Το ΚΕΠ εφημερίων δημοσιεύει σήμερα κατόπιν σχετικής ευλογίας του συγγραφέα π. Βασιλείου Τρομπούκη (Διδάκτωρ Νομικής) μελέτη σχετικά με την νομική φύση της ιδιότητας των Εφημερίων.
Η παρούσα δημοσιεύεται με την ελπίδα να περιοριστούν οι εσφαλμένες εντυπώσεις που υπάρχουν κυρίως σε θέματα δημοσιουπαλληλικά και μισθολογικά των εφημερίων.
***
Εφημέριοι καλούνται οι κληρικοί που φέρουν τον βαθμό του Πρεσβυτέρου και αναλαμβάνουν ιερατικά καθήκοντα σε ενοριακό Ναό, καταλαμβάνοντας κενή οργανική εφημεριακή θέση. Διακρίνονται σε τακτικούς και προσωρινούς ή έκτακτους. Σε αυτές τις δύο βασικές κατηγορίες Εφημερίων γίνεται αναφορά στη συνέχεια, διότι μόνο αυτές άπτονται συστηματικώς του αντικειμένου της παρούσης. Σε ενοριακούς Ναούς ενδέχεται να υπηρετούν και Διάκονοι για τους οποίους γίνεται ιδιαίτερος λόγος σε επόμενη παράγραφο.
Τα θέματα που αφορούν στα τυπικά προσόντα, τον διορισμό και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των Εφημερίων, ρυθμίζουν τόσο το άρθρο 32 Κ.Χ., όσο και οι βάσει των εξουσιοδοτικών διατάξεων των άρθρων 37 § 2 και 38 § 2 Κ.Χ. εκδιδόμενες κανονιστικές αποφάσεις της Δ.Ι.Σ., που εγκρίνονται από την Ι.Σ.Ι. Οι προβλεπόμενες αυτές κανονιστικές αποφάσεις δεν έχουν εκδοθεί ακόμη και μεταβατικώς ισχύουν, βάσει του άρθρου 67 Κ.Χ., οι διατάξεις του Κ. 2/1969[1].
Τα θέματα που αφορούν στα τυπικά προσόντα, τον διορισμό και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των Εφημερίων, ρυθμίζουν τόσο το άρθρο 32 Κ.Χ., όσο και οι βάσει των εξουσιοδοτικών διατάξεων των άρθρων 37 § 2 και 38 § 2 Κ.Χ. εκδιδόμενες κανονιστικές αποφάσεις της Δ.Ι.Σ., που εγκρίνονται από την Ι.Σ.Ι. Οι προβλεπόμενες αυτές κανονιστικές αποφάσεις δεν έχουν εκδοθεί ακόμη και μεταβατικώς ισχύουν, βάσει του άρθρου 67 Κ.Χ., οι διατάξεις του Κ. 2/1969[1].
Καμία αμφιβολία δεν αφήνει πλέον η θεωρία ως προς την υπηρεσιακή κατάσταση των Εφημερίων, οι οποίοι δεν υπάγονται στις ρυθμίσεις των άρθρων 103 και 104 Σ., που αφορούν στους δημοσίους υπαλλήλους, αλλά ούτε και στις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα[2]. Οι Εφημέριοι, αν και μισθοδοτούνται από το Δημόσιο, δεν αποκτούν τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα, αλλά ούτε και την ιδιότητα υπαλλήλου Ν.Π.Δ.Δ., παρά το ότι η Εκκλησία και τα νομικά της πρόσωπα είναι δημοσίου δικαίου[3]. Ευστόχως έχει παρατηρηθεί ότι «οι κληρικοί ου λειτουργούσι τη Πολιτεία αλλά τη Εκκλησία και εκ ταύτης έχουσι πάσαν αυτών την εξουσίαν»[4]· προέχουν δηλαδή τα θρησκευτικά καθήκοντα των Εφημερίων. Εξάλλου, η όλη αποστολή της Εκκλησίας, «η απόλυτη υποταγή των οργάνων της τόσο στη δική της διοικητική κορυφή όσο και στο θρησκευτικό δόγμα, αποτελούν δεδομένα ασυμβίβαστα με τον θεσμικό πυρήνα[5] της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας που θέλει το Δημόσιο Υπάλληλο εκτελεστή της θέλησης του κράτους και υπηρέτη του λαού με πίστη στο Σύνταγμα και στην Πατρίδα»[6].
Συνέπεια της θρησκευτικής φύσεως των καθηκόντων των Εφημερίων αποτελεί ότι το υπηρεσιακό τους καθεστώς δεν διέπεται από τον Κ. 5/1978, ο οποίος εξαιρεί ρητώς από τις ρυθμίσεις του τους κληρικούς (άρθρο 1 § 22, εδ. β’ Κ. 5/1978), αλλά από τις κανονιστικές αποφάσεις της Ι. Συνόδου. Έτσι, οι Εφημέριοι δεν δεσμεύονται και δεν περιορίζονται από τις δεσμεύσεις και τους περιορισμούς που ισχύουν για τους υπαλλήλους των Ν.Π.Δ.Δ.[7].
Στην ίδια θέση κατέληξε και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Απόφαση σταθμός η Σ.τ.Ε. 507/1983 (Τμ. Γ’)[8], στην οποία αναφέρεται: «...τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες των εν λόγω Εφημερίων έχουν, κατά το κύριον αυτών περιεχόμενον, θρησκευτικό προεχόντως χαρακτήρα, ούτοι δε είναι πνευματικοί κυρίως και θρησκευτικοί λειτουργοί και δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν ως διοικητικοί υπάλληλοι επί των οποίων και μόνο έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 103 του Συντάγματος»[9]. Στην ίδια απόφαση τονίζεται ότι η θέση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι στον Κ.Χ. αφιερώνεται ειδικό κεφάλαιο[10] στους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους, που διακρίνονται από τους Εφημερίους[11], στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 37 § I K.Χ.
Αναλόγως, η Σ.τ.Ε. 4045/1983 (Τμ. Γ’)[12] έκρινε ότι: «…εξακολουθούν ούτοι (δηλαδή οι Εφημέριοι) να είναι όχι διοικητικοί υπάλληλοι ή υπάλληλοι νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, αλλά προεχόντως θρησκευτικοί λειτουργοί και όταν εισέτι αναλαμβάνουν διοικητικά καθήκοντα διά του διορισμού των ως προέδρων των οικείων εκκλησιαστικών συμβουλίων», «...αφού οι Εφημέριοι είναι κυρίως θρησκευτικοί και πνευματικοί λειτουργοί και όχι συνήθεις διοικητικοί υπάλληλοι, οι διατάξεις περί δημοσίων υπαλλήλων δεν μπορούν κατ’ αρχήν να τους καταλάβουν εάν πάντως δεν υπάρχει ρητή και σαφής περί αυτού μνεία στο νόμο»[13].
Και αυτή η μισθοδοσία των κληρικών από το Δημόσιο, δεν τους προσδίδει την ιδιότητα δημοσίου υπαλλήλου. Καταβάλλεται από την Πολιτεία[14] για χάρη της Εκκλησίας, δεν αποτελεί, όμως, αντιπαροχή για την επιτέλεση των ιερατικών τους καθηκόντων, αλλά κάλυψη από την Εκκλησία των βιοτικών τους αναγκών[15]. Παρά ταύτα, το Ελεγκτικό Συνέδριο, τουλάχιστον κατά την εφαρμογή διατάξεων οικονομικού περιεχομένου, δεν εξαιρεί τους Εφημερίους από τον ευρύτερο κύκλο των υπαλλήλων του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ.[16].
Άμεση συνέπεια της κατά τα ανωτέρω διακρίσεως του κλήρου από τους υπαλλήλους του ευρύτερου δημοσίου τομέα είναι: α) η δυνατότητα διορισμού κληρικών και ως εκπαιδευτικών[17], χωρίς να εμπίπτουν στην περί διπλοθεσίας απαγορευτική διάταξη του άρθρου 104 Σ.[18], β) η μη παραγραφή των αποδοχών τους μετά το πέρας διετίας, όπως ισχύει για τους δημοσίους υπαλλήλους, αλλά η υπαγωγή τους στη γενική πενταετή παραγραφή[19], γ) η μη δυνατότητα ασκήσεως υπαλληλικής προσφυγής για την επίλυση υπηρεσιακών τους θεμάτων, αλλά τo δικαίωμα ασκήσεως μόνο αιτήσεως ακυρώσεως σε πρώτο και τελευταίο βαθμό ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας[20], δ) η ανάγκη εκδόσεως κοινής υπουργικής αποφάσεως των Υπουργών Παιδείας, Οικονομικών και Εσωτερικών για την επέκταση των μισθολογικών διατάξεων των δημοσίων υπαλλήλων και στους Εφημερίους κ.λπ.
Οι Εφημέριοι που έχουν αναλάβει και χρέη Προέδρου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου νοούνται υπάλληλοι μόνο κατά την έννοια του άρθρου 13, περ. α’ Π.Κ. Κατά συνέπεια, μπορούν να διαπράξουν εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία κατά τα άρθρα 235 επ. Π.Κ.[21].
Μισθολογικώς οι Εφημέριοι διαβαθμίζονταν βάσει των τυπικών τους προσόντων σε τέσσερις μισθολογικές κατηγορίες[22]. Ελάμβαναν αποδοχές ανάλογες με αυτές των δημοσίων υπαλλήλων, έπειτα από την επέκταση επ’ αυτών των διατάξεων του Ν. 3205/2003[23]. Και οι Εφημέριοι εντάχθηκαν διά του άρθρου 4 § 1, περ. ζ’ Ν. 4024/2011 στις διατάξεις του νόμου αυτού, που αφορούν στο ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο. Ειδικώς σε ό,τι αφορά στο σύστημα βαθμολογικής τους εξελίξεως, υπάρχει δυνατότητα εκδόσεως Προεδρικού Διατάγματος εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση του νόμου (δηλαδή έως 27/12/2011) που θα διατηρεί σε ισχύ το υπάρχον ειδικό σύστημα βαθμολογικής διαβαθμίσεως των κληρικών· άρθρο 7 § 5 Ν. 4024/2011. Οι Εφημέριοι που κατέχουν εκ παράλληλου και θέση δημοσίου υπαλλήλου (εκπαιδευτικοί, διοικητικοί υπάλληλοι κ.λπ.) ελάμβαναν από την υπαλληλική τους θέση όλες τις αποδοχές του μισθολογικού τους κλιμακίου της κατηγορίας στην οποία ανήκαν και από την εφημεριακή τους θέση μόνο τον βασικό μισθό του οικείου μισθολογικού κλιμακίου, κατά το άρθρο 11 § 1 Ν. 1810/1988. Η διάταξη αυτή κρίθηκε ως αντισυνταγματική από το Συμβούλιο της Επικρατείας[24], διότι διαφοροποιεί μία κατηγορία μισθωτών, τους κληρικούς-υπαλλήλους, από το ανώτατο όριο αποδοχών των υπαλλήλων του δημοσίου τομέα του άρθρου 4 Ν. 2303/1995[25]. Αν και στον Ν. 4024/2011 δεν υπάρχει καμία αναφορά στην ειδική αυτή κατηγορία Εφημερίων, η Εγκύκλιος του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους υπ’ αριθμ. 2/78400/0022/14-11-2011 «Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή των διατάξεων του Δευτέρου Κεφαλαίου του Ν. 4024/2011 (ΦΕΚ 226 Α’)», αναφερόμενη στο άρθρο 4 Ν. 4024/2011 αναφέρει: «Διευκρινίζεται ότι για τους ιερείς που κατέχουν ταυτόχρονα και δεύτερη θέση στο Δημόσιο, σε ΝΠΔΔ και σε ΟΤΑ, έχουν εφαρμογή πλέον οι γενικές διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 24 του Ν. 2530/1997 (ΦΕΚ 218 Α’), δηλαδή θα λαμβάνουν το σύνολο των αποδοχών της οργανικής τους θέσης (ως τέτοια λαμβάνεται η πρώτη χρονικά) και το 30% των αποδοχών της δεύτερης θέσης στην οποία απασχολούνται». Η διάταξη όμως αυτή υπερβαίνει προδήλως τα όρια συνταγματικότητας και θέτει το άρθρο 43 Σ., ως εκδοθείσα καθ’ υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, ενώ έρχεται να ανακινήσει ένα ζήτημα που κατ’ επανάληψη έχει κριθεί νομολογιακώς. Κι αν ακόμη μπορούσε να εφαρμοσθεί, σε κάθε περίπτωση, οι ρυθμίσεις της χαρακτηρίζονται από προχειρότητα δημιουργώντας πολύ περισσότερα ζητήματα από αυτά που επιχειρεί να επιλύσει (λ.χ. το ζήτημα της εκ νέου μεταφοράς των συντάξιμων ετών στην πρώτη χρονικά θέση, της τύχης των καταβληθεισών ασφαλιστικών εισφορών της δεύτερης θέσεως κ.λπ.).
Οι Εφημέριοι υπάγονταν αυτοδικαίως στο Δημόσιο για κύρια και επικουρική σύνταξη, ασθένεια, και εφάπαξ. Οι κατέχοντες και υπαλληλική θέση στο Δημόσιο, ασφαλίζονταν υποχρεωτικώς στην υπαλληλική τους θέση για τους ανωτέρω κλάδους και προαιρετικώς για κύρια και επικουρική σύνταξη και εφάπαξ από την εφημεριακή τους θέση[26], χωρίς να διευκρινίζονται τα ισχύοντα υπό το κράτος του Ν. 4024/2011 και της ανωτέρω εγκυκλίου. Με το άρθρο 3865/2010, όσοι προσλαμβάνονται για πρώτη φορά από 1/1/2011 και εξής, υπάγονται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως στον κλάδο κύριας ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., ενώ εξακολουθούν να υπάγονται στον Οργανισμό Περιθάλψεως Ασφαλισμένων του Δημοσίου για ασθένεια, στο Τ.Ε.Α.Δ.Υ. για επικουρική σύνταξη και στο Τ.Π.Δ.Υ. για εφάπαξ βοήθημα. Όσοι Εφημέριοι διορίσθηκαν πριν την 1/1/2011 έχουν τη δυνατότητα, με αίτησή τους που είναι αμετάκλητη, να υπαχθούν και αυτοί στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. για κύρια σύνταξη[27].
Στην ίδια θέση κατέληξε και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Απόφαση σταθμός η Σ.τ.Ε. 507/1983 (Τμ. Γ’)[8], στην οποία αναφέρεται: «...τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες των εν λόγω Εφημερίων έχουν, κατά το κύριον αυτών περιεχόμενον, θρησκευτικό προεχόντως χαρακτήρα, ούτοι δε είναι πνευματικοί κυρίως και θρησκευτικοί λειτουργοί και δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν ως διοικητικοί υπάλληλοι επί των οποίων και μόνο έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 103 του Συντάγματος»[9]. Στην ίδια απόφαση τονίζεται ότι η θέση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι στον Κ.Χ. αφιερώνεται ειδικό κεφάλαιο[10] στους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους, που διακρίνονται από τους Εφημερίους[11], στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 37 § I K.Χ.
Αναλόγως, η Σ.τ.Ε. 4045/1983 (Τμ. Γ’)[12] έκρινε ότι: «…εξακολουθούν ούτοι (δηλαδή οι Εφημέριοι) να είναι όχι διοικητικοί υπάλληλοι ή υπάλληλοι νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, αλλά προεχόντως θρησκευτικοί λειτουργοί και όταν εισέτι αναλαμβάνουν διοικητικά καθήκοντα διά του διορισμού των ως προέδρων των οικείων εκκλησιαστικών συμβουλίων», «...αφού οι Εφημέριοι είναι κυρίως θρησκευτικοί και πνευματικοί λειτουργοί και όχι συνήθεις διοικητικοί υπάλληλοι, οι διατάξεις περί δημοσίων υπαλλήλων δεν μπορούν κατ’ αρχήν να τους καταλάβουν εάν πάντως δεν υπάρχει ρητή και σαφής περί αυτού μνεία στο νόμο»[13].
Και αυτή η μισθοδοσία των κληρικών από το Δημόσιο, δεν τους προσδίδει την ιδιότητα δημοσίου υπαλλήλου. Καταβάλλεται από την Πολιτεία[14] για χάρη της Εκκλησίας, δεν αποτελεί, όμως, αντιπαροχή για την επιτέλεση των ιερατικών τους καθηκόντων, αλλά κάλυψη από την Εκκλησία των βιοτικών τους αναγκών[15]. Παρά ταύτα, το Ελεγκτικό Συνέδριο, τουλάχιστον κατά την εφαρμογή διατάξεων οικονομικού περιεχομένου, δεν εξαιρεί τους Εφημερίους από τον ευρύτερο κύκλο των υπαλλήλων του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ.[16].
Άμεση συνέπεια της κατά τα ανωτέρω διακρίσεως του κλήρου από τους υπαλλήλους του ευρύτερου δημοσίου τομέα είναι: α) η δυνατότητα διορισμού κληρικών και ως εκπαιδευτικών[17], χωρίς να εμπίπτουν στην περί διπλοθεσίας απαγορευτική διάταξη του άρθρου 104 Σ.[18], β) η μη παραγραφή των αποδοχών τους μετά το πέρας διετίας, όπως ισχύει για τους δημοσίους υπαλλήλους, αλλά η υπαγωγή τους στη γενική πενταετή παραγραφή[19], γ) η μη δυνατότητα ασκήσεως υπαλληλικής προσφυγής για την επίλυση υπηρεσιακών τους θεμάτων, αλλά τo δικαίωμα ασκήσεως μόνο αιτήσεως ακυρώσεως σε πρώτο και τελευταίο βαθμό ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας[20], δ) η ανάγκη εκδόσεως κοινής υπουργικής αποφάσεως των Υπουργών Παιδείας, Οικονομικών και Εσωτερικών για την επέκταση των μισθολογικών διατάξεων των δημοσίων υπαλλήλων και στους Εφημερίους κ.λπ.
Οι Εφημέριοι που έχουν αναλάβει και χρέη Προέδρου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου νοούνται υπάλληλοι μόνο κατά την έννοια του άρθρου 13, περ. α’ Π.Κ. Κατά συνέπεια, μπορούν να διαπράξουν εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία κατά τα άρθρα 235 επ. Π.Κ.[21].
Μισθολογικώς οι Εφημέριοι διαβαθμίζονταν βάσει των τυπικών τους προσόντων σε τέσσερις μισθολογικές κατηγορίες[22]. Ελάμβαναν αποδοχές ανάλογες με αυτές των δημοσίων υπαλλήλων, έπειτα από την επέκταση επ’ αυτών των διατάξεων του Ν. 3205/2003[23]. Και οι Εφημέριοι εντάχθηκαν διά του άρθρου 4 § 1, περ. ζ’ Ν. 4024/2011 στις διατάξεις του νόμου αυτού, που αφορούν στο ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο. Ειδικώς σε ό,τι αφορά στο σύστημα βαθμολογικής τους εξελίξεως, υπάρχει δυνατότητα εκδόσεως Προεδρικού Διατάγματος εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση του νόμου (δηλαδή έως 27/12/2011) που θα διατηρεί σε ισχύ το υπάρχον ειδικό σύστημα βαθμολογικής διαβαθμίσεως των κληρικών· άρθρο 7 § 5 Ν. 4024/2011. Οι Εφημέριοι που κατέχουν εκ παράλληλου και θέση δημοσίου υπαλλήλου (εκπαιδευτικοί, διοικητικοί υπάλληλοι κ.λπ.) ελάμβαναν από την υπαλληλική τους θέση όλες τις αποδοχές του μισθολογικού τους κλιμακίου της κατηγορίας στην οποία ανήκαν και από την εφημεριακή τους θέση μόνο τον βασικό μισθό του οικείου μισθολογικού κλιμακίου, κατά το άρθρο 11 § 1 Ν. 1810/1988. Η διάταξη αυτή κρίθηκε ως αντισυνταγματική από το Συμβούλιο της Επικρατείας[24], διότι διαφοροποιεί μία κατηγορία μισθωτών, τους κληρικούς-υπαλλήλους, από το ανώτατο όριο αποδοχών των υπαλλήλων του δημοσίου τομέα του άρθρου 4 Ν. 2303/1995[25]. Αν και στον Ν. 4024/2011 δεν υπάρχει καμία αναφορά στην ειδική αυτή κατηγορία Εφημερίων, η Εγκύκλιος του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους υπ’ αριθμ. 2/78400/0022/14-11-2011 «Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή των διατάξεων του Δευτέρου Κεφαλαίου του Ν. 4024/2011 (ΦΕΚ 226 Α’)», αναφερόμενη στο άρθρο 4 Ν. 4024/2011 αναφέρει: «Διευκρινίζεται ότι για τους ιερείς που κατέχουν ταυτόχρονα και δεύτερη θέση στο Δημόσιο, σε ΝΠΔΔ και σε ΟΤΑ, έχουν εφαρμογή πλέον οι γενικές διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 24 του Ν. 2530/1997 (ΦΕΚ 218 Α’), δηλαδή θα λαμβάνουν το σύνολο των αποδοχών της οργανικής τους θέσης (ως τέτοια λαμβάνεται η πρώτη χρονικά) και το 30% των αποδοχών της δεύτερης θέσης στην οποία απασχολούνται». Η διάταξη όμως αυτή υπερβαίνει προδήλως τα όρια συνταγματικότητας και θέτει το άρθρο 43 Σ., ως εκδοθείσα καθ’ υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, ενώ έρχεται να ανακινήσει ένα ζήτημα που κατ’ επανάληψη έχει κριθεί νομολογιακώς. Κι αν ακόμη μπορούσε να εφαρμοσθεί, σε κάθε περίπτωση, οι ρυθμίσεις της χαρακτηρίζονται από προχειρότητα δημιουργώντας πολύ περισσότερα ζητήματα από αυτά που επιχειρεί να επιλύσει (λ.χ. το ζήτημα της εκ νέου μεταφοράς των συντάξιμων ετών στην πρώτη χρονικά θέση, της τύχης των καταβληθεισών ασφαλιστικών εισφορών της δεύτερης θέσεως κ.λπ.).
Οι Εφημέριοι υπάγονταν αυτοδικαίως στο Δημόσιο για κύρια και επικουρική σύνταξη, ασθένεια, και εφάπαξ. Οι κατέχοντες και υπαλληλική θέση στο Δημόσιο, ασφαλίζονταν υποχρεωτικώς στην υπαλληλική τους θέση για τους ανωτέρω κλάδους και προαιρετικώς για κύρια και επικουρική σύνταξη και εφάπαξ από την εφημεριακή τους θέση[26], χωρίς να διευκρινίζονται τα ισχύοντα υπό το κράτος του Ν. 4024/2011 και της ανωτέρω εγκυκλίου. Με το άρθρο 3865/2010, όσοι προσλαμβάνονται για πρώτη φορά από 1/1/2011 και εξής, υπάγονται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως στον κλάδο κύριας ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., ενώ εξακολουθούν να υπάγονται στον Οργανισμό Περιθάλψεως Ασφαλισμένων του Δημοσίου για ασθένεια, στο Τ.Ε.Α.Δ.Υ. για επικουρική σύνταξη και στο Τ.Π.Δ.Υ. για εφάπαξ βοήθημα. Όσοι Εφημέριοι διορίσθηκαν πριν την 1/1/2011 έχουν τη δυνατότητα, με αίτησή τους που είναι αμετάκλητη, να υπαχθούν και αυτοί στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. για κύρια σύνταξη[27].
[1] Πρόκειται για τα άρθρα 33-40 Κ. 2/1969 (που εκδόθηκε βάσει των εξουσιοδοτικών διατάξεων των άρθρων 24 § 4, 25 § 3, 26 §§ 1-2, 32 § 2 και 51 § Ι Ν.Δ. 126/1969), τα οποία ισχύουν στον βαθμό που εναρμονίζονται με τον Κ.Χ.· βλ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ - ΠΟΥΛΗΣ, σ. 408 και ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Κανονισμοί, σ. 4, υπ. 1.
[2] N. 3528/2007.
[3] Για τη νομική προσωπικότητα της Εκκλησίας, βλ. ανωτέρω § 4.
[4] Βλ. I. ΕΥΤΑΞΙΑΣ, Περί ιερατικής εξουσίας, Αθήναι 1872, σ. 107.
[6] Βλ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ Θ. ΤΣΑΤΣΟΣ, Συνταγματικό Δίκαιο, τ. β’, Οργάνωση και Λειτουργία της Πολιτείας, Αθήνα - Κομοτηνή2 1993, σ. 425-426. Πρβλ. Ν. Ι. ΣΑΡΙΠΟΛΟΣ, Πραγματεία του Συνταγματικού Δικαίου τ. ΙΙΙ,2 1875, σ. 296 υπ. γ’ και σ. 350 επ., που διακρίνει μεταξύ Επισκόπων, τους οποίους κατατάσσει στους δημοσίους υπαλλήλους, διότι τους διόριζε ο Βασιλιάς και μισθοδοτούνταν από το Κράτος, και όλων των λοιπών κληρικών που δεν μισθοδοτούνταν από το κράτος και κατ’ επέκταση δεν τους κατατάσσει στους δημοσίους υπάλληλους. Την άποψη αυτή αντέκρουσε κυρίως ο Ν. Ν. ΣΑΡΙΠΟΛΟΣ, Μελέται περί δημοσίων υπαλλήλων, Αθήναι 1906, σ. 39 επ.
[7] Βλ. ενδεικτικώς ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Εγχειρίδιο, σ. 220-221 ΤΡΩΙΑΝΟΣ - ΠΟΥΛΗΣ, σ. 413-414. Πρβλ. και ΑΝ. Ν. ΜΑΡΙΝΟΣ «Περί της υποβολής δηλώσεων κατ’ άρθρον 2 Ν. 1256/1982», γνμδ., Ε. 79 (2002), σ. 690 επ., όπου κρίνεται ότι οι Εφημέριοι, λόγω ακριβώς της ιδιότητάς τους ως θρησκευτικών λειτουργών, δεν υποχρεούνται στην υποβολή δηλώσεων του άρθρου 2 Ν. 1256/1982, που αφορά γενικώς στους υπαλλήλους των Ν.Π.Δ.Δ.· πρβλ. ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, «Οι φορολογικές Απαλλαγές των Θρησκευμάτων – Ζητήματα Συνταγματικότητας», ΔΦορΝ 1 (2009), σ. 12-15.
[8] Βλ. το κείμενο της αποφάσεως στο ΤΡΩΙΑΝΟΣ - ΠΟΥΛΗΣ, σ. 430-431.
[9] Πρβλ. την Σ.τ.Ε. 4078/1979 (Ολομ.): Ε.Δ.Δ.Δ. 24 (1980), σ. 334-335 (=ΤΡΩΙΑΝΟΣ - ΠΟΥΛΗΣ, σ. 431).
[10] Άρθρο 42 Κ.Χ.
[11] Άρθρο 42 § 2 Κ.Χ.
[12] Βλ. το κείμενο της αποφάσεως στο ΤΡΩΙΑΝΟΣ - ΠΟΥΛΗΣ, σ. 148-149.
[13] Σ.τ.Ε. 3186/1996 (Τμ. Γ’). Στην ίδια βάση στηρίχθηκε και η Σ.τ.Ε. 624/2001 (Τμ. Γ’), με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της K.Υ.A. 2052614/8044/0022/27-8-1997 Υπουργών Παιδείας και Οικονομικών «Επέκταση διατάξεων Ν. 2470/1997 σε διαβαθμισμένους κληρικούς» (Ε.τ.Κ. 784 Β’), η οποία δεν επέκτεινε και στους εν ενεργεία Εφημερίους την καταβολή του κινήτρου αποδόσεως που δόθηκε σε όλους τους υπαλλήλους του δημοσίου τομέα με το άρθρο 13 Ν. 2470/1997. Η εν λόγω απόφαση επανέλαβε ότι: «…οι τακτικοί εν ενεργεία Εφημέριοι αποτελούν μία εντελώς διακριτή κατηγορία δημοσίων λειτουργών τα καθήκοντα των οποίων είναι προεχόντως θρησκευτικά και λατρευτικά (βλ. άρθρο 37 § 1 K.Χ. πρβλ. Σ.τ.E. 433/1999, 3185/1986, 4548/1996, 732/1988, 293/1986, 507/1983, 4078/1999 [Ολομ.]) και οι οποίοι δεν τελούν, από της εξεταζομένης απόψεως, υπό ταυτότητα συνθηκών με τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους αλλά ούτε και με τους Εφημερίους που έχουν παράλληλα και υπαλληλική ιδιότητα (εκπαιδευτικοί κ.λπ.) και ασκούν δημοσιοϋπαλληλικά καθήκοντα».
[14] Η καταβολή των αποδοχών των κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος από την Πολιτεία ξεκίνησε με τον Α.Ν. 536/1945. Με τον ίδιο νόμο καθιερώθηκε η «ενοριακή εισφορά», φόρος 25 ή 35% (αναλόγως του ύψους των εσόδων) επί των ακαθαρίστων εσόδων κάθε Ναού και προβλεπόταν η διάθεση από την Εκκλησία δωρεάν στέγασης σε ιερείς που δεν διέθεταν στέγη. Για τη μισθοδοσία του κλήρου, βλ. ενδεικτικώς ΑΝΔΡ. Ι. ΚΕΡΑΜΙΔΑΣ - Θ. Ν. ΜΠΟΥΓΑΤΣΟΣ, «Αμοιβή κλήρου», Θ.Η.Ε. τ. 7 (1965), στ. 689-690· ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Φορολογία θρησκειών και κοινωφελών νομικών προσώπων, Τρίκαλα - Αθήνα 2005, σ. 54-56· ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Oι φορολογικές απαλλαγές, όπ. π. (υπ. 7), σ. 10-12 όπου ατεκμηρίωτα αναφέρεται: «Ακόμη οι τακτικές αποδοχές Εφημερίων προσαυξάνουν με τα υποχρεωτικά τέλη … που καταβάλλονται για την έκδοση αδειών γάμων, διαζυγίων κ.λπ.» (σ. 11), τέλη τα οποία ίσχυαν κατά το παρελθόν και αφορούσαν στους Αρχιερείς (βλ. άρθρο 4 Α.Ν. 2179/1940 και άρθρο 671/1943), σήμερα όμως δεν υπάρχει αντίστοιχη αναφορά σε καμία εν ισχύ διάταξη· ΤΡΟΜΠΟΥΚΗΣ, Τα έσοδα, όπ. π. (§ 11, υπ. 6)· ΜΑΡΚΟΣ, Κρατικός Προϋπολογισμός και Εκκλησία, όπ. π. (§ 11, υπ. 6). Η εισφορά αυτή καταργήθηκε ήδη με το άρθρο 15 Ν. 3220/2004· πρβλ. κατωτέρω § 28, ΙΙ.
[15] Βλ. Α.Π. 944/1983: ΝοΒ 32 (1984), σ. 1519 επ. Α.Π. 248/1995: ΝοΒ 45 (1997), σ. 26 επ. Πρβλ. και την αντίθετη Α.Π. 14/1980: ΝοΒ 28 (1980), σ. 1134 επ.
[16] Ε.Σ. 7/1997 (Κλιμ. Α’)· πρβλ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ - ΠΟΥΛΗΣ, σ. 413, υπ. 30. Βλ. και τη γνμδ. Ν.Σ.Κ. 4Ι/2008 (Τμ. Γ’), που υποστηρίζει την υπαγωγή των κληρικών στις διατάξεις του άρθρου 18 Ν. 3448/2006, οι οποίες αφορούν στην πρόσληψη στο Δημόσιο συγγενούς αποβιώσαντος κατά την εκτέλεση του υπηρεσιακού του καθήκοντος.
[17] Τη συνηθέστερη περίπτωση κατοχής δημοσιοϋπαλληλικής θέσεως από κληρικό, αποτελεί αυτή του εκπαιδευτικού-κληρικού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποκλείεται κληρικός να καταλάβει άλλη δημοσιοϋπαλληλική θέση (λ.χ. διοικητικού υπαλλήλου). Πρβλ. κατωτέρω, υπ. 74.
[18] Βλ. και Εγκύκλιο 2378/2-2-1984 της Δ.Ι.Σ. «Δυνατότητα κατοχής και εφημεριακής θέσεως υπό κληρικών καθηγητών» (ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ, Εγκύκλιοι τ. ΣΤ’ [1982-1995], σ. 127-128). Εντελώς αντίθετη η γνμδ. Ν.Σ.Κ. 10/2009 (Τμ. Δ’): Νομοκανονικά 1/2010, σ. 164-171, με αντίθετο σχόλιο Β. Χ. ΤΡΟΜΠΟΥΚΗ, σύμφωνα με την οποία οι κληρικοί αν και δεν ανήκουν στους δημοσίους υπαλλήλους, περιορίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 104 ως υπάλληλοι νομικών προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και κατ’ ακολουθία δεν μπορούν να καταλάβουν «δεύτερη» θέση στο Δημόσιο, παρά μόνο όταν ο νόμος ρητώς το ορίζει.
[19] Σύμφωνα με το άρθρο 90 § 3 Ν. 2362/1995: «Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ’ αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω κι αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της». Η γένεση της απαιτήσεως ξεκινά από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της· βλ. Α.Π. 1726/2002. Οι Εφ. Αθηνών 6773/1978: ΕλλΔνη 19 (1978), σ. 648 επ. και Πρωτ. Αθηνών 1929/1981: ΝοΒ 29 (1981), σ. 1302, έκριναν ότι οι Εφημέριοι δεν συνδέονται με σχέση εργασίας ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου με το Δημόσιο, παρά το ότι εξομοιώνονται με τους δημοσίους υπαλλήλους ως προς την υπηρεσιακή τους κατάσταση. Κατ’ ακολουθία, οι απαιτήσεις τους δεν υπόκεινται στη διετή, κατά τα ανωτέρω, αλλά στην πενταετή γενική παραγραφή. Εκφράστηκε η άποψη ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου 90 § 3 Ν. 2362/1995, κατά το μέρος που με αυτές διαφοροποιείται σε βάρος του ιδιώτη διαδίκου η προθεσμία συμπληρώσεως του χρόνου παραγραφής μεταξύ του Δημοσίου και των ιδιωτών διαδίκων, είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες στη γενική αρχή της ισότητας, αλλά και της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, όπως αυτή συνάγεται από τα άρθρα 4 § 1, 2 § 1 και 25 § 1 Σ., τα άρθρα 6, 13 και 14 Ε.Σ.Δ.Α. (Ν.Δ. 53/1974) και τα άρθρα 2 § 3 περ. α’ και β’, 14 και 26 Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (Ν. 2462/1997), για την αποκατάσταση της οποίας η συμπλήρωση της παραγραφής πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι πενταετής, σύμφωνα με τις Α.Κ. 250 και 937· βλ. την απόφαση της 25/6/2009 του Ευρ.Δ.Δ.Α. και ενδεικτικώς Σ.τ.Ε. 953/2011 (Ολομ.): Ε.Δ.Κ.Α. 53 (2011), σ. 340. Ο Α.Π. εξέφρασε την ακριβώς αντίθετη άποψη, ότι η διετής παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου για αποδοχές υπαλλήλων με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, αλλά και για αποζημίωσή τους βάσει των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, δεν αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ισότητας, στο άρθρο 518 § 2 Κ.Πολ.Δ. ή στην Ε.ΣΔ.Α. βλ. ενδεικτικώς A.Π. 123/2011 (Τμ. Β1 Πολιτικό). Με την ανωτέρω Σ.τ.Ε. 953/2011 (Ολομ.) η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Α.Ε.Δ. Πρβλ. και Α.Ε.Δ. 9/2009: ΕφΑΔ (2009), σ. 798, που έκρινε σύννομη την αντίστοιχη διετή παραγραφή του άρθρου 48 § 3 Ν.Δ. 496/1974.
[20] Βλ. Σ.τ.Ε. 507/1983 (Τμ. Γ’): Αρμ. 38 (1984) σ. 58 (=ΤΡΩΙΑΝΟΣ - ΠΟΥΛΗΣ, σ. 430-431).
[21] Βλ. Α.Π. 703/1997: ΝοΒ 46 (1998). Η Σ.τ.Ε. 4045/1981 και η Σ.τ.Ε. 507/1983 (Τμ. Γ’): Αρμ. 38 (1984), σ. 58 (=ΤΡΩΙΑΝΟΣ - ΠΟΥΛΗΣ, σ. 430-431), δεν δέχονται ιδιότητα δημοσίου υπαλλήλου του Προέδρου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, σχετικά με το δικαίωμά του να ασκήσει υπαλληλική προσφυγή. Η απόδοση της ιδιότητας του υπαλλήλου του άρθρου 13 α’ Π.Κ. δεν έρχεται σε αντίθεση με την απόφαση αυτή του Συμβουλίου της Επικρατείας, διότι περιορίζει τις συνέπειες της ιδιότητας στον χώρο των ποινικών υποχρεώσεων του Προέδρου. Τα ίδια ισχύουν αναλογικώς και για τους Εκκλησιαστικούς Συμβούλους· βλ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Η. ΝΙΚΟΛΑΚΑΚΗΣ, Η ενοριακή διοικητική οργάνωση της Εκκλησίας της Ελλάδος, Διδακτορική Διατριβή (αδημοσίευτη), Θεσσαλονίκη 2002, σ. 123-124 και υπ. 72. Για παράδειγμα, τα έγκλημα της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως στοιχειοθετείται και από τον Εφημέριο ενοριακού Ναού, ο οποίος θεωρείται υπάλληλος ως προς την κατάρτιση του εγγράφου· Συμβ.Πλημ.Μυτιλήνης 39/1968: ΠοινΧρ. 19 (1969), σ. 51· πρβλ. ΑΝΝΑ ΨΑΡΟΥΔΑ - ΜΠΕΝΑΚΗ, «Αι ψευδείς βεβαιώσεις των αστυνομικών αρχών και των Εφημερίων συνιστούν νομιζόμενον έγκλημα ή απρόσφορον απόπειραν; Σχόλιον επί του υπ’ αριθ. 6877/1962 βουλεύματος των εν Αθήναις πλημμελειοδικών, ΠοινΧρ. ΙΒ’», ΠοινΧρ. 13 (1963), σ. 60.
[22] Βλ. Ν.Δ. 4538/1966.
[23] Οι διατάξεις του νόμου αυτού επεκτάθηκαν και επί των διαβαθμισμένων κληρικών με την Κ.Υ.Α. 2/73045/0022/2-1-2004 Υπουργών Οικονομίας, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, και Παιδείας «Επέκταση των διατάξεων του Ν. 3205/2003 σε διαβαθμισμένους κληρικούς» (Ε.τ.Κ. Β’ 17), όπως τροποποιήθηκε με την αντίστοιχη νεότερη Κ.Υ.Α. 2/6352/0022/2007 «Τροποποίηση - συμπλήρωση της υπ’ αριθ. 2/73045/0022/2-1-2004 κοινής υπουργικής απόφασης περί μισθολογικής κατάταξης κληρικών» (Ε.τ.Κ. Β’ 1914). Η νεότερη αυτή απόφαση ρύθμισε τη μισθολογική κατάταξη των πτυχιούχων Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, αποφοίτων Ι.Ε.Κ. και αποφοίτων του Α’ και του Β’ κύκλου Ιερατικών Σχολείων Δεύτερης ευκαιρίας. Η κατάταξη στη Β’ μισθολογική κατηγορία των αποφοίτων Τμήματος Εκκλησιαστικής και Πολιτιστικής Κατάρτισης Ι.Ε.Κ. απαιτεί την προηγούμενη επιτυχή πιστοποίηση των αποφοίτων κατόπιν συμμετοχής τους στις πανελλαδικές εξετάσεις πιστοποίησης του Εθνικού Οργανισμού Πιστοποίησης Προσόντων (E.Ο.Π.Π.). Εξετάσεις πιστοποίησης δεν απαιτούνται για τους αποφοίτους των Εκκλησιαστικών Ι.Ε.Κ. του άρθρου 20 § 5 Ν. 3432/2006, όταν και όπου αυτά λειτουργούν από την Ι. Σύνοδο.
[24] Βλ. Σ.τ.Ε. 999/2005 (Ολομ.): Νομοκανονικά 2/2005, σ. 118 επ., με ενημερωτικό σημείωμα Γ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ· Σ.τ.Ε. 1513/2007 (Τμ. Στ’): Νομοκανονικά 2/2007, σ. 128 επ. (και όμοια Σ.τ.Ε. 1889/2007 [Τμ. Στ’]: Θ.Π.Δ.Δ. 1 [2008], σ. 1053).
[25] Το ανώτατο όριο αποδοχών στον δημόσιο τομέα τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 § 1 Ν. 3833/2010, σύμφωνα με το οποίο οι πάσης φύσεως αποδοχές και πρόσθετες αμοιβές ή απολαβές που καταβάλλονται στους λειτουργούς ή υπαλλήλους κ.λπ. δεν μπορεί να υπερβαίνουν τις αποδοχές Γενικού Γραμματέα Υπουργείου, όπως αυτές κάθε φορά καθορίζονται, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη η οικογενειακή παροχή, τα επιδόματα εορτών και αδείας και τα επιδόματα του άρθρου 12 §§ 7-8 και 9 Ν. 3205/2009. Με το υπ’ αριθμ. 2/35981/0022/28-5-2010 έγγραφο της Διευθύνσεως Μισθών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους «Παροχή οδηγιών για την υλοποίηση μισθολογικών ρυθμίσεων» επισημαίνεται ότι το ανωτέρω ανώτατο όριο διαμορφώνεται από 1/6/2010 στο ποσό των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα έξι ευρώ και οκτώ λεπτών (5.856,08).
[27] Άρθρο μόνο Κ.Υ.Α. Φ80000/1536/104/4-4-2011 Υπουργών Οικονομικών, και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης «Προαιρετική υπαγωγή στον κλάδο κύριας σύνταξης του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. των μέχρι 31-12-2010 υπηρετούντων δημοσίων υπαλλήλων» (Ε.τ.Κ. Β’ 1050)· βλ. αναλυτικότερα ανωτέρω § 17, γ’.
ΠΗΓΗ: Η περιφερειακή οργάνωση της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ι. Μητροπόλεις-Ενορίες π. Βασίλειος Τρομπούκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου