτην πρὸς Θεόν.
Ἀπὸ τὸ Καστελλόριζο ὁ ἀόμματος ἱεραπόστολος κατευθύνεται πρὸς τὴν Ἀστυπάλαια, τὸ νησὶ ὅπου θὰ τὸν κερδίσει καὶ θὰ θελήσει νὰ μείνει τὰ περισσότερα χρόνια τῆς ζωῆς του. Ἡ Ἀστυπάλαια τότε, ἀπὸ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1646 μέχρι καὶ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1838, βρισκόταν στὴν ποιμαντικὴ δικαιοδοσία καὶ πνευματικὴ ἐπίβλεψη τοῦ ἀρχιεπισκόπου Σίφνου. Ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος, μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ γνωστοῦ του Ἀρχιεπισκόπου Σίφνου Νικοδήμου, φθάνει στὴν ἀπομακρυσμένη Αστυπάλαια καὶ γιὰ ἐννέα ὁλόκληρα χρόνια ἐργάζεται ἐκεῖ ἱεραποστολικά. Τὸ ἀσκητικό του πρόσωπο φανέρωνε τὴν αυστηρὴ ζωή του καὶ ἀκτινοβολοῦσε τὴν εὐσέβεια. Ἡ ἀγαθὴ φιλόκαλη ψυχή του ἀναπαύθηκε σὲ αὐτὸ τὸ ἥσυχο νησί. Οἱ εὐλαβεῖς Ἀστυπαλιῶτες τὸν ἀκολουθοῦσαν σὲ κάθε του βῆμα, ῥουφῶντας τὰ γεμᾶτα πνευματικὸ νέκταρ λόγια του. Ὁ ἔνθεος ἔρως τοῦ Ὁσίου, τοὺς σαγήνευε καὶ παραδειγμάτιζε.
Εἶχαν μπροστά τους ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, φωτισμένο καὶ κεκαθαρμένο, ἀποτέλεσμα τῆς νέκρωσης καὶ ἐξουδένωσης ποὺ γιὰ χρόνια εἶχε ἐπιβάλει ἑκούσια στὸν ἑαυτό του. Ἐγὼ τοίνυν οὕτω τρέχω, ὡς οὐκ αδήλως, οὕτω πυκτεύω, ὡς οὐκ ἀέρα δέρων, ἀλλ᾿ ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι (Κορινθίους Α´, 26-27).
Στὴν Ἀστυπάλαια ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος ἔλαβε θεία ἀποκάλυψη νὰ κτίσει Μοναστήρι, ἀφιερωμένο στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο τὴν Πορταΐτισσα. Κάλεσε τότε τοὺς προεστῶτες (κοινοτικοὺς ἄρχοντες) τοῦ νησιοῦ καὶ τοὺς ἀνακοίνωσε τὴν ἀπόφασή του. Οἱ προστῶτες καὶ οἱ ὑπόλοιποι κάτοικοι δέχθηκαν μὲ χαρά, ἀνακοίνωσαν ὅμως στὸν Ὅσιο τὴν ἔλλειψη οἰκοδομικῶν ὑλικῶν γιὰ τὸ χτίσιμο τῆς Μονῆς.
Ὁ θεοφώτιστος Ἄνθιμος δὲν ἀποθαῤῥύνθηκε. Συνέστησε στοὺς κατοίκους νὰ μὴν χάνουν τὴν πίστη τους στὴν Παναγιά μας καὶ ἀφοῦ ἀποτραβήχτηκε στὸ κελλάκι του παραδόθηκε σὲ ὁλόθερμη προσευχή. Καὶ πάλι ἡ πίστη ἐθριάμβευσε. Εἰδοποίησε κάποιον εὐλαβῆ χριστιανὸ τῆς οἰκογένειας Κουσουλίνη, ὁ ὁποῖος εἶχε χωράφια κοντὰ στὸ χωριό, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τὰ προσφέρει γιὰ νὰ σκάψουν ἐργάτες, ἐπειδὴ ἐκεῖ θὰ βρίσκονταν τὰ ὑλικὰ γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας. Ὁ πιστὸς ἰδιοκτήτης συμφώνησε ευχαρίστως, ἄν καὶ ἀπόρησε διότι οὐδέποτε εἶχε βρεῖ πέτρες στὰ κτήματά του.
Ὅταν ἔλαβε τὴν ἄδεια ὁ Ὅσιος, ὑπέδειξε στοὺς ἐργάτες νὰ σκάψουν σὲ ἕνα συγκεκριμένο μέρος. Ἡ ἀνασκαφὴ ἔφερε τότε στὸ φῶς ἄφθονα οἰκοδομικὰ ὑλικὰ ἀπὸ παλαιὸ οἰκισμό! Τὸ παράδοξο τοῦτο θαῦμα κατέπληξε ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς Ἀστυπάλαιας, οἱ ὁποῖοι ἀμέσως ἔσπευσαν νὰ βοηθήσουν στὸ κτίσιμο τῆς Μονῆς, προσφέροντας ὅ,τι μποροῦσε ὁ καθένας.
Βέβαια, δὲν ἔλειψαν τὰ ἐμπόδια καὶ οἱ πειρασμοί. Ἔτσι κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἀνασκαφῶν βρέθηκε ἕνα πιθάρι μὲ παλαιὰ νομίσματα. Οἱ ἐργὰτες ἔτρεξαν χαρούμενοι νὰ ἀνακοινώσουν στὸν Ἅγιο κτήτορα τὸ γεγονός.
Ὁ ἐνάρετος Πατὴρ διέκρινε τὴν παγίδα ποὺ ἔστηνε στὸ Θεῖο ἔργο του ὁ σατανᾶς, ὅπως παλαιότερα μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ἔστηνε στὴν Ἁγία Ματρῶνα τὴν Χιοπολίτιδα. Ἀνακοίνωσε στοὺς ἐργάτες ὅτι δὲν πρέπει νὰ γίνει γνωστὴ ἡ εὕρεση τοῦ θησαυροῦ λόγῳ τῶν ἀχόρταγων Ὀθωμανῶν κατακτητῶν, καὶ ματαιωθεῖ ἔτσι ἡ ἀποπεράτωση τῆς Μονῆς. Ἀμέσως μετά μπροστὰ στὰ ἔκπληκτα μάτια τῶν ἐργατῶν, ὁ ὑποτιθέμενος θησαυρὸς μεταβλήθηκε μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Ὁσίου Πατρὸς σὲ ἀναμμένα κάρβουνα, διαλύοντας ἔτσι τὰ δόλια τεχνάσματα τοῦ πονηροῦ.
Κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἐξορύξεως τῶν λίθων γιὰ τὴν οἰκοδομή, τὰ ζῷα καὶ οἱ ἐργάτες προκάλεσαν ζημιὲς σὲ γειτονικὸ ἀγρὸ τῆς οἰκογένειας Κουσουλίνη, ὁ ὁποῖος ἦταν σπαρμένος μὲ ἀρακά. Ὁ ἰδιοκτήτης παραπονέθηκε τότε στὸν Ὅσιο Ἄνθιμο, ὁ ὁποῖος τοῦ πρότεινε νὰ ἐκτιμήσουν οἱ ἀγροφύλακες τὴν ζημιά, καὶ νὰ πληρώσει ὅσο λείπει κατὰ τὴν συγκομιδή. Πράγματι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τῆς σοδειᾶς καὶ συγκεντρώθηκε ὁ ἀρακᾶς, εἰδοποίησαν τὸν Ὅσιο νὰ παρουσιασθεῖ γιὰ νὰ πληρώσει τὸ ποσὸ ποὺ εἶχε ὁριστεῖ. Ὅταν ἔφθασε ὁ τυφλὸς Ἄνθιμος κρατῶντας τὸ συγκεκριμένο ποσό, ἔγινε ἡ μέτρηση καὶ -ὤ, τοῦ θαύματος- ἀπέμεινε ἀκόμη τόσο ὅσο τὸ ἥμισυ τοῦ καταμετρηθέντος ἀρακᾶ, τὸ ὁποῖο ὁ θεόφρων κτήτωρ χρησιμοποίησε γιὰ τὴν ἀνέργεση τοῦ ἱεροῦ καθιδρύματος.
Ὁ σεβάσμιος Ἄνθιμος ἀγάπησε πολὺ τὸ νησί, καὶ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας, τὸ ὁποῖο κτίστηκε σὲ ὑψηλὴ θέση κάτω ἀπὸ τὸ ἑνετικὸ κάστρο6 τῆς Ἀστροπαλιᾶς, μὲ θέα τὸ καταγάλανο Αἰγαῖο. Οἰκοδομήθηκαν ψηλὰ τείχη ποὺ προφύλατταν τὸ ἐντυπωσιακὸ καθολικό, τὰ κελλιὰ γιὰ τὶς μοναχές, καὶ τὰ παρεκκλήσια τῶν Ἁγίων Δημητρίου καὶ Στεφάνου.
Ἡ κτιτορικὴ ἐπιγραφὴ ἀναφέρει: Ἐν ἔτει 1760 οἰκοδομήθη ὁ θεῖος καὶ ἱερὸς Ναὸς οὗτος τῆς Κυρίας τῆς Πορταΐτισσας παρὰ Ἀνθίμου Μοναχοῦ καὶ προσκυνητοῦ, τοῦ καὶ ἀομμάτου, τοῦ ἐκ νήσου Κεφαλληνίας τοῦ᾿πίκλην Κουρούκλη.
Εἶναι ἀδύνατον νὰ περιγραφοῦν ὅσα θαυμαστὰ γεγονότα πραγματοποιήθηκαν κατὰ τὰ ἐννέα ὁλόκληρα χρόνια τῆς ἀνοικοδόμησης τῆς Μονῆς καὶ παραμονῆς τοῦ Ὁσίου Πατρὸς Ἀνθίμου στὸ νησὶ τῆς Ἀστυπάλαιας.
Ὁ πατὴρ Ἄνθιμος μὲ κάθε ἐπιμέλεια καὶ φροντίδα στόλισε ὅπως ἔπρεπε τὸ Μοναστήρι του. Περιερχόμενος διάφορα μέρη -ἴσως τότε γιὰ δεύτερη φορὰ στοὺς Ἁγίους Τόπους- συγκέντρωσε διάφορα ἱερὰ σκεύη, εἰκόνες καὶ ἄμφια. Ἀφιέρωσε τὸ Μοναστήρι στὴν Παναγία τὴν Πορταΐτισσα καὶ αυτὸ φανερώνει τὸ πνευματικό του δεσμὸ μὲ τὴν Ἱ. Μ. Ἰβήρων7 Ἁγίου Ὄρους. Γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ταξίδεψε εἰδικῶς στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀνέθεσε σὲ γνωστό του λίαν ἐνάρετο ἁγιογράφο μοναχὸ τὴν ἱστόρησή της, πιστὸ ἀντίγραφο τῆς Πορταϊτίσσης τῆς Ἱ. Μ. Ἰβήρων. Ὁ ἁγιογράφος ἀρχικὰ ἀρνήθηκε κατηγορηματικά, διότι τὰ χέρια καὶ τὰ μάτια του εἶχαν ἀτονίσει λόγῳ τῆς προχωρημένης ἡλικίας του. Ἐπειδὴ ὅμως ὁτυφλὸς ἀσκητὴς τὸν παρακαλοῦσε συνεχῶς, δέχθηκε ἀφοῦ πρῶτα ἀμφότεροι ἱκέτεψαν γονυπετεῖς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο νὰ συνεργήσει στὴν εὐόδωση τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ ἔργου. Ἑτοιμάστηκε ἔτσι ἡ κατάλληλη σανίδα καὶ ἀφοῦ τὴν τοποθέτησαν κάτω ἀπὸ τὴν θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς Πορταϊτίσσης, προσευχήθηκαν ὅλη τὴν νύχτα στὴν Παναγία μας νὰ κάνει τὸ θαῦμά της. Καὶ ξανὰ ἡ πίστη τοῦ ἐκλεκτοῦ ὑπηρέτου τῆς Θεομήτορος ἐθριάμβευσε.
Τὸ πρωί, μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία στὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς, ἔσπευσαν ὅλοι οἱ πατέρες στὸ παρεκκλήσιο τῆς Πορταϊτίσσης ὅπου -ὤ, τῶν ἀπείρων σου θαυμάτων Βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν!- βρῆκαν τὴν σεπτὴ μορφὴ τῆς Θεομήτορος ἀποτυπωμένη πάνω στὴν σανίδα. Ὁ σεβάσμιος Ἄνθιμος, ἄν καὶ δὲν ἔβλεπε τὸ θαυματουργὸ ἀντίγραφο, ἀγκάλιασε τὴν ἱερὴ εἰκόνα καὶ ἔνδακρυς τὴν καταφιλοῦσε εὐχαριστῶντας τὸν Κύριο καὶ την Παναγία Μητέρα Του γιὰ τὴν οὐράνια αὐτὴν εὐλογία. Ὁ ἁγιογράφος τελειοποίησε τὴν εἰκόνα καὶ τὴν παρέδωσε στὸν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος μὲ ἰδιαίτερη τιμὴ καὶ ευλάβεια μετέφερε στὴν Ἀστυπάλαια. Ἡ ἕλευση τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος ὑπῆρξε Πάσχα λύτρον λύπης γιὰ τὸ νησί. Οἱ εὐλαβέστατοι Ἀστυπαλαιῶτες ὑποδέχθησαν μὲ ἐνθουσιασμὸ τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ Μητέρα τους, τὴν ἐλπίδα, τὸ φῶς, τὴν παρηγοριά τους.
Μὲ εὐγνωμοσύνη ἀσπάζονταν τὰ χέρια τοῦ τυφλοῦ Ἀνθίμου, ποὺ μετέφερε τὸν ἱερὸν τοῦτον θησαυρό.
Πᾶς βλέπων τὴν εἰκόνα αὐτήν, εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ πιστεύσῃ τὸ θαῦμα, εἶναι ἀδύνατον νὰ εἴπη τις, ὅτι ἀνθρωπίνη χεὶρ ἐχορήγησε τὴν ἐν αὐτῇ ἐνυπάρχουσαν θείαν χάριν· τὰ ἀλλεπάλληλα θαύματα ἀδύνατον νὰ περιγραφῶσι, τὰ τελούμενα καθ᾿ ἡμέραν εἰς τὸν Ναὸν τοῦτον, εἰς τοὺς μετὰ πίστεως προστρέχοντας, βεβαιοῦσι τὸ θαῦμα τοῦτο· γράφει ὁ βιογράφος τοῦ Ὁσίου ἀρχιμ. Διονύσιος Ἀραβαντινός. Ἡ πολυφιλημένη Πορταΐτισσα ἀναδείχθηκε τὸ παλλάδιο καὶ καύχημα τῶν ἁπανταχοῦ τῆς γῆς Ἀστυπαλιωτῶν. Ὅλοι οἱ δρόμοι γιὰ τοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ ὁδηγοῦν ἐκεῖ. Ὅλα τὰ βλέμματα καὶ ὅλα τὰ χέρια ὑψώνονται ἱκετευτικὰ πρὸς τὴν σεπτή της Εἰκόνα, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἀειλαμπῆ πνευματικὸ φάρο καὶ ἀπάνεμο λιμάνι γιὰ τους· κοπιῶντας καὶ πεφορτισμένους τοῦ κόσμου τούτου.
Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Ἀνθίμου στὴν Ἀστυπάλαια σχετίζεται καὶ μὲ τὴν θαυματουργὸ ἐξόντωση ἑνὸς τεράστιου ἐρπετοῦ, δημιούργημα ἀσφλῶς πειρασμικῆς ἐνέργειας. Τὸ ἐρπετὸ αὐτὸ φώλιαζε σὲ ἕνα μικρὸ σπήλαιο στὰ βορειανατολικὰ τοῦ νησιοῦ, γνωστὸ μέχρι σήμερα ὡς Δρακοσπηλιὰ ἤ Δρακοντοσπήλαιο.
Δημιουργοῦσε τόσο φόβο στοὺς κατοίκους, ὥστε ἀπὸ τὸ στενὸ σημεῖο τοῦ νησιοῦ καὶ πέρα ὁ τόπος ἦταν ἀκατοίκητος. Ὁ Ὅσιος τοὺς συνιστοῦσε νὰ καλλιεργήσουν καὶ τὸ ὑπόλοιπο νησί, γιὰ νὰ ζήσουν, συναντοῦσε ὅμως τὴν ἀντίδρασή τους ἐξαιτίας τοῦ φιδιοῦ. Ὁ μακάριος Ἄνθιμος τότε μὲ τὴν συνοδεία λίγων πιστῶν –μάρτυρες στὸ ἐξαίσιο θαῦμα ποὺ ἀκολούθησε- πέρασαν τὸ στενὸ τῆς νήσου καὶ ἔφθασαν σὲ ἕνα ὕψωμα ἀπὸ ὅπου διακρινόταν τὸ σπήλαιο τοῦ δράκοντος.
Με τὴν προτροπὴ τοῦ Ὁσίου ἔκοψαν ἀγριοκυπάρισσα (φίδες) ποὺ ἀφθονοῦσαν στὴν περιοχή, καὶ σχημάτισαν μὲ αὐτὰ ἕναν μεγάλο σωρό, σὰν εἶδος θημωνιᾶς. Ὅταν τέλειωσαν τὸ ἔργο τους, εἶδαν ἀπὸ μακριὰ τὸ τερατῶδες ἐρπετὸ νὰ πλησιάζει πρὸς τὸ μέρος τους.
Τὸ ἀνακοίνωσαν στὸν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος τοὺς συμβούλεψε νὰ ἀπομακρυνθοῦν λίγο καὶ νὰ τὸν ἀφήσουν μόνο του. Ὁ ἴδιος παρέμεινε προσευχόμενος, παρακαλῶντας τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο νὰ λυτρώσει τὸν τόπο Της ἀπὸ τὴν σατανικὴ αὐτὴ πλεκτάνη. Πράγματι φθάνοντας τὸ φίδι κουλουριάστηκε πάνω στὴν θημωνιά, ἡ ὁποία μάλιστα ὑποχώρησε ἀπὸ τὸ βάρος του… Ἀμέσως πλησίασαν οἱ ἄνθρωποι καὶ κατὰ προτροπὴ τοῦ Ὁσίου Πατρὸς Ἀνθίμου ἄναψαν φωτιὰ στὸν σωρό. Τὸ ἄλλοτε φοβερὸ ἐρπετὸ κάηκε, χωρὶς διόλου νὰ μετακινηθεῖ ἀπὸ τὴν θέση του ἤ νὰ ἀντιδράσει.
Σύμφωνα δὲ μὲ τις μαρτυρίες τῶν κατοίκων στὸ σημεῖο ἐκεῖνο δὲν φυτρώνει χορτάρι μέχρι σήμερα. Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ἔκτοτε ἀποτελεῖ τὸ διώκτη καὶ τὸ φόβητρο τῶν φιδιῶν.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν οἱ μοναχὲς τῆς Ἱ. Μ. Παναγίας Ἐλεούσης Καλύμνου ἔχουν ἁγιογραφήσει εἰκόνα τοῦ Ὁσίου, ἡ ὁποία παραμένει στὸ Μετόχι τῆς Ὁσίας Μακρίνας σὲ μακρινὴ ἐξοχικὴ τοποθεσία τοῦ νησιοῦ καὶ ἀποτελεῖ ἀλεξητήριο γιὰ τὰ ἐρπετά.
Κατόπιν αἰτήσεως τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου τὸ Μοναστήρι τῆς Πορταΐτισσας στὴν Ἀστυπάλαια ἔγινε Σταυροπηγιακὸ τὸ ἔτος 1761.
Ὁ θεοδίδακτος Ἄνθιμος ἐπιθυμοῦσε νὰ μείνει γιὰ πάντα στὴν Ἀστυπάλαια, ὅμως ὁ μισόκαλος διάβολος παρακίνησε δύο κακοπροαίρετους κατοίκους τοῦ νησιοῦ νὰ συκοφαντήσουν τὸν τυφλὸ ἀσκητή, γιὰ ἀνήθικες σχέσεις μὲ μοναχὴ τῆς συνοδείας του. Τέκνον, εἰ προσέρχη δουλεύειν Κυρίῳ τῷ Θεῷ, ἑτοίμασον τὴν ψυχήν σου εἰς πειρασμόν… Ἐν πυρὶ δοκιμάζεται χρυσός, καὶ ἄνθρωποι δεκτοὶ ἐν καμίνῳ ταπεινώσεως. (Σοφία Σειράχ, Κεφ. Β´).
Ὁ Ἅγιος δέχθηκε μὲ ταπείνωση τὴν κατηγορία, παρεκάλεσε ὅμως τὸν Ἐπίσκοπο νὰ γίνει δημόσια ἡ δίκη του στὸ προαύλιο χῶρο τῆς Μονῆς, ὅπου ὑπῆρχε μία μεγάλη ῥοδιά. Ὅταν συγκεντρώθηκε τὸ πλῆθος καὶ ἀπαγγέλθηκαν οἱ φρικτὲς κατηγορίες, ἔφθασε ἡ ὥρα τῆς ἀπολογίας τοῦ Ὁσίου. Ὁ ἀόμματος κτήτωρ προσῆλθε μὲ τὸ μπαστουνάκι του στὸ κέντρο τῆς αὐλῆς καὶ ζήτησε, ἐπειδὴ ἦταν βραχύσωμος, νὰ τὸν βοηθήσουν νὰ ἀνεβεῖ σὲ ἕνα τραπέζι γιὰ νὰ ἀπολογηθεῖ. Ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι ἄνθρωπος. (Ψαλμὸς νε´, 12). Βαθιὰ σιωπὴ ἁπλώθηκε παντοῦ. Καὶ τότε, ἀφοῦ ὁ ταπεινὸς Γέροντας σταυροκοπήθηκε εὐλαβικά, ἀνασήκωσε τὰ φτωχικά του ῥάσα ἀποκαλύπτωντας τὸ κάτισχνο ἀπὸ τὴν ἄσκηση σῶμά του καὶ τὴν ξηρανθεῖσα ἀνάπηρη φύση του… Τὸ τὶ ἐπακολούθησε εἶναι ἀδύνατον νὰ περιγραφεῖ. Οἱ εὐσεβεῖς Ἀστυπαλιῶτες, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθῶντας τὴν φωνὴ τῆς καρδιάς τους ποτὲ δὲν πίστεψαν στὴν ἐνοχὴ τοῦ Ὁσίου, ἔπεσαν καὶ τὸν προσκύνησαν, οἱ κατήγοροι καταντροπιάστηκαν, ὁ δὲ παμπόνηρος διάβολος κατατροπώθηκε, πέφτοντας ὁ ἴδιος μέσα στὴν παγίδα ποὺ ἔστησε στὸν ἐνάρετο Ἄνθιμο.
Οἱ συκοφάντες ἀργότερα τιμωρήθηκαν παραδειγματικὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ ἀπόγονοί τους φέρουν μέχρι σήμερα τὸ κληρονομικὸ στίγμα νὰ ἔχουν μεταξὺ τῶν μελῶν τους δύο καὶ τρία κωφάλαλα παιδιά, ἔτσι ὥστε νὰ ζοῦν στὴν Ἀστυπάλαια ἀρκετοὶ κωφάλαλοι ἀνάλογα μὲ τὸν πληθυσμό. (Πληροφορία πρώην Μητροπολίτου Λέρου, Καλύμνου καὶ Ἀστυπαλαίας Ἰσιδώρου).
Μετὰ ἀπὸ τὸ θλιβερὸ αυτὸ γεγονός, ὁ Ἅγιος ἐβαρυκάρδισε πολύ, καὶ ἀποφάσισε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Ἀστυπάλαια χάριν ἡσυχίας. Πῆρε τὴν ἀπόφαση αὐτὴν κατόπιν θερμῆς προσευχῆς, γιὰ νὰ μὴν δίνει πλέον στὸν διάβολο ἀφορμὲς πολέμου καὶ σκανδαλισμοῦ στοὺς πιστούς, ἀλλὰ καὶ νὰ δράσει ἱεραποστολικὰ καὶ ἀλλοῦ.. Μάταια οἱ κάτοικοι τῆς νήσου τὸν ἱκέτευαν νὰ μείνει κοντά τους. Ἀναχωρῶντας ὁ Ὅσιος πῆρε μαζί του πολλὰ ἀπὸ τὰ σκεύη καὶ ἄμφια ποὺ εἶχε συνάξει γιὰ τὸ Μοναστήρι. Τέλος θέλησε νὰ πάρει μαζί του καὶ τὴν πολυφίλητη εἰκόνα τῆς Πορταΐτισσας. Ὅμως, ἄν προσπάθησε 3 φορὲς νὰ τὴν σηκώσει, ἡ εἰκόνα παρέμεινε ἀμετακίνητη στὴν θέση της. Ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος κατάλαβε τότε ὅτι τὸ θέλημα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἦταν νὰ μείνει ἡ ἱερὴ εἰκόνα Της θησαυρὸς πολύτιμος στὸ νησί. Ἔτσι ἀφοῦ τὴν ἀσπάστηκε μὲ πολλὰ δάκρυα, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀστυπάλαια συνοδευόμενος ἀπὸ τὶς μοναχὲς τοῦ Ἱεροῦ Κοινοβίου.
Οἱ ἀγαθοὶ Ἀστυπαλαιεῖς ἀναγνώρισαν τὴν ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου καὶ τὸν ἀνακήρυξαν πολιοῦχο καὶ προστάτη τοῦ νησιοῦ τους. Τιμοῦν μὲ ἰδιαίτερη λαμπρότητα τὴν μνήμη του, ὅσο σὲ κανένα ἄλλο μέρος ποὺ σχετίζεται μὲ τὸν Ὅσιο, κατέχουν δὲ ὡς ἰδιαίτερη εὐλογία τὸ μοναδικὸ ποὺ σώζεται ἀπὸ τὰ ἱερά του λείψανα.
* * *
Ζ´. ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ
Τὸν τοῦ Ληξουρίου κλεινὸν βλαστόν,
ἀσκητῶν τὸ κλέος, μοναζόντων ὑπογραμμόν,
τῆς Μονῆς Λεπέδων, δομήτορα τὸν θεῖον,
Ἄνθιμον εὐφημήσωμεν, τὸν τρισόλβιον.
Μετὰ ἀπὸ 20 περίπου χρόνια ὁ Ὅσιος πατὴρ Ἄνθιμος σὰν δεύτερο Ὀδυσσέας ἐπιστρέφει στὴν πατρίδα του Κεφαλληνία γεμᾶτος γνώσεις καὶ κυρίως Γνώση. Μαζί του οἱ ἑπτὰ Μοναχὲς ἀπὸ τὴν Ἀστυπάλαια καὶ τὰς νήσους τοῦ Αἰγαίου· Ἀναστασία, Εὐγενία, Θεοφυλάκτη, Φεβρωνία, Μακαρία, Ἀκακία καὶ Μακαρία. Ὁ ἱερὸς Ἄνθιμος μὲ τὴν σεπτή συνοδεία του περὶ τὰ τέλη τοῦ ἔτους 1768 καταφθάνει στὸ Ληξούρι, ὅπου οἱ συμπατριῶτές του τὸν ὑποδέχονται μὲ εὐλάβεια καὶ ἐνθουσιασμό.
Ἀμέσως κατευθύνεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς Λεπέδων, τὸ μοναστήρι τῆς μοναχικῆς κουρᾶς του. Ἡ ταπεινή του ψυχὴ συντρίβεται ἀντικρίζοντας τὸ ἀγαπημένο του Μοναστήρι σωριασμένο σὲ ἐρείπια, ὕστερα ἀπὸ τοὺς καταστρεπτικοὺς σεισμοὺς τῶν ἐτῶν 1766-1767. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ τοπικοῦ ἀρχιεπισκόπου Κεφαλληνίας, Ζακύνθου καὶ Ἰθάκης Σωφρονίου Κουτούβαλη (1759-782) ἀναλαμβάνει νὰ ἀνακαινίσει καὶ εὐπρεπίσει τὸ πληγωμένο Μοναστήρι.
Ὁ πρώην ἡγούμενος ἱερεὺς Νικόλαος Γαβρίλης καὶ οἱ κάτοικοι τοῦ Ληξουρίου ἀμέσως προσφέρουν τὴν ἀμέριστη βοήθειά τους. Ὅπως ἀναφέρεται στὴ προσήλωση (ἀφιέρωση) ποὺ συντάχθηκε στὶς 10-1-1769, ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος καὶ οἱ μοναχὲς προσφέρουν ὅλες τὶς οἰκονομίες τους γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς κατεστραμμένης Μονῆς. Βοηθοῦν ἐπίσης σημαντικὰ καὶ φιλόθεοι συνδρομητὲς ἀπὸ τὴν γειτονικὴ Ζάκυνθο τὴν ὁποία ὁ Ὅσιος φαίνεται ὅτι ἐπισκεπτόταν. Ἡγουμένη ὁρίζεται ἡ Ἀναστασία ἐνῷ ὁ π. Νικόλαος παραμένει ὡς ἐφημέριος τῆς Μονῆς.
Ἔτσι συγκροτεῖται ἡ πρώτη γυναικεία ἀδελφότητα. Στὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν ἡ Ἱερὰ Μονὴ τῆς Αγίας Παρασκευῆς ἀνακαινίζεται ἐκ βάθρων ἀπὸ τὸν νέο κτίτορα Ἅγιο Ἄνθιμο. Χτίζονται καινούρια κελλιὰ καὶ ξενῶνες, εὐπρεπίζεται ὁ κατανυκτικὸς σπηλαιώδης Ναός, καλλιεργοῦνται τὰ εὔφορα χωράφια κ.τ.λ.
Τὸ σπηλαιῶδες Καθολικὸ τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὰ κελλιὰ τῶν καλογραιῶν μὲ εἰδικὸ διάδρομο ἔτσι ὥστε οἱ Μοναχὲς νά ῾ναι ἀθέατες στοὺς λαϊκοὺς προσκυνητὲς τῆς Μονῆς. Ὁ διάδρομος αὐτὸς διατηρεῖται μέχρι τὶς μέρες μας, σὲ ἕνα σημεῖό του δὲ σταλάζει ἁγίασμα.
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος θεσπίζει και εἰδικὸ κανονισμὸ μὲ τὸν ὁποῖο ῥυθμίζεται ἡ ζωὴ τῆς Ἱερ. Ἀδελφότητος, γνωστὸ ὡς διαθήκη τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου. Δυστυχῶς σήμερα δὲν σώζεται.
Ἔτσι τὸ μοναστήρι ξαναγεννιέται λαμπρότερο καὶ εὐρυχωρότερο. Τὰ αφιερώματα καὶ οἱ προσηλώσεις κτημάτων ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς Κεφαλλῆνες, φανερώνουν τὸν σεβασμό τους πρὸς τὸ ἱερὸ καθίδρυμα καὶ τὸν Ἅγιο κτήτορα. Παράλληλα προσέρχονται νέες μοναχὲς ἀπὸ τὴν Κεφαλληνία καὶ ἀπὸ ἄλλες περιοχές, ἔτσι ὥστε ὁ ἀριθμός τους νὰ αὐξηθεὶ στὶς 14. Μαζί τους ἕνας ἡλικιωμένος μοναχός, πατέρας μιᾶς ἀδελφῆς, καὶ ἕνα νήπιο, ὁ μικρὸς Ἰωάννης, ἀναδεκτὸς τῆς προειρημένης Μοναχῆς. Τὸ παιδάκι αὐτὸ μεγαλώνοντας θὰ ἀκολουθήσει τὸν ἔγγαμο βίο καὶ θὰ γίνει ἱερέας. Εἶναι ὁ γνωστὸς τότε παπα-Ἰωάννης ὁ Λεπεδιώτης, ὁ σεβάσμιος ἱερέας τῆς Μονῆς, ὁ ὁποῖος καὶ θὰ κάνει τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου τὸ ἔτος 1800.
Ὁ θεοφόρος Πατὴρ Ἄνθιμος ἐπιλέγει γιὰ κατοικία του ἕνα ὑγρὸ μικρὸ σπήλαιο, στὰ δεξιὰ τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Κτίζει σὲ αὐτὸ ἕνα μικροσκοπικὸ κελλάκι, ὅπου ἀγρυπνεῖ καὶ προσεύχεται ἀδιαλείπτως. Γιὰ κρεβάτι του ἔχει 2 σανίδες στηριγμένες σὲ πέτρες καὶ ἕναν φθαρμένο τάπητα. Ὁ τυφλὸς ἀσκητὴς ζοῦσε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά του. Ἔτσι ἤξερε νὰ πλημμυρίζει τὴν ὕπαρξή του μὲ αὐτὴν τὴν θεία εὐδαιμονία, τὴν ὁποία ἀγωνιζόταν καὶ ἀγωνιοῦσε νὰ μεταδώσει στοὺς κατοίκους τῆς πατρίδος του καὶ τῶν νησιῶν, ὅπου δροῦσε ἱεραποστολικὰ ἐκεῖνα τὰ ζοφερὰ χρόνια. Ἀρνήθηκε τὴν ψυχή του (Μάρκου 8, 35) –τὰ πάθη καὶ τὸ ἐγωιστικὸ φρόνημα- θυσιάζοντας ἔτσι τὰ πάντα γιὰ τὸν συνάνθρωπο.
Ὁ ἐνάρετος Ἄνθιμος δὲν ξέχασε καὶ τὴν γερόντισσα μητέρα του, τὴν ὁποία καὶ ἐπισκεπτόταν. Σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες τῆς εὐλαβεστάτης Ἀτζουλέττας, ὁ καλόγερός της ἀρκοῦνταν σὲ λίγο ξερὸ ψωμὶ καὶ νερὸ μετὰ τὴν ἐνάτη ὥρα. Κάποια φορὰ ἀναγκάστηκε νὰ διανυκτερεύσει στὸ πατρικό του σπίτι, σὲ ἕνα μικρὸ δωμάτιο δίπλα στὸ μαγειρεῖο. Ξάπλωσε κατάχαμα, σὲ ἕνα παλιὸ χαλὶ ποὺ ἔφερε μαζί του. Πολὺ ἀργὰ τὴν νύχτα ἡ μητέρα ποὺ ἀγρυπνοῦσε ἄκουσε κάποιους παράξενους θορύβους. Πλησίασε ἀθόρυβα καὶ εἶδε ἔκπληκτη τὸ ἅγιο σπλάγχνο της νὰ προσεύχεται καὶ νὰ μετανίζει φορτωμένος ἀλυσίδες καὶ σίδερα. Ἡ πιστὴ μητέρα δὲν ζήτησε τὴν αὐριανὴ ἡμέρα ἐξηγήσεις ἀπὸ τὸν Ὅσιο. Τῆς ἀρκοῦσε ἡ πληροφορία τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά της.
Ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος μὲ ὁρμητήριο τὸ Μοναστήρι τῶν Λεπέδων, ἐπισκέφθηκε ἱεραποστολικὰ τὴν Ζάκυνθο, τὴν Πελοπόννησο, τὰ Κύθηρα, τὴν Κρήτη καὶ τὴν Σίκινο, ἱδρύοντας μικρὰ μοναστήρια καὶ φροντίζοντας γιὰ τὸν ἐπανευαγγελισμὸ τῶν ὑπόδουλων κατοίκων.
Σύμφωνα μὲ τὴν Παράδοση, ὅταν ὁ Ἅγιος ἱεραπόστολος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἐπισκέφθηκε τὸ ἔτος 1777 τὴν Κεφαλληνία, μετὰ τὴν περιοδεία του στὰ χωριὰ Σουλλάρους καὶ Μιχαλιτσᾶτα τῆς ἐπαρχίας Πάλλης Ληξουρίου, ἐπισκέφθηκε καὶ τὴν Μονὴ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στὰ Λέπεδα. Ἤθελε νὰ γνωρίσει ἀπὸ κοντὰ τὸν ἀόμματο Ὅσιο Ἄνθιμο8, γιὰ τὸν ὁποῖο τόσα ἐγκωμιαστικὰ σχόλια εἶχε ἀκούσει ἀπὸ ντόπιους καὶ ξένους στὶς περιοχὲς ὅπου περιόδευε. Μάλιστα μὲ το θεῖο κήρυγμα τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ στοὺς Σουλλάρους, μιὰ νεαρὴ χωρική, ἡ Βικτωρία Βώρου, θέλησε νὰ γίνει μοναχὴ στὰ Λέπεδα. Βρῆκε ἐκεῖ τὸν θεότυφλο Ἄνθιμο, στὸν ὁποῖο ἀποκάλυψε τὸν σκοπό της. Ὁ Ὅσιος τὴν δέχθηκε εὐχαρίστως καὶ τῆς πρότεινε νὰ μείνει ὡς δόκιμη στὸ Μοναστήρι κάνοντας ὑπακοὴ στὴν ἡγουμένη.
Ἔπειτα ἀπὸ λίγο καιρό, ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Κεφαλληνία γιὰ κάποιο ἀπὸ τὰ ἱεραποστολικά του ταξίδια. Τότε ἡ ἡγουμένη Ἀναστασία συνέστησε στὴν Βικτωρία, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ νέα, νὰ ἐπιστρέψει στὸ πατρικό της σπίτι καὶ ἐκεῖ νὰ ἐκτελεῖ τὰ μοναχικά της καθήκοντα. Τῆς ἄφησε δὲ ῥητὴ ἐντολὴ νὰ ἐπιστρέψει στὸ Μοναστήρι, όταν μάθει τὴν ἐπάνοδο τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου.
Ἡ Βικτωρία ἐπέστρεψε στοὺς γονεῖς της, ἐπειδὴ ὅμως πιεζόταν ἀπὸ τὸ κοινωνικὸ περιβάλλον νὰ παντρευτεῖ, ὁ πατέρας της τὴν ὁδήγησε τελικὰ στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου στὴν Μηλαπιδιά. Ὅταν ἀργότερα ἔμαθε τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου στὸ νησί, μὲ τὴν εὐλογία τῆς ἡγουμένης πῆγε στὰ Λέπεδα γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐχή του. Ὁ τυφλὸς ἀσκητὴς τὴν ὑποδέχθηκε στὸ ταπεινὸ κελλάκι του. Τότε τῆς εἶπε: Πῶς δὲν ἔκανες ὑπομονὴ παιδί μου, καθὼς σὲ διέταξε ἡ ἡγουμένη, μέχρι νὰ ἔλθω, ἀλλὰ φρόντισες νὰ πᾶς σὲ ἄλλο μοναστήρι; Καὶ προφητικὰ συμπλήρωσε: Καλά, πήγαινε, ἀλλὰ ἐδῶ μέσα θὰ γυρίσεις νὰ πεθάνεις!
Πράγματι ἡ Βικτωρία ἐπέστρεψε στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, ὅπου ἔγινε μοναχὴ μετονομασθεῖσα Ἀγαθονίκη. Ἐκεῖ ἔζησε ἀμέμπτως πολιτευόμενη, σύμφωνα μὲ τοὺς κανὸνες τῆς μοναχικῆς πολιτείας, πάνω ἀπὸ 50 χρόνια, δίχως ποτὲ νὰ δωθεῖ ἀφορμὴ ἀναχώρησής της ἀπὸ ἐκεῖ. Πολλὲς φορὲς θυμόταν τὸν λόγο τοῦ μοναχοῦ Ἀνθίμου, καὶ ὄχι μόνο ἀμφέβαλλε ἀλλὰ καὶ ἀπιστοῦσε, ὅτι μποροῦσε νὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ πρόῤῥησή του. Ὅμως ἐντελῶς ξαφνικά, κατ᾿ ἐπιταγὴν τῆς Ἀγγλικῆς Κυβερνήσεως, τὸ ἔτος 1830 συστήθηκε στὸ Μοναστήρι του Ἁγίου Ἀνδρέου Οἰκοτροφεῖο καὶ σχολεῖο κορασίδων, οἱ δὲ μοναχὲς διετάχθησαν νὰ τὸ ἐγκαταλείψουν καὶ νὰ βροῦν καταφύγιο ἀλλοῦ.
Ἡ μεγαλόσχημη μοναχὴ Ἀγαθονίκη, ἄνω τῶν 70 ἐτῶν πλέον, γιὰ 2 περίπου χρόνια κατοικοῦσε στὰ σπίτια τῶν ἀνεψιῶν της καὶ σὲ κάποια μοναστηράκια, δίχως πουθενὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἡσυχάσει καὶ νὰ ἀναυπαθεῖ. Τέλος παρακινούμενη ἀπὸ τοὺς ἀνεψιούς της πῆγε μὲ 2 ἄλλες μοναχὲς στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στὰ Λέπεδα.
Ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος εἶχε πλέον συγχωρεθεῖ. Ἔπειτα ἀπὸ καιρό ὁ ἀρχιερατικὸς ἐπίτροπος π. Νικόλαος Δρακονταείδης εἰδοποίησε τὴν ὑπέργηρη πλέον Γερόντισσα νὰ ἐπιστρέψει στὸ μοναστήρι της καὶ νὰ τελειώσει ἐκεῖ τὸ στάδιο τῆς μετανοίας της. Περιχαρὴς ἡ ἐνάρετη Ἀγαθονίκη, ἄν καὶ καταβεβαρυμένη ἀπὸ τὸ γῆρας, ἀποφάσισε νὰ πάει.
Ὅμως τὴν ἡμέρα ποὺ ἔμελλε νὰ μεταβεῖ στὸ Μοναστήρι τῆς Μηλλαπιδιάς, ἀῤῥώστησε βαριὰ καὶ μετὰ ἀπὸ 5 μέρες, ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε στὸν παπᾶ-Ἀραβαντινό, καὶ κοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ σὲ ἡλικία 80 ἐτῶν. Ἔτσι ἐπαληθεύτηκε ἡ πρὶν 60 χρόνια περίπου πρόῤῥηση τοῦ Ἀγίου Ἀνθίμου τοῦ θεότυφλου γιὰ τὸν θάνατο τῆς Ἀγαθονίκης Μοναχῆς στὰ Λέπεδα.
* * *
Η´. ΚΡΗΤΗ
Κρήτη περιχαρῶς, τῇ μνήμῃ σου χορεύει, Ἄνθιμε θεομάκαρ,
τῆς σῆς διδασκαλίας, τῶν φθόγγων ἀπολαύσασα.
Ἡ Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς τῶν Λεπέδων ὑπῆρξε ἡ βάση καὶ τὸ ὁρμητήριο τοῦ Ἁγίου Ἀνθίμου γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀφύπνιση καὶ ἀνεφοδιασμὸ τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τῶν Κρητῶν τῆς ἐπαρχίας Σφακίας. Ἡ σωματικὴ ἀλγηδόνα δὲν ἐμπόδισε τὸν φλογερὸ ἱεραπόστολο τοῦ Χριστοῦ νὰ φθάσει στὰ μακρινὰ καὶ ἀπροσπέλαστα Σφακιά, ἀντιμετωπίζοντας τὸ τρικυμιῶδες πέλαγος καὶ πλῆθος ἄλλων κινδύνων. Ὁ Ἅγιος ἔφθασε στὰ Σφακιὰ τὸ ἔτος 1770, τότε ποὺ ἡ περιοχὴ συνταρασσόταν ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση τοῦ ἥρωα ὁπλαρχηγοῦ Δασκαλογιάννη (Ἰωάννη Βλάχου) ἐναντίον τοῦ Τούρκου. Ἦταν ἡ πρώτη μεγάλη ἐπανάσταση τῶν Κρητῶν κατὰ τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ (1669-1898), ἀλλὰ καὶ ἡ αἱματηρότερη μὲ πολλὲς καταστροφὲς καὶ ὁμαδικὲς σφαγές.
Ὁ Ὅσιος Πατὴρ βρῆκε τοὺς κατοίκους νὰ ζοῦν σὰν ἄγρια θηρία, μὲ ἔριδες καὶ φθόνους, ἴσως λόγῳ τῆς ἐμπόλεμης κατάστασης ποὺ ἐπικρατοῦσε. Οἱ Σφακιανοὶ ἐντυπωσιάστηκαν ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ τυφλοῦ μοναχοῦ. Τὸ εὐαγγελικό του κήρυγμα ἔφερε τὴν καλλὴ ἀλλοίωση στὴν ψυχή τους, ὥστε πολλοὶ νὰ ἀφήσουν τὰ ὅπλα καὶ νὰ εἰρηνεύσουν μεταξύ τους. Ὑπακούοντας στὶς παρακλήσεις τῶν ντόπιων ὁ Ὅσιος ἔκτισε μικρὸ γυναικεῖο Μοναστήρι πρὸς τιμὴν τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς Κρήτης κατέφθανε καθημερινὰ στὰ Σφακιά, πλῆθος κόσμου γιὰ νὰ φωτισθοῦν καὶ ξεδιψάσουν ἀπὸ τὸ ζείδωρο λόγο τοῦ μακαρίου Ἀνθίμου. Ἡ ἐπιῤῥοὴ τοῦ Ὁσίου ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε κάποτε 3 δόλιοι μάγοι ἀποφάσισαν νὰ τὸν συλλάβουν και νὰ τὸν θανατώσουν. Ἀπὸ τὴν κορυφὴ ψηλοῦ βουνοῦ τῆς περιοχῆς ἀντίκρισαν τὸν Ὅσιο Ἄνθιμο νὰ διδάσκει τοὺς πιστούς. Ἔντρομοι ὅμως παρατήρησαν ἀπὸ τὸ ὑποχθόνιο αὐτὸ ἐπιχείρημα. Κατάλαβαν ὅτι εἶχαν μπροστά τους ἕναν ἄξιο ὑπηρέτη τοῦ Θεοῦ, στὴν ἁγιότητα τοῦ ὁποίου ἐκδημενίζεται κάθε ῥαδιουργία καὶ δολιοφθορά.
Ὅταν κάποτε ὁλοκλήρωσε τὴν διδασκαλία του ὁ Ὅσιος, ἔφεραν κοντά του μιὰ γυναίκα τυφλή. Καὶ πάλι ἡ μεγάλη πίστη τοῦ Ἁγίου ἀσκητοῦ θαυματούργησε. Συντριβήτωσαν ὑπὸ τὴν σημείωσιν τοῦ τύπου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ σου πᾶσαι αἱ ἐναντίαι δυνάμεις· προσευχήθηκε, σχηματίζοντας ταυτόχρονα τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὰ ἄφωτα μάτια τῆς παθούσης. Ἀμέσως ἡ πρώην τυφλὴ ἀνέβλεψε καὶ εὐχαρίστησε μὲ δάκρυα χαρᾶς τὸν Ἅγιον θεράποντα τοῦ Θεοῦ. Ὄντως μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα! Ἄλλοτε πάλι, θέλοντας ὁ Ἅγιος νὰ ἀφυπνίσει τὶς συνειδήσεις τῶν κατοίκων καὶ νὰ ἐμφυτεύσει στὴν ψυχή τους τὴν καλὴν ἀνησυχίαν γιὰ τὴν σωτηρία τους, προσευχήθηκε κατὰ τὸν Ἰούλιο μῆνα καὶ ἔβρεξε πολύ, ἐνῷ σὲ ἄλλη περίπτωση τὸ κήρυγμά του συνοδεύτηκε ἀπὸ ἰσχυρὴ σεισμικὴ δόνηση. Σὲ τόση καθαρότητα καρδιᾶς ἔφθασε ὁ ζηλωτὴς ἱεραπόστολος καὶ τόση παῤῥησία εἶχε πρὸς τὸν Θεό, ὥστε ὑποκλίνονταν μπρός του τὰ στοιχεῖα καὶ οἱ δυνάμεις τῆς φύσεως.
Κάποια ἄλλη φορά, μιὰ ἄτεκνη γυναῖκα ἀπὸ χωριὸ τῆς περιοχής, ἱκέτεψε τὸν Ὅσιο νὰ προσευχηθεῖ γιὰ νὰ ἀποκτήσει παιδί. Ὁ πατὴρ Ἄνθιμος δέχθηκε, τὴν συμβούλευσε ὅμως νὰ τὸ ἀφιερώσει στὸν Κύριο. Πράγματι ἡ γυναῖκα γέννησε, ὅμως δὲν δέχθηκε νὰ ὑπακούσει στὴν προτροπὴ τοῦ Ὁσίου. Θλιβερὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ πεθάνει τὸ παιδί, καὶ νὰ μείνει ξανὰ ἄτεκνη…
Σὲ ἕνα ἄλλο χωριὸ τῶν Σφακίων ζοῦσε μιὰ μάγισσα, ἡ ὁποία ἔφτιαχνε φυλακτά. Ετσι ὁ διάβολος κέρδιζε ὕπουλα τὶς ψυχὲς τῶν κατοίκων. Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ Ἅγιος, συγκέντρωσε τὰ φυλακτά, καὶ πρόσταξε νὰ τὰ κάψουν. Τότε ἔπνευσε δυνατὸς ἄνεμος καὶ ἐμφανίστηκε ἕνα σκοτεινὸ σύννεφο μὲ ἀναρίθμητους κόρακες, τοὺς ὁποίους ἐπετίμησε ὁ θεοφώτιστος Πατὴρ καὶ ἐξαφανίστηκαν.
Ἄλλοτε πάλι κάποιοι χριστιανοὶ ἀπὸ τὴν Ῥέθυμνο ξεκίνησαν γιὰ τὰ Σφακιά, μὲ σκοπὸ νὰ ἀκούσουν τὴν διδαχὴ τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του. Στὸ δρόμο συνάντησαν κάποιον Τοῦρκο που περιποιόταν τὸν ἐλαιῶνά του. Ὅταν ἔμαθε τὸν σκοπὸ τοῦ ταξιδιοῦ τους ἄρχισε νὰ τοὺς χλευάζει: Ἀνόητοι! Πηγαίνετε νὰ ἀκούσετε διδαχὴ ἀπὸ τὸν Ἅγιόν σας! Αὐτὸς εἶναι μάγος καὶ ἀπατεώνας, καὶ γιὰ αὐτὸ τυφλώθηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅμως ὁ βλάσφημος ὑβριστὴς τιμωρήθηκε σκληρά. Στὴν ἐπιστροφή τους οἱ ταπεινοὶ ἐκεῖνοι προσκυνητές, εἶδαν ὅτι ὁ θαυμάσιος ἐκεῖνος ἐλαιῶνας εἶχε καεῖ ὁλοσχερῶς. Ὁ δὲ Τούρκος ἰδιοκτήτης ἀφοῦ ἀῤῥώστησε, πέθανε σὲ λίγες μέρες μέσα σὲ φριχτοὺς πόνους.
Ἄρκετὲς πληροφορίες γιὰ τὸν Ὅσιο καὶ τὴν δράση του στὴν Κρήτη δίνει ὁ Ἄγγλος περιηγητὴς καὶ νομικὸς Robert Pashley στὸ ἔργο του· Ταξίδια στὴν Κρήτη. Γράφει: Οἱ γεροντότεροι Σφακιανοί, θυμοῦνται ὅτι λίγο μετὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ 1769 ἦρθε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος ἕνας ἅγιος ποὺ ἦταν τυφλός, καὶ ποὺ δὲν ἔτρωγε ποτέ. Ἦρθε γιὰ νὰ κάνει κήρυγμα καὶ προφητεῖες στοὺς Σφακιανούς. Ὅταν εἶχε μεγάλο ἀκροατήριο συνήθιζε νὰ δείχνει ποιοὶ ἦσαν οἱ ἁμαρτωλοί, καὶ ποιοὶ οἱ ἐνάρετοι. Μια φορὰ μάλιστα ἦρθαν στὴν συνάθροιση μερικοὶ μωαμεθανοί, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν προλάβει ἀκόμη νὰ μποῦν στὴν ἐκκλησία, ὅταν ἀναφώνησε ὅτι δὲν θὰ μάθουν ἀπὸ αὐτὸν τίποτα καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ πᾶνε στὸν προφήτη τους τὸν Μωάμεθ. Δήλωσε ἐπιπλέον ὅτι ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ θὰ ἀποτρεπόταν μόνον ἐφ᾿ ὅσον ἐγκατέλειπαν τὶς ἀντιχριστιανικὲς καὶ δολοφονικές τους συνήθειες. Κατὰ γενικὴ ὁμολογία ἐξ᾿ ἄλλου, ἡ φήμη καὶ ἡ ἐπιῤῥοὴ τῶν κηρυγμάτων του ἦταν τόσο σημαντική, ὥστε γιὰ κάποιο διάστημα σταμάτησαν οἱ δολοφονίες ποὺ ἦταν συνήθεις στὰ Σφακιά ἀπὸ ἀμνημονεύτων χρόνων. Ὡστοσο, ἡ ἐποχὴ ποὺ συνέβαιναν αὐτὰ εἶναι τόσο παλιὰ ὥστε δὲν μποροῦμε νὰ μάθουμε κάτι περισσότερο γιὰ αὐτὸν τὸν ἄξιο ἄνθρωπο9.
Εἶναι σημαντικὸ νὰ ἀναφέρουμε, ὅτι μὲ τὸν Ἅγιο Ἄνθιμο κατέφυγαν στὴν Κεφαλληνία Κρῆτες πρόσφυγες, μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Κρήτης ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς τὸ ἔτος 1669.
* * *
Θ´. ΚΥΘΗΡΑ
Μέγας πέλεις ἀρωγὸς καὶ προστάτης τῆς Μονῆς Ἄνθιμε,
τοῖς ἐν Κυθήροις, τοῦ Προδρόμου τοῦ Χριστοῦ.
Ἀναχωρῶντας ἀπὸ τὴν μεγαλόνησο Κρήτη, τὸ καΐκι τοῦ τυφλοῦ θαλασσοπόρου προσάραξε στὸ Τσιρίγο (Κύθηρα). Ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ τὸν καλοῦσε νὰ διδάξει καὶ σὲ αὐτὸ τὸ νησί. Τότε τὰ Κύθηρα, ὅπως ὅλα τὰ Ἑπτάνησα, βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Ἑνετῶν. Δὲν ἔλειπαν ὅμως οἱ τουρκικὲς ἐπιδρομές, καὶ οἱ καταστροφὲς ἀπὸ τοὺς Ἀλιτζερινοὺς πειρατές. Σὲ αὐτὰ τὰ δυσκολα χρόνια ὁ σπόρος τοῦ θείου λόγου τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου εὐδοκίμησε καὶ ἔφερε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα στὰ Κύθηρα.
Ὁ Ἅγιος ἐκήρυξε σὲ ὅλα τὰ χωριὰ καὶ στὴν πρωτεύουσα τοῦ νησιοῦ. Λουσθεῖτε, καθαρισθεῖτε μὲ τὴν ἐξομολόγηση, διῶξτε τὶς πονηριὲς ἀπὸ τὶς ψυχές σας. (Ἡσ. α´, 16). Μὲ τὴν βοήθεια τῶν χριστιανῶν ἔκτισε τὸ ἔτος 1773 Μοναστήρι τοῦ Γενεθλίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου κοντὰ στὸ χωριὸ Λειβάδι, ὁ ὁποῖος φρόντισε νὰ ἐπανδρώσει μὲ ἐνάρετους Μοναχούς. Ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος φρόντισε νὰ ἱδρύσει στὸν ἴδιο ναὸ καὶ δεύτερο ἅγιο Βῆμα πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Γερασίμου, προστάτου τῆς πατρίδος του Κεφαλληνίας.
Σχετικὰ μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Ἱ. Μονῆς σώζεται ἡ παρακάτω παράδοση: Κάποιο πλοῖο, τὸ ὁποῖο ταξίδευε πρὸς τὰ Β. Α. παράλια τῆς νήσου, κινδύνευσε νὰ βυθιστεῖ λόγῳ μεγάλης τρικυμίας. Ὁ πλοίαρχος προσευχήθηκε τότε στὸν Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία του, δίνοντας ὑπόσχεση νὰ κτίσει ναὸ σὲ τοποθεσία ὁρατὴ ἀπὸ τὸ σημεῖο ὅπου ἐκινδύνευε τὸ πλοῖό του. Πράγματι σώθηκε τὸ πλοῖο καὶ ὁ κυβερνήτης ἀποβιβάστηκε στὰ Κύθηρα. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν τυφλὸ Ἄνθιμο στὸν ὁποῖο καὶ χορήγησε τὰ ἀπαραίτητα χρήματα γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς Ἱ. Μονῆς. Ἀπαίτησε μάλιστα ὁ διασωθεὶς πλοίαρχος καὶ χορηγός, ὅπως τὸ ἱερὸ Βῆμα τοῦ Καθολικοῦ στρέφεται πρὸς τὸ σημεῖο ὅπου ἐκινδύνευσε νὰ πνιγεῖ.
Οἱ εὐλαβεῖς κάτοικοι τῶν Κυθήρων φρόντισαν γιὰ τὴν κτηματικὴ περιουσία τῆς Μονῆς, προσφέροντας ἀξιόλογες ἐκτάσεις καὶ ἀφιερώματα.
* * *
Ι´. ΣΙΚΙΝΟΣ
Χαίρεται φαιδρῶς Σίκινος ἡ νῆσος Πάτερ,
ἔχουσα προστάτην σε μέγιστον, καὶ δομήτορα Μονῆς Χρυσοπηγῆς.
Τελευταίος σταθμὸς τῆς ἱεραποστολῆς τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου στὸ Αἰγαίο ὑπῆρξε ἡ μικρὴ Σίκινος. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἐπέλεξε τὸν φλογερὸ ἱεραπόστολο, γιὰ νὰ ἀναστηλώσει τὸ ἐκεῖ ἱερό της καθίδρυμα.
Τὸ πλοιάριο τοῦ Γέροντος Ἀνθίμου ἔφθασε στὴν Σίκινο τὸ ἔτος 1775, μὲ ἱερὸ σκοπὸ νὰ ἀποπερατώσει τὴν Ἱ. Μονὴ Ζωοδόχου Πηγῆς-Χρυσοπηγῆς. Ὁ Ἅγιος εὐλαβεῖτο ἰδιαιτέρως τὴν Παναγία Χρυσοπηγή. Παλαιότερα εἶχε προσκυνήσει τὸ θαυματουργό Της εἰκόνισμα στὴν γειτονικὴ Σίφνο. Οἱ ἀγαθοὶ νησιῶτες βοήθησαν τὸν τυφλὸ Ἄνθιμο νὰ ἀνεβεῖ στὸ φρούδι τοῦ Μοναστηριοῦ, στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ πάνω ἀπὸ τὸν οἰκισμὸ τοῦ νησιοῦ, ὅπου ἀπὸ τὸν 17ο αἰῶνα δέσποζε τὸ σταυροπηγιακὸ γυναικεῖο Μοναστήρι τῆς Κυρᾶς τῆς Χρυσοπηγῆς.
Τὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια, πολλὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου ὑπέφεραν ἀπὸ συχνὲς πειρατικὲς ἐπιδρομές. Ἀνάμεσά τους καὶ ἡ Σίκινος. Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος βρῆκε τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας βαριὰ πληγωμένο ἀπὸ παλαιότερη πειρατικὴ ἐπιδρομή. Οἱ χριστιανοὶ τῆς Σικίνου καὶ οἱ λιγοστὲς μοναχές, εἶδαν στὸ πρόσωπο τοῦ ἀγωνιστὴ μοναχοῦ τὸν σωτήρα τους. Ἡ γλυκιά τους Παναγία ἔστειλε στὸ νησάκι τους τὸν ταπεινό της δοῦλο γιὰ νὰ φτιάξει τὸ Μοναστήρι της ξανά. Ὁ θεοφόρος Πατὴρ ὅμως φρόντισε νὰ στηλώσει καὶ τὴν πίστη στὴν ταλαίπωρη ἀπὸ τὶς δοκιμασίες καρδιά τους. Μὲ τὴν συνδρομὴ τῶν κατοίκων ἀποπεράτωσε τὴν Ἱ. Μ., καὶ διοργάνωσε τὴν ἐκεῖ ὑπάρχουσα μοναστικὴ ἀδελφότητα. Κατὰ τὸ διάστημα τῆς παραμονῆς του ἐκεῖ χτίστηκαν ψηλὰ τείχη, τὰ κελλιὰ τῶν καλογραιῶν, ὑπόγειες ἀποθῆκες, καὶ δεξαμενὲς βρόχινου νεροῦ. Ἀνακαινίστηκε τὸ μικρὸ βυζαντινοῦ ῥυθμοῦ Καθολικό, τὸ ὁποῖο στολίστηκε μὲ ξυλόγλυπτο τέμπλο καὶ ὡραῖες εἰκόνες. Πάνω ἀπὸ τὴν πόρτα ἐντοιχίστηκε ἐπιγραφή, ἡ ὁποία ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ νέου ἱδρυτῆ καὶ τὴν ἡμερομηνία τῆς ἀνακαίνισης: Ἄνθιμος Μοναχός, 1775 Ἰουλίου 10. Ὁ ἱερὸς Ἄνθιμος ἐνδεχομένως νὰ ἀσήμωσε καὶ τὴν θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Χρυσοπηγῆς, ἔργο τοῦ 17ου αἰῶνα, ἡ ὁποία σήμερα φυλάσσεται εὐλαβικὰ στὸν ἐνοριακὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου.
Τώρα πιὰ τὸ μοναστήρι ἦταν ἀσφαλὲς καταφύγιο ἀπὸ τοὺς πειρατές, ποὺ λυμαίνονταν τὸ φτωχικὸ νησί. Πάνω ἀπὸ τὴν μοναδικὴ εἴσοδο χτίστηκε ζεματίστρα γιὰ τοὺς βέβηλους καταπατητές. Ἀκόμη στὴν Β. Α. γωνία τῶν κελλιῶν διαμορφώθηκε μιὰ μυστικὴ κρύπτη. Ἀπὸ ἐκεῖ οἱ πολιορκημένοι κατέβαιναν μὲ σχοινὶ τοὺς ἀπόκρημνους βράχους καὶ καταλήγοντας σὲ ἕνα μικρὸ μονοπάτι, ἔβρισκαν διέξοδο πρὸς στὴ θάλασσα.
Ἡ Ἱερὰ Μονὴ τῆς Χρυσοπηγῆς εἶναι τὸ τελευταῖο ἀπὸ τὰ ἕξι ποὺ ἵδρυσε ἤ ἀνακαίνισε ὁ Ἅγιος, χωρὶς ποτὲ νὰ δεῖ κανένα ἀπὸ αὐτὰ μὲ τὰ σωματικά του μάτια. Τὰ λαμπερὰ ὅμως μάτια τῆς ψυχῆς του ἔβλεπαν ἀεννάως τὸ ἄκτιστον φῶς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ὁδηγοῦσε τὰ βήματά του στὴν ἱερή του ἀποστολή. Ἔσπειρε τὰ Μοναστηράκιά του μὲ πολλοὺς κόπους καὶ δάκρυα, τώρα ὅμως θερίζει ἀγαλλόμενος τοὺς γλυκύτατους καρποὺς αὐτοῦ τοῦ ὑπεράνθρωπου ἀγῶνα.
* * *
ΙΑ´. Η ΟΣΙΑΚΗ ΤΕΛΕΥΤΗ ΤΟΥ
Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν.
(Πρὸς Ἑβραίους 13, 14)
Στὴν ἐπίγεια ζωή του ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος βρισκόταν πάντοτε σὲ μιὰ διαρκῆ μετακίνηση. Συχνὰ ταξίδευε στὴν κοντινὴ Πελοπόννησο, ὅπου τὰ ἄνθη τῶν λόγων του ἀποτελοῦσαν πηγὴ ζῶσα γιὰ τοὺς ὑπόδουλους. Μὲ τὶς προσφορὲς τῶν πιστῶν συντηροῦσε καὶ ἐνίσχυε τὰ μοναστήρια ποὺ εἶχε ἱδρύσει, φροντίζοντας συγχρόνως γιὰ τὸ ἀνθρώπινο δυναμικό τους.
Κάποτε ποὺ ὁ Ἅγιος βρισκόταν στὰ Λέπεδα ἔλαβε τρεῖς συστατικὲς ἐπιστολὲς ἀπὸ κατοίκους τῆς Μάνης, οἱ ὁποῖοι τὸν παρακαλοῦσαν νὰ πάει ἐκεῖ γιὰ νὰ τοὺς εἰρηνεύσει μεταξύ τους. Καθὼς στὴν περιοχὴ τῆς Μάνης τότε ἐπικρατοῦσαν ἀντεκδικήσεις, πειρατεία καὶ ἀπαιδευσιά. Αὐτὸν εἶχαν κρίνει ἄξιο γιὰ τὸ δύσκολο αὐτὸ ἔργο. Ἡ ἐμπαθὴς ταραγμένη ψυχή τους διψοῦσε γιὰ ἁγιότητα, γιὰ τὴν ὁποία πάντοτε θὰ διψᾶ ἡ ἀποπροσανατολισμένη ἀνθρωπότητα… Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος ξεκίνησε ἀπὸ τὰ Λέπεδα μὲ τὸ πλοιάριο τῆς Μονῆς. Μαζί του καὶ οἱ 4 ναῦτές του, κυβερνήτης τῶν ὁποίων ἦταν ὁ Παναγῆς Συνοδινὸς ἀπὸ τοὺς Σουλλάρους, ὁ ὁποῖος διέμενε καὶ ὑπηρετοῦσε στὸ μοναστήρι.
Ὅταν ξανοίχτηκαν στὸ ἔδαφος βρέθηκαν πάλι ἀντιμέτωποι μὲ τὸν φοβερὸ σάλο τῶν κυμάτων. Ἔτσι ἀναγκάστηκαν νὰ ἀγκυροβολήσουν σὲ μιὰ ἐρημικὴ ἀκτή, κοντὰ στὸ χωριὸ Κελμπεσιὸ τῆς Β. Δ. Πελοποννήσου (νῦν Ἄραξος τῆς Ἀχαΐας). Οἱ κάτοικοι ζοῦσαν τότε ληστρικὸ βίο. Ὅταν ἀντιλήφθησαν τὴν προσάραξη τοῦ πλοίου στὴν περιοχή τους, ἔτρεξαν 6 ἀπὸ αὐτοὺς ὁπλισμένοι γιὰ νὰ τοὺς ληστέψουν. Ὁ Ὅσιος τότε καθησύχασε τοὺς ναῦτες λέγοντάς τους νὰ μὴν φοβοῦνται, διότι δὲν πρόκειται νὰ τοὺς πειράξουν. Πράγματι, ὅταν 2 ἀπὸ τοὺς ληστὲς μπῆκαν μέσα στὸ πλοῖο, ὁ ἱερὸς Ἄνθιμος τοὺς περίμενε στὴν πρύμνη μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο καὶ τοὺς λέγει αὐστηρά: Καὶ εἶσθε ἐσεῖς Χριστιανοὶ δεῖνα καὶ δεῖνα (ὁνομάζοντάς τους), χριστιανοὶ καὶ νὰ ζεῖτε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ληστεύοντας τοὺς ἀνθρώπους; Νὰ σκοτώνετε ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς πίνετε τὸ αἷμα; Ὦ, ἀλλοίμονο σὲ σᾶς!
Μόλις αὐτοὶ ἄκουσαν τὰ ὀνόματά τους καὶ τὰ ἐπιτημητικὰ λόγια τοῦ Ὁσίου, πέταξαν τὰ ὅπλα τους καὶ πέφτοντας στὰ πόδια του ζητοῦσαν νὰ τοὺς συγχωρέσει. Ὁ Ἅγιος τοὺς συγχώρεσε καὶ τοὺς συμβούλευσε νὰ κάνουν νέα ἀρχή, ἀφήνοντας τὴν ἀνάρμοστη προηγούμενη ζωή τους. Ἐκεῖνοι μετανοημένοι καὶ ἀναγεννημένοι ἔτρεξαν στὸ χωριό, καὶ ἀνακοίνωσαν στοὺς κατοίκους τὴν ἕλευση τοῦ Ἁγίου Μοναχοῦ Ἀνθίμου. Τότε ὅλοι οἱ χωρικοὶ κατέβηκαν στὸ γιαλὸ νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του. Μαζί του καὶ ὁ ἱερεὺς τοῦ χωριοῦ ντυμένος ὡς λαϊκός, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ ἄλλους Κελμπεσιῶτες μπῆκαν στὸ πλοῖο.
Ἀμέσως ὁ τυφλὸς Ἅγιος τοῦ λέει μὲ αὐστηρὸ τόνο: Καὶ σὺ παπᾶ, καὶ σὺ παπᾶ, εἶσαι καὶ ἐσὺ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὅμοιος μὲ αὐτούς; Ὦ, ἀλλοίμονο σὲ ἐσᾶς! Θὰ πέσει φωτιὰ νὰ σᾶς κάψει ἄν δὲν ἀλλάξετε ζωή, ἄν δὲν κλάψετε γιὰ τὶς ἁμαρτίες σας! Δὲν μοῦ λὲς παπᾶ, σὲ ποιὰ ἐκκλησία λειτουργεῖς; Σὲ ξέσκεπη ἢ σκεπασμένη;Καὶ ὁ ἱερεὺς ἀπάντησε ἔνοχα: Σὲ ξέσκεπη. Καὶ τὸν ῥωτᾶ ὁ Ὅσιος: Ὦ συμφορά σου: Καὶ γνωρίζεις τι εἶναι τὰ Ἄχραντα Μυστήρια ποὺ ὑψώνεις; Ξέρεις τι μελίζεις;
Ἀκούγοντας οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ αὐτὰ τὰ ἀποκαλυπτικὰ λόγια συγκλονίστηκαν, καὶ γονατίζοντας μπροστὰ στὸν Ἅγιο Μοναχό, ζήτησαν νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεὸ γιὰ νὰ τοὺς συγχωρέσει. Ὑποσχέθηκαν μάλιστα νὰ ἀλλάξουν ζωὴ καὶ νὰ σκεπάσουν τὴν Ἐκκλησία τους. Τέλος παρεκάλεσαν τὸν Ὅσιο νὰ μείνει γιὰ λίγο καιρὸ κοντά τους γιὰ νὰ φωτισθοῦν ἀπὸ τὸ εὐαγγελικό του λόγο καὶ νὰ τοὺς οἰκοδομήσει στὴν πνευματικὴ ζωή. Ὅμως ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ καλοῦσε ἀλλοῦ τὸν πιστό του ὑπηρέτη. Οἱ χωρικοὶ ἀποχαιρέτησαν μὲ πολλὰ δάκρυα τὸν εὐεργέτη τους. Τοῦ πρόσφεραν σιτάρι, ὄσπρια καὶ χρήματα γιὰ τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο. Ὁ θεοφόρος Πατὴρ τοὺς εὐλόγησε καὶ ἔδωσε ἐντολὴ στὸ πλήρωμά του νὰ συνεχίσουν τὸ ταξίδι τους γιὰ τὴν Μάνη.
Δὲν πέρασαν ὅμως λίγες ὧρες ἀπὸ τὸν ἀπόπλου, ὅταν τὸ πρόσωπο τοῦ θείου Ἀνθίμου ἄστραψε θεῖον φῶς καὶ ἀπὸ τὰ σβησμένα μάτια του ξεχύθηκαν δάκρυα χαρᾶς. Ὁ ἐνάρετος ἱεραπόστολος ἔλαβε πληροφορία ἄνωθεν ὅτι σύντομα θὰ ἔφευγε ἀπὸ τούτην τὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος. Ὁ καιρὸς τῆς ἐμῆςἀναλύσεως ἐφέστηκε (Τιμόθεον Β´ 4-7), ψιθύρισε μὲ ταπείνωση καὶ εὐγνωμοσύνη. Ὕδωρ ζῶν, ἀλλόμενον ἐν ἐμοί, ἔσωθέν μοι λέγει· Δεῦρο πρὸς τὸν Πατέρα. Δοξολογῶντας τὸν Θεὸ διέταξε τότε τοὺς ἔκπληκτους ναῦτες νὰ ἀλλάξουν πορεία καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὰ Λέπεδα, διότι: Ὁ Θεὸς δὲν θέλει νὰ ὑπάγω εἰς τὸ ἔργον διὰ τὸ ὁποῖον μοῦ ἔγραψαν, ἀλλὰ νὰ ὑπάγω ὀπίσω, διότι θὰ ἀποθάνω εἰς τὸ Μοναστήριόν μου.
Πράγματι, φθάνοντας ὁ Ἅγιος στὴν Κεφαλληνία ἀσθένησε ἀπὸ ἴκτερο. Πλῆθη εὐσεβῶν Κεφαλλήνων συγκεντρώθηκαν στὸ σπηλαιῶδες κελλάκι του γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του. Ὁ ταπεινὸς ἀσκητὴς περίμενε ἥρεμα τὸν Δημιουργό του νὰ ἔρθει νὰ τὸν πάρει στὴν Βασιλεία Του. Κάλεσε κοντά του ταὶς θλιμμένες καλόγριες τῆς Ἱ. Μονῆς, ἀνακοινώνοντας τὶς τελευταῖές του παρακαταθῆκες: Ἔφθασε τέκνα μου ὁ καιρός, καθ᾿ ὅν θέλω μεταβῆ ὅπου ὁ Δεσπότης ἡμῶν κελεύει· μὴ ταραχθῆτε λοιπὸν διὰ τοῦτο, ἐπειδὴ ὁ θάνατος εἶναι κοινὸς καὶ ἀπαραίτητος, ἀλλὰ μᾶλλον φροντίζετε πάντοτε διὰ νὰ φυλάττητε τὰς ὑποσχέσεις σας· ἕνα σκοπὸν νὰ ἔχητε, πῶς νὰ ευαρεστήσητε εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ σώσητε τὰς ψυχάς σας.
Καὶ γέρνοντας σὰν ταπεινὸ κυκλάμινο τὸ ἁγιασμένο του κεφάλι, παρέδωσε τὴν μακαρία του ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖον λάτρεψε καὶ ὑπηρέτησε μὲ αὐταπάρνηση σὲ ὅλη τὴν ἐπίγεια ζωή του.
Ἦταν· τὴν τετάρτην τοῦ Σεπτεμβρίου μηνός, τοῦ χιλιοστοῦ ἑπτακοσιοστοῦ ὀγδοηκοστοῦ δευτέρου ἔτους.
* * *
ΙΒ´. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Θαύμασι πολλοῖς καὶ ἀῤῥήκτου εὐωδίας, μάκαρ Ἄνθιμε
ἐδόξασε Κύριος, τῶν λειψάνων σου τὴν πάντιμον σορόν.
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ἐτάφη μπροστὰ στὸ ἀσκητήριό του, ὅμως δὲν εἶναι γνωστὸ σὲ ποιὸ συγκεκριμένο σημεῖο. Ἔτσι ὁ τάφος παραμένει ἄγνωστος μέχρι σήμερα.
Περὶ τὸ ἔτος 1800 ὁ ἐφημέριος τῆς Ἱ. Μονῆς Λεπέδων π. Ἰωάννης ὁ ἐπικαλούμενος Λεπεδιώτης, πραγματοποίησε τὴν ἀνακομιδὴ τῶν σεπτῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Πατρὸς Ἀνθίμου. Αὐτὰ βρέθηκαν κροκοβαφῆ καὶ ευωδιάζοντα, πολλὰ δὲ θαύματα ἐτελέσθησαν κατὰ τὴν προσκύνησή τους. Ὁ ἱερεὺς Ἰωάννης ἄφησε μικρὸ μέρος τῶν λειψάνων στὸ Μοναστήρι τῶν Λεπέδων, τὰ δὲ ὑπόλοιπα μετέφερε σὲ λειψανοθήκη κατὰ ταὶς περιοδεῖες ποὺ ἔκανε στὴν Πελοπόννησο καὶ ἄλλα μέρη ὅπου ἦταν γνωστὸς ὁ Ἅγιος. Μὲ αὐτὰ ἔκανε παρακλήσεις καὶ ἐνίσχυε τὴν πίστη τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων. Ἡ εὐλογία τῶν μυριπνόων λειψάνων ἦταν ὁ λαμπρὸς ἥλιος ποὺ θέρμαινε καὶ φώτιζε τοὺς ὑπὸ στυγνὴ δουλεία ἐζοφωμένους Χριστιανούς.
Ὁ παπα-Λεπεδιώτης ἔφθασε καὶ στὴν Ἀστυπάλαια. Στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Πορταΐτισσας ἀφιέρωσε τὸν πήχυ τῆς δεξιᾶς χειρὸς τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου, τὸ ὁποῖο εἶναι καὶ τὸ μοναδικὸ ποὺ σώζεται μέχρι σήμερα. Ὁ π. Ἰωάννης πέθανε σὲ κάποια ἀπὸ τὶς περιοδεῖές του ἔξω ἀπὸ τὴν Κεφαλληνία, μὲ θλιβερὸ ἀποτέλεσμα νὰ χαθοῦν τὰ ὑπόλοιπα ἱερὰ λείψανα. Δύο τεμάχια ἀπὸ αὐτὰ ἐδωρίσθησαν ἀπὸ τοὺς οἰκείους τοῦ παπα-Λεπεδιώτη στὴν οἰκογένεια Παναγῆ Βουτσινᾶ-Καλαφάτη, ἡ ὁποία μὲ τὴν σειρά της τὸ ἀφιέρωσε στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίας Τριάδος Ληξουρίου. Αὐτὰ προσκύνησε τὸ ἔτος 1849 ὁ βιογράφος τοῦ Ὁσίου Ἀρχ. Διονύσιος Αραβαντινός, τὰ ὁποῖα ἀπέπνεαν ἄῤῥητη εὐωδία. Σήμερα ὅμως δὲν ὑπάρχουν. Τὸ ἴδιο ἔχουν χαθεῖ καὶ αὐτὰ ποὺ βρίσκονταν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς Λεπέδων.
Ὅπως καὶ τῶν ὑπόλοιπων Κολλυβάδων Ἁγίων, ἔτσι καὶ τοῦ Ὁσίου Πατρὸς Ἀνθίμου τὰ ἱερὰ λείψανα εἶναι ὀλιγάριθμα, δυσεύρετα ἤ ἀπωλεσθέντα.
Δαψιλῶς ἐργασάμενος ὁ θεοφόρος Πατὴρ Ἄνθιμος αὔξησε τὸ τάλαντο ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός, ἄν καὶ τυφλὸς καὶ ἀνάπηρος. Δοκιμάσθηκε σκληρὰ στὸ καμίνι τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων καὶ ἐξῆλθε νικητής. Πάλεψε καὶ νίκησε. Ἀντιστάθηκε καὶ στεφανώθηκε. Πάντοτε οἱ Ἅγιοι θὰ προβάλλουν αὐτὴν τὴν διαρκὴ ἀντίσταση στὴν ἀπάτη τῆς ἐπιγείου εὐτυχίας, δείχνοντας ἔτσι τὴν αἰώνια πατρίδα μας.
* * *
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η Κεφαλληνία τότε βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Ἑνετῶν, ὅπως ὅλα τὰ Ἑπτάνησα.
2. Ναὸς τῆς οικογένειας Κεφαλᾶ. Σήμερα σώζονται λίγα ἐρείπια.
3. Ἁγίου Μακαρίου Κορίνθου: Περὶ τῆς συνεχοῦς Μεταλήψεως.
4. Ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος ἀνήκει στοὺς τοπικοὺς Ἁγίους τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Χίου, Ψαρῶν καὶ Οἰνουσσῶν.
5. Ἅγιοι Γεώργιος καὶ Παρασκευή.
6. Ἑνετικὸ κτίσμα τοῦ 13ου αιῶνα, τὸ ὁποῖο ἀναστηλώθηκε 2 αἰῶνες ἀργότερα ἀπὸ τὸν Ἑνετὸ κόμη Τζοβάνι Γκουερίνι.
7. Δυστυχῶς δὲν σώζονται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων τὰ μοναχολόγια τοῦ 18ου αἰῶνος.
8. Γραφικὸ ἐκκλησάκι τῶν Ἁγίων Ἱεραποστόλων Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ Ἀνθίμου τοῦ Κεφαλλῆνος ἔχει κτισθεῖ στὴν Ἀπολλωνία τῆς Σίφνου.
9. Robert Pashley: Ταξίδια στὴν Κρήτη. Τόμος Α´. Ἡράκλειον Κρήτης 1991
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς Πάλλῃς τὸ βλάστημα, Κεφαλληνίας πυρσόν, τὸν θεῖον δομήτορα τῆς τῶν Λεπέδων Μονῆς, φαιδρῶς εὐφημήσωμεν, Ἄνθιμον τὸν ἀσκήσει τὸν ἐχθρὸν καθελόντα, χάριν δὲ ἰαμάτων ἐκ Κυρίου λαβόντα, πρεσβεύοντα ἐκτενῶς ἠμᾶς διασώζεσθαι.
Απολυτίκιον.
Ήχος α'. Της ερήμου πολίτης.
Μοναζόντων το κλέος, μετανοίας διδάσκαλε, θαυματουργών επιδείξει, πάντας κατηύγασας. ανέτειλας ως ήλιος ημίν, διώκων των παθών τας προσβολάς. διά τούτο Άνθιμε Όσιε, την θήκην των σων λειψάνων ασπαζόμεθα. Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω δωρησαμένω σε ημίν σκέπην και καύχημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου