«ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ»
τοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. ΑΝΘΙΜΟΥ
Εἰσήγησις ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
(Τρίτη, 7 Ὀκτωβρίου 2014)
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἐκφράζω ἀπὸ βάθους καρδίας τὴν εὐγνωμοσύνη μου πρὸς τὸν ἐν Τριάδι ἅγιο Θεό, διότι μὲ ἀξιώνει νὰ εὑρίσκωμαι καὶ νὰ ὁμιλῶ καὶ πάλιν ἀπὸ τοῦ Βήματος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀπὸ τοῦ ὁποίου εἰσηγήθηκα στὸ παρελθὸν θέματα ἀφορῶντα στὴ ζωὴ τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας, ἐν ἀναφορᾷ πάντοτε καὶ πρὸς τὴν πατρίδα μας τὴν Ἑλλάδα.
Ὡριμώτατος σήμερα ὡς πρὸς τὴν ἡλικία, ἀναμιμνήσκομαι εὐγνωμόνως τῶν κεκοιμημένων ἐκείνων πνευματικῶν πατέρων καὶ ἀδελφῶν, ἀοιδίμων Ἀρχιεπισκόπων καὶ Μητροπολιτῶν, ἐπικαλούμενος τὰς εὐχάς των καὶ προσευ-χόμενος ὑπὲρ τῆς ἀναπαύσεως αὐτῶν. Ὅσοι μὲ γνωρίζουν, ἀναγνωρίζουν τὴν μεγάλη τιμὴ καὶ εὐγνωμοσύνη σὲ ἐκείνους ποὺ μὲ καθωδήγησαν καὶ μὲ ἐχειροτόνησαν.
Μὲ πρόταση τοῦ Μακαριωτάτου Προέδρου Ἀρχιεπισκόπου κυρίου Ἱερωνύμου, ἡ ὁποία ἐνεκρίθη ὁμοφώνως ὑπὸ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου ἀνετέθη στὴν ταπεινότητά μου ἡ διαπραγμάτευση τῆς παρούσης εἰσηγήσεώς μου, ὑπὸ τὸν τίτλο :
«ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ».
Εἰσαγωγικὰ πρέπει νὰ σᾶς πληροφορήσω, ὅτι τὸν Μάρτιο τοῦ ἔτους 1990 ἐκυκλοφορήθη ἕνα ἀπὸ τὰ βιβλία μου (σελίδες 232) μὲ τὸν τίτλο «ΕΚΚΛΗΣΙΑ καὶ ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ». Ἡ κυκλοφορία τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ὑπῆρξε ἐπιτυχής, ἰδιαίτερα δὲ ἐσχολιάσθηκε ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου. Μνείαν τοῦ ὅρου «νέος Ἑλληνισμός» ἔκαμα μὲ τὴν προσφώνησή μου τῆς 31-8-1992 κατὰ τὴν πρώτη Σύναξη τῶν Ἀρχιερέων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου στὴν Κωνσταντινούπολη ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ. Μὲ ἀπόφαση τῆς ΔΙΣ ἐκπροσωπούσαμε ὡς ἐπιτροπὴ ἐκ μέρους τῶν Ἱεραρχῶν τῶν Βορείων Ἐπαρχιῶν, ἡ ταπεινότης μου καὶ οἱ ἀοίδιμοι Μητροπολῖται Ἰωαννίνων κυρὸς Θεόκλητος καὶ Γρεβενῶν κυρὸς Σέργιος, οἱ ὁποῖοι ὑπήρξαμε ὁμόφρονες καὶ σύμψυχοι. Εἰς τὸ διάλειμμα τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνάξεως μὲ ἐπλησίασεν ὁ τότε γέρων καὶ νῦν μακαριστὸς Μητροπολίτης Κισάμου καὶ Σελίνου κυρὸς Εἰρηναῖος Γαλανάκης, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε ἐπὶ λέξει : « Ὥστε ἔτσι λοιπόν; Νέος Ἑλληνισμός; Πολὺ μοῦ ἤρεσεν αὐτὸς ὁ ὅρος. Θὰ ἔχῃ συνέχεια, μάλιστα». Καὶ εἶχε δίκηο.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ τοῦ Ἑλληνισμοῦ κατὰ τὴν πορεία τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, ὡς νέας θρησκείας, προκειμένου αὐτὴ νὰ διαδοθῆ καὶ νὰ ἐπικρατήσῃ, κατὰ τοὺς αἰῶνες μετὰ τὴν παύση τῶν διωγμῶν, εἶναι ἕνα τεράστιο κεφάλαιο γιὰ τὸ Ἔθνος τῶν Ἑλλήνων, τὸ ὁποῖο κατέγραψαν σπουδαῖοι ἄνδρες τῶν θεωρητικῶν ἐπιστημῶν, ὅπως ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ὁ Νικόλαος Λούβαρης, ὁ Γεράσιμος Κονιδάρης, ὁ Στίλπων Κυριακίδης, ὁ Παναγιώτης Παναγιωτάκος κ.ἄ. στὸ μνημειώδη Τόμο «ΕΛΛΑΣ» τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαιδείας καὶ ἐκ τῶν ἱστορικῶν ὁ Κωνσταντῖνος Παπαῤῥηγόπουλος.
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ καὶ τὶς διακηρύξεις τῶν μεγάλων ἐπιστημόνων καὶ τὴν συνισταμένη τῶν διακηρύξεων καὶ τῶν διδαχῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν πατέρων ἔρχεται ὡς ἀνόθευτο καταστάλαγμα ἡ σωτηριώδης ἀλήθεια, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μεγίστη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους. Ὁ δὲ Ἑλληνισμὸς εἶναι τὸ μεγάλο δῶρο τῶν Ἑλλήνων στὴν ἀνθρωπότητα. Ἐλέχθη ὅτι ἡ Ἑλλάδα προσέφερε στὸν κόσμο τὴν Δημοκρατία, ἡ Ῥώμη τὸ Δίκαιο καὶ ὁ Χριστιανισμὸςτὴν Ἀγάπη. Ἡ ἄποψη αὐτὴ εἶναι ὀρθὴ μέν, ἀλλὰ τελείως ἐλλιπής. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ ὁ Ἑλληνισμός, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Δημοκρατία προσέφερε στὸν κόσμο καὶ τὴν φιλοσοφία, τὴν ποίηση, τὶς καλὲς τέχνες καὶ τὴν ἀνδρεία.
ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ὅμως σὲ ὅ,τι ἀφορᾷ τὸν Χριστιανισμό, ὁ ὁποῖος δὲν μπορεῖ νὰ νοηθῇ ἔξω ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ προσφορὰ στὸν κόσμο εἶναι πέρα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ τὰ ἐπίγεια πράγματα. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἁπλῆ γνώση, εἶναι ἡ ἀλήθεια. Δὲν εἶναι ὁ νόμος εἶναι ἡ χάρις. Δὲν εἶναι ἐπίγειος τόπος μόνο, εἶναι καὶ ὁ οὐρανός. Δὲν εἶναι ὁ κοινὸς χρόνος, εἶναι ἡ αἰωνιότητα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ διάπλατη ἀγκαλιὰ ἀπὸ τὰ αἱματωμένα χέρια καὶ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ ἐπεκτείνεται σ’ ὅλο τὸν κόσμο καὶ μέχρι τὸν Ἅδη, γιὰ νὰ ἀποδειχθῇ μὲ τὴν Ταφὴ καὶ τὴν Ἀνάστασή του, ὅτι αὐτὴ ἡ ἀγκαλιὰ εἶναι ἡ σωτήρια κιβωτὸς τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὰ πελάγη καὶ τοὺς ὠκεανοὺς τῆς πολύπαθης ζωῆς του. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν πιστεύει στὴν αἰωνιότητα καὶ στὴ σωτηρία, δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβῃ τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Γιὰ τοὺς πιστοὺς Χριστιανοὺς ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ βεβαιότητα γιὰ τὴν σωτηρία, ὑπὸ τὶς προϋποθέσεις ποὺ διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἡ Ἐκκλησία.
ΟΣΟΙ ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ, βλέπουν τὴν Ἐκκλησία ἢ ὡς ἕνα κοινωνικὸ παράγοντα, ἢ ὡς κύριο στήριγμα τοῦ Ἔθνους, ἢ τὸ πιὸ ὑποτιμητικό, ὡς δύναμη συντηρήσεως καὶ ἀναχρονισμοῦ. Ἡ μαρτυρία τῶν πιστῶν, ὡς ἐμπειρία, βίωμα καὶ ἀποτέλεσμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς των μέσα στὴν Ἐκκλησία, εἶναι τὸ κεφάλαιο τῆς «ἀπολογίας» της πρὸς τοὺς ἀπίστους, ποὺ ἔχουν τὴν ἀκρισία καὶ νὰ τὴν ἐγκαλοῦν. Ὁ εὐαγγελικὸς Λόγος καὶ ἡ Ἱερὰ Παράδοση, ἐνηρμονισμένα στοιχεῖα, «θεωρίᾳ τε καὶ πράξει», μέσα στὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐξασφαλίζουν στοὺς πιστοὺς ἕνα ἀστείρευτο ποτάμι πνευματικῆς δωρεᾶς, ποὺ διαποτίζει δυναμικὰ καὶ χαριτώνει ἐσωτερικὰ τὴν ὕπαρξή τους. Ἡ Ἐκκλησία βλέπει μὲ πολλὴ στοργὴ καὶ ἀγάπη ὅλους, ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι ἄπιστοι ἢ καὶ ἐχθροί της. Γι’ αὐτὸ στὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς ἐπαναλαμβάνει τὴν πρόσκληση τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου «Ἔρχου καὶ Ἴδε» (Ἰω. 1,47). Ὅποιος ἔλθῃ στὸ περιβόλι της καὶ ἀληθινὰ δῇ τοὺς ἀνθοὺς καὶ τοὺς καρπούς της δὲν πρόκειται νὰ ξαναφύγῃ ποτέ.
Οἱ ΠΟΙΜΕΝΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὸ προνόμιο καὶ τὴν εὐθύνη νὰ διδάσκουν τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, βλέπουν καὶ θεωροῦν ὅλα τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα κάτω ἀπὸ τὸ πρῖσμα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ διαφορετικά. Ὅλη ἡ ζωὴ γύρω μας μαρτυρεῖ καὶ κηρύσσει τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον. «Τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολ. 3,11), εἶπε ὁ ἱερὸς Παῦλος. Μὲ τὴν καλλιέργεια αὐτοῦ τοῦ ὑγιοῦς ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος εἴδαμε στὰ νεώτερα χρόνια, πὼς ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πρῶτα θεραπαινίδα μιᾶς ἐθνικῆς ἰδέας ἢ ὑποθέσεως καὶ μετὰ ὅλα τὰ ἄλλα. Μὲ τὴν ἄνθηση τῆς ὀρθοδόξου θεολογικῆς σκέψεως ἐβεβαιωθήκαμε πιὸ πολὺ ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι πρῶτα κιβωτὸς σωτηρίας καὶ μετὰ ἀκολουθοῦν ὅλα ὅσα μποροῦν νὰ χωρέσουν μέσα σ’αὐτή. Ἔτσι ὁ λόγος μᾶς ὠθεῖ στὴ θεώρηση αὐτοῦ ποὺ ἀποκαλοῦμε πατρίδα, Ἑλλάδα, Ἑλληνισμό. Γιὰ τὸ παρελθὸν αὐτῆς τῆς συζεύξεως τῆς Χριστιανικῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἢ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους, ἔχουν γραφῆ χιλιάδες σελίδες. Στὶς πλεῖστες ἀπὸ αὐτές, καὶ ὅπου ἰδιαίτερα δὲν ὑπάρχει ἰδεολογικὴ προκατάληψη ἢ ἀλλότρια κοσμοθεωριακὴ τοποθέτηση, γράφεται μὲ ἔμφαση πὼς ἡ Ὀρθοδοξία ἔδωσε νέα πνοὴ ζωῆς στὸν Ἑλληνισμό, ἡ δὲ Ἐκκλησία ἔσωσε τὸ Ἔθνος μας ἀπὸ τὸν μουσουλμανικὸ ἐξανδραποδισμὸ καὶ τὴν ἐξαφάνιση. Στοὺς καιρούς μας εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν στεῖρα παρελθοντολογία τοῦ πολιτικοῦ κομματισμοῦ καὶ νὰ φύγωμε ἀπὸ τὶς ἀνεπίκαιρες ἀντιπαραθέσεις. Κρατῶντας ὡς πολύτιμο ἐφόδιο τὴν πεῖρα καὶ τὰ διδάγματα τῆς ἀποσαφηνισμένης ἱστορικῆς πραγματικότητος, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν θεολογικὴ ἐκκλησιολογικὴ σκέψη, νὰ ἐγκύψωμε μὲ σοβαρότητα στὸν ὀξύτατο προβληματισμὸ τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ λέγεται «Νέος Ἑλληνισμός». Θὰ δώσωμε λόγο στὸ Θεὸ καὶ θὰ χλευασθοῦμε ἀπὸ τὶς ἑπόμενες γενηές, ἂν δὲν σταθοῦμε ἀντάξια ἐμπρὸς στὴ νέα πραγματικότητα, ὅπως τὴν συνθέτουν οἱ κοσμογονικὲς ἀλλαγὲς τῶν συγχρόνων κοινωνιῶν. Ἡ Ὀρθοδοξία προσφέρει καὶ σήμερα στὸν Ἑλληνισμὸ τὴν διαβεβαίωση ὅτι θὰ τὸν συγκρατήσῃ ὄρθιο καὶ ἀκέραιο μέσα στὴ θύελλα ποὺ σηκώνουν οἱ διεκδικήσεις καὶ οἱ ἀμφισβητήσεις ἀπὸ μέρους τῶν ἐχθρῶν του. Κι’ αὐτὸ ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία διαθέτει τὴν ἐναργῆ αὐτοσυνείδηση, τῆς συμπτώσεως μεταξὺ τῆς ἔμψυχης παρουσίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς ἔμψυχης ὑπάρξεως τοῦ πληρώματός της. Πιὸ ἁπλᾶ, ἡ Ἐκκλησία στηρίζει καὶ σήμερα τὸν Ἑλληνισμό, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ἱστορικὸς λαὸς εἶναι καὶ Ἐκκλησία καὶ Ἑλλάδα. Χρέος καὶ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίαςεἶναι νὰ βοηθήσῃ καὶ νὰ σώσῃ αὐτὸν τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ λαὸς νὰ ἀντιληφθῇ τὴν εὐθύνη του παραμερίζοντας τοὺς ξενόφερτους δογματισμοὺς ποὺ ἤδη παραπαίουν στὴ διεθνῆ κονίστρα τῶν λαῶν. Ὅλοι μαζὺ οἱ Ἕλληνες γιὰ νὰ σωθοῦμε.
Μὲ μιὰ ματιὰ ἀναδρομικὴ στὸ παρελθὸν θαυμάζομε τὸν ἀρχαῖο κλασσικὸ ἑλληνικὸ πολιτισμό, ἐκπλησσόμεθα ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τῆς ἐκπολιτιστικῆς κυρίως ἑλληνικῆς ἐκστρατείας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, θέτομε μαύρη ταινία στὴ ῥωμαϊκὴ κυριαρχία μὲ τὰ ἐγκλήματα ἐναντίον τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ μένομε ἐκστατικοὶ ἐμπρὸς στὸ συναπάντημα τοῦ διακηρυχθέντος ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ μὲ τὴν ἀνατείλασα ἐν ἐλευθερίᾳ μεγάλη καὶ ἀνθρωποσωτήρια εὐαγγελικὴ χριστιανικὴ πίστη, ἡ ὁποία ἐκαρποφόρησε ἐπὶ χίλια χρόνια τὸν ἑλληνοχριστιανικὸ βυζαντινὸ πολιτισμό, τὸν μακροβιότερο τῶν ἐπὶ τῆς γῆς πολιτισμῶν. Ἀκολούθησε ἡ μισερὴ σκλαβιά, κι’ ἀπὸ τὴν τέφρα ἐξῆλθε ὁ σπινθήρας γιὰ τὴν ἐλευθερία, καὶ ἡ λάμψη ἀ-πὸ τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως, τῆς παμμεγίστης δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν σωτηρία μας καὶ τὴν μέλλουσα κληρονομία.
Ὁ ὅρος «Νέος Ἑλληνισμός» δὲν σηματοδοτεῖ καὶ δὲν προσδιορίζει μιὰ ἐπιτυχημένη καὶ σταθερὴ περίοδο θριάμβου τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ Ἔθνους μας, ὅπου ὅλα πηγαίνουν καλὰ καὶ ἐμεῖς διαβιοῦμε καλύτερα. Ἄλλωστε οἱ δύο παγκόσμιοι πόλεμοι ἀνέκαμψαν τὴν πορεία μας πρὸς τὴν πρόοδο καὶ τὸν πολιτισμό. Οἱ ἐναλλαγὲς στὴ ζωὴ τῶν λαῶν μὲ τὰ ὑπὲρ καὶ τὰ κατά, εἶναι μόνιμο φαινόμενο, μὲ τοὺς ἰσχυροὺς λαούς, ὅμως, νὰ ἔχουν τὸ προνόμιο τῶν μακρῶν περιόδων εἰρήνης καὶ πολιτισμοῦ. Οἱ ἀπαρχὲς τῆς δικῆς μας εὐμάρειας, ὅταν ἔληξε ὁ ἀπεχθὴς καὶ ἀδικαίωτος ἐμφύλιος πόλεμος τῶν Ἑλλήνων, τῇ ὑποκινήσει τῶν Σλαύων κομμουνιστῶν, ἐσκόνταψαν στὴν περιπέτεια τῆς ἑπταετίας 1967-1974. Ξεχνῶντας ὅ,τι ἄλλο, τὸ Ἔθνος μας ἦταν τραυματισμένο ἀπὸ τὴν ἀπώλεια τῆς Κύπρου τῶν Ἑλλήνων. Τὴν Κύπρο παρωμοίασε ὁ νομπελίστας ποιητὴς ὡς «χρυσοπράσινο φύλλο ῥιγμένο στὸ πέλαγος». Καὶ ἐκεῖ παραπαίει ἀκόμα.
Ὅπως ἔχει γίνει ἤδη ἀντιληπτό, ὁλόκληρη ἡ εἰσήγησή μου κινεῖται γύρω ἀπὸ δύο πόλους. Πρόκειται γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας καὶ τὸν Ἑλληνισμὸ στὴ διαμορφουμένη νέα μορφή του κατὰ τὶς τελευταῖες καὶ ὑπὸ ἐξέλιξη ἐκδοχές του. Στὸν πρῶτο ὑπὸ ἔρευνα χῶρο, ἤτοι τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ὅπως ἐμεῖς τὴν συνειδητοποιοῦμε, διαπι-στώνομε τὴν ἀπουσία τῆς ἀνησυχίας ἀπὸ ἐμᾶς καὶ τοὺς πιστούς της.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΣ πανεπιστημιακοῦ ἐπιπέδου, ποὺ πέθανε στὴν Ἀθήνα πρὶν ἀπὸ χρόνια, συνήθιζε νὰ λέγῃ καὶ νὰ γράφῃ πὼς ἀπαραίτητο χαρακτηριστικὸ τῆς ζωῆς κάθε ὑπευθύνου Χριστιανοῦ εἶναι ἡ ἀνησυχία. Πολλὲς φορὲς εἶχε κάμει λόγο μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση γιὰ τὴν «ἁγίαἀνησυχία», ποὺ τὴν καλλιεργοῦσε συνειδητὰ στοὺς συνεργάτες του, μὲ ἀντικειμενικο σκοπὸ νὰ μὴ λιμνάσουν ποτὲ τὰ πνευματικὰ διαφέροντα τῶν Χριστιανῶν καὶ οἱ ἀράχνες νὰ μὴ πλέξουν ποτὲ τὸ ἐξοντωτικὸ κέντημά τους ἐπάνω στὴ χριστιανικὴ κοινωνία. Ἐὰν ἐπιχειρήσωμε μιὰ ἀναγωγὴ αὐτῆς τῆς ἰδέας-προτροπῆς στὴν Καινὴ Διαθήκη τότε θὰ βροῦμε τὶς ῥίζες της στὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου. «γρηγορεῖτε οὖν.οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ κύριος τῆς οἰκίας ἔρχεται... ἃ δὲ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω. γρηγορεῖτε» (Μάρκ. 13, 35 & 37). Τὴν ἀνησυχία καὶ τὴν ἐγρήγορση ἀκόμη καὶ μέχρι τοῦ σημείου τῆς διὰ τοῦ αἵματος μαρτυρικῆς θυσίας ἐδίδασκε συνεχῶς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας. «γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε» (Α’ Κορ. 16,13). Ἐὰν ἡ ἄποψη τοῦ ἀνιδιοτελοῦς ἐκείνου διανοητοῦ γιὰ τὴν ἀνησυχία, ἦταν χρήσιμο κέντρισμα γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ ἐπηρέαζε, καὶ ἂν πολὺ περισσότερο στηρίζεται στὴν βαθύτερη εὐαγγελικὴ διδασκαλία, δὲν θὰ ἦταν καθόλου λάθος νὰ τὴν μεταφέρωμε ἐμεῖς σήμερα στὰ ἐκκλησιαστικά μας πράγματα. Εἶναι τόσο συνταρακτικὲς οἱ ἀλλαγὲς ποὺ ἐπέρχονται στὴν ἀτομικὴ καὶ στὴ δημόσια ζωὴ τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ὥστε μόνον μύωπες ἢ τελείως ἀδιάφοροι Χριστιανοὶ δὲν θὰ κατώρθωναν νὰ τὶς διακρίνουν. Μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ καταιγιστικὸ πῦρ τῶν ποικίλων ἀναστατώσεων θὰ ἦταν ἐγκληματικὴ ὁποιασδήποτε μορφῆς ἡσυχία τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνθρώπων. Ἀντίθετα, ἡ ἀνησυχία, ἡ δημι-ουργικὴ ἀνησυχία, ὁδηγεῖ ἀναποφεύκτως στὴν ἀντιμετώπιση ὅλου τοῦ πλέγματος τῶν καιρίων προβλημάτων ποὺ συνθέτει ἡ σημερινὴ πραγματικότης. Ἡ ἀνησυχία, λοιπόν, εἶναι μιὰ ἀναγκαιότης γιὰ τὴν δική μας ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Κίνητρο πάντοτε ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, στὴν ὁποία προσφέρομε ὁλόκληρη τὴν ζωή μας. Αὐτὴ τὴν Ἐκκλησία τὴν θέλομε νὰ γίνεται ὅλο καὶ περισσότερο τὸ μόνιμο προστατευτικὸ «πανδοχεῖο» γιὰ τοὺς τόσους ὁδοιπόρους τῆς ζωῆς, ποὺ ἄλλους τοὺς δέρνει ἡ θύελλα τοῦ κόσμου, καὶ ἄλλους τοὺς πληγώνουν βαριὰ οἱ «ληστὲς» τῆς ἐποχῆς μας.
ΔΕΝ ΕΧΟΜΕ ΔΙΚΑΙΩΜΑ οἱ πνευματικοὶ ποιμένες νὰ κοιμώμαστε ἥσυχοι. Δὲν ἔχομε δικαίωμα ἐμεῖς ὅλοι, ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, μοναχοί, ἱεροκήρυκες, καὶ τὰ λοιπὰ λαϊκὰ τῆς Ἐκκλησίας στελέχη νὰ χάνωμε καιρὸ σὲ ἀνεύθυνες συζητήσεις, σὲ ἀτελεύτητες ἔριδες καὶ ἄλλες ἐπιδιώξεις. Ὅταν οἱ δεσποτάδες καὶ οἱ παπάδες ἐκράτησαν μέσα στὴν ἱστορία ὑψηλὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ μᾶς τὴν παρέδωσαν νὰ τὴν φυλάξωμε σὰν πολύτιμο θησαυρὸ τῆς ζωῆς μας, ὁ χιτώνας της ἦταν πορφυρωμένος ἀπὸ τὰ αἵματα τῶν καρδιῶν καὶ τῶν σωμάτων τῶν ἡρωϊκῶν ἐκείνων πατέρων μας. Ἐμεῖς ὅμως, πλανεμένοι ἀπὸ τὴν γλύκα τῆς συγχρόνου ζωῆς, παγιδευμένοι ἀπὸ τὶς χρηματικὲς χορηγίες, κινδυνεύομε νὰ ἀποκοιμηθοῦμε βαθιὰ ἐπάνω στὰ κάστρα ποὺ ἐτίμησαν ἄγρυπνοι οἱ προκάτοχοί μας. Καὶ ὅμως, γύρω μας τρίζουν ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς τὰ θεμέλια τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ οἰκοδομήματος. Ἀργά, ὕπουλα, ἀλλὰ σταθερά, ἄγνωστες δυνάμεις καὶ καταστάσεις ποὺ ζητοῦν νέες προσαρμογὲς μᾶς ὁδηγοῦν σὲ ἀνοίγματα χωρὶς τὴν δυνατότητα ἐπιστροφῆς. Ἡ ἀντίδραση πρέπει νὰ ξεκινήσῃ μὲ τὴν καθολική, ἄμεση καὶ δημιουργικὴ ἀνησυχία. Μὲ τὸ πύρωμα τῆς καρδιᾶς καὶ μὲ τὴν σύνεση τῶν ὑπευθύνων ἀνθρώπων, νὰ ξεκινήσωμε μὲ δυὸ ἀντικειμενικοὺς στόχους. τὴν ψύχραιμη ἐκτίμηση τῶν κινδύνων ἀπὸ ὅπου καὶ ἂν προέρχονται, καὶ τὸ ἐσωτερικὸ νοικοκύρευμά μας, μὲ πρῶτο μέλημα τὸν πνευματικὸ ὁπλισμὸ κάθε μέλους τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν κάνομε οὔτε κινδυνολογία, οὔτε ὑποφέρομε ἀπὸ ἄκαμπτο συντηρητισμό. Θέλομε τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδοςἑνωμένη, δυνατή, ἀνεξάρτητη. νὰ διαθέτῃ κῦρος καὶ νὰ ἐμπνέῃ σεβασμό. νὰ ἐκτελῇ τὶς ὑποχρεώσεις της μέσα σὲ ἕνα εὐνομούμενο Κράτος καὶ νὰ ἀσκῇ τὶς πνευματικὲς δικαιοδοσίες της χωρὶς περιορισμό. νὰ ὁμιλῇ καὶ νὰ ἀκούεται. νὰ ἔχῃ ἀφωσιωμένους πιστοὺς καὶ νὰ στέκεται κοντά τους σὲ ὅλες τὶς στιγμὲς τῆς ζωῆς τους. Θέλομε τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὄχι μόνον σὰν ἐπίγεια θεραπαινίδα τῶν ἐθνικῶν ἀναγκῶν μας, ἀλλὰ καὶ σὰν κιβωτὸ τῆς σωτηρίας ποὺ στέλνει σωσμένες ψυχὲς στοὺς οὐρανούς. Γιατί, ἢ πιστεύομε ἢ δὲν πιστεύομε στὴ θεία ἀποστολή της. Ἐξακολουθοῦμε νὰ ἐπιμένωμε στὴν ἀναγκαιότητα τῆς δημιουργικῆς ἀνησυχίας, ποὺ γιὰ τὴν ὥρα δὲν τὴν βλέπομε, δὲν τὴν αἰσθανόμαστε. Γιὰ νὰ γίνῃ, λοιπόν, πιὸ ἀντιληπτὸ τὸ πρόβλημα τῆς ἀπουσίας τῆς ἀνησυχίας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος – καὶ εἴμαστε ὅλοι ὑπεύθυνοι γι’ αὐτό – χρειάζεται πολλὴ προσοχή, διαρκὴς προσευχή, καὶ συστηματικὲς ποιμαντικὲς ἐνέργειες πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις.
Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ πορεύεται ἐντὸς τοῦ κόσμου τῆς ἐποχῆς μας, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πορεύεται καὶ ἡ ζωὴ ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἡ γενικὴ εἰκόνα τῆς ἀνθρωπίνης παρουσίας γύρω μας δὲν διαθέτει στοιχεῖα ἰδεολογικῆς διακρίσεως. Ἀναφερόμεθα κυρίως στὸν ἐλεύθερο κόσμο, ἐκεῖ ὅπου τὰ καθεστῶτα ἐπιτρέπουν ἐλεύθερα τὴν ἄσκηση τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Στὸν ἄλλο κόσμο, ὅπου ἡ χριστιανικὴ πίστη διώκεται μεθοδικῶς καὶ ἀπηνῶς, ἰσχύουν ἄλλες διαπιστώσεις, οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι τοῦ παρόντος. Στὸν ἐλεύθερο, λοιπόν, κόσμο ἡ ἰσοπέδωση τῆς χριστιανικῆς προσωπικότητος, ἡ ἀπουσία διακεκριμένων Χριστιανῶν κατὰ τὸ φρόνημα καὶ κατὰ τόν βίο, εἶναι συνέπεια τῆς ἀγωνιστικῆς ἀπραξίας ὅλων μας. Ὀλίγο κατ’ ὀλίγο, γεγονότα τῶν ὁποίων ἡ ἰσχὺς ἐθεωρήθηκε παροδική, συνεσωρεύθησαν στὴν ψυχὴ τοῦ Χριστιανοῦ τῆς ἐποχῆς μας, καὶ ἐπέφεραν ἀλλοιώσεις στὸ φρόνημά του. Τέτοια γεγονότα ὑπῆρξαν πολλά, ἀναγόμενα κυρίως στὴν σφαῖρα τῶν ἐπιστημονικῶν ἐπιτευγμάτων καὶ τῶν διαστημικῶν ἁλμάτων. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, οἱ ἄνθρωποι ἐῤῥίφθησαν στὸ κυνηγητὸ τοῦ πλουτισμοῦ καὶ τῶν ἀπολαύσεων, κατάσταση ἡ ὁποία διευκολύνθηκε ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς εἰρήνης τὴν ὁποία διερχόμεθα. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα τοῦ ταυτισμοῦ τῶν Χριστιανῶν μετὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, κάτω ἀπὸ τὴν πίεση τῶν ἀμφισβητήσεων καὶ τῶν εὐδαιμονιστικῶν ἐπιδιώξεων εἶναι ἐναργὴς καὶ στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο τῆς πατρίδος μας. Οἱ Χριστιανοὶ ἐγίναμε ἕνα μὲ τοὺς μὴ Χριστιανούς. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἀπωλέσαμε τὴν «πατρώα» εὐσέβεια ἢ ὅτι δὲν πιστεύομε στὸν Χριστό. Οἱ Χριστιανοὶ κινδυνεύομε νὰ χάσωμε τὴν αὐτοσυνειδησία μας ἐξ αἰτίας τῆς ἀγωνιστικῆς ἀπραξίας, ἡ ὁποία μᾶς διακρίνει. Ἡ ἐποχή μας ἀνέστειλε μέσα μας κάθε διάθεση ἀγωνιστικότητος.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ στὴν πρώτη ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς γράφει. «αὐτοὶ γὰρ οἴδατε, ἀδελφοί, τὴν εἴσοδον ἡμῶν τὴν πρὸς ὑμᾶς ὅτι οὐ κενὴ γέγονεν, ἀλλὰ προπαθόντες καὶ ὑβρισθέντες, καθὼς οἴδατε, ἐν Φιλίπποις, ἐπαῤῥησιασάμεθα ἐν τῷ Θεῷ ἡμῶν λαλῆσαι πρὸς ὑμᾶς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ ἐν πολλῷ ἀγῶνι» (Α’ Θεσ. 2,1-2). Μετὰ τὴν δοκιμασία καὶ τὶς ὕβρεις στοὺς Φιλίππους ὁ Ἀπόστολος συνεχίζει τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου στὴ Θεσσαλονίκη «ἐν πολλῷ ἀγῶνι». «Ἐν πόσῳ καὶ ποίῳ ἀγῶνι», κηρύσσεται σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ συνόλῳ, οἱ ὁποῖοι ἀνενόχλητα καὶ ἄνευ κόπου ἐξοφλοῦμε τὸ χρέος ἑνὸς «τεταγμένου» καὶ τετριμμένου κηρύγματος, χωρὶς τὴν ἐσωτερικὴ δόνηση τῆς ἀποστολικῆς συνειδήσεως ἑνὸς Παύλου ἢ ἑνὸς Πέτρου; Ἐξέλιπε ἡ παῤῥησία, ἐμαράθηκε ὁ ζῆλος, κατέπεσε ὁ ἐνθουσιασμὸς ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τῶν στοιχείων τοῦ κόσμου τούτου. Τὸ φαινόμενο τοῦτο εἶναι γενικὸ σὲ ὅλες τὶς Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες. Γι’ αὐτὸ καὶ εἰδικώτερα οἱ ἡγέτες τοῦ προτεσταντικοῦ κόσμου, τῶν ὁποίων ἡ «ἐκκλησιαστικὴ» ζωὴ στηρίζεται κυρίως στὸ στήριγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ὁμολογοῦν ὅτι τὸ κήρυγμα διέρχεται τὴν πρώτη κρίση στὴν ἱστορία του. Εὐτυχῶς ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁ λατρευτικὸς πλοῦτος ὡς ἀκρογωνιαῖος λίθος στηρίζει τὸ ἐκκλησιαστικὸ οἰκοδόμημα καὶ συμπληρώνει τὴν ἐμφανῆ ἔλλειψη τοῦ ἀγωνιστικοῦ κηρύγματος. Ἀλλὰ τὸ νοσηρὸ σύμπτωμα ὑφίσταται ἐπεκτεινόμενο σὲ ὁλόκληρο τὸ πλήρωμα τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας.
ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ τῆς ἐποχῆς μας, σὲ ὑψηλὸ ποσοστό, δὲν ἀγωνίζονται γιὰ τὸν Χριστό. Οἱ Χριστιανοὶ συνθηκολογοῦν μετὰ τοῦ κόσμου χάριν τοῦ ἑαυτοῦ των. Ἡ κατὰ κόσμον ζωὴ διαθέτει γλυκύτητα καὶ τερπνότητα, ἐνῷ ἡ κατὰ Χριστὸν ζωὴ ἀπαιτεῖ θυσίες καὶ στερήσεις. Παρὰ τὴν βαναυσότητα καὶ ἀπανθρωπία τῆς μηχανοκρατίας, παρὰ τὴν καταπίεση τῶν διεθνῶν καλωδίων, τῶν κεραιῶν καὶ τῶν ἠλεκτρονικῶν μέσων, ποὺ μετατρέπονται συνεχῶς σὲ ἁλυσίδες ἑνὸς πανανθρωπίνου δεσμωτηρίου, οἱ ἄνθρωποι ὀλισθαίνουν πρὸς τὸν εὐδαιμονισμὸ ὑπογράφοντας συνεχῶς συμβόλαια συμβιβασμῶν, ἀπαρνούμενοι τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Ἀπὸ ἐκεῖ ἀποῤῥέουν ὅλες οἱ ἀμφισβητήσεις γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴν αἰωνιότητα, καὶ γιὰ ὅλες τὶς ἀξίες τῆς ζωῆς. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸν χορὸ κινοῦνται καὶ οἱ Χριστιανοὶ κατὰ πλειονοψηφία, ἀγωνιζόμενοι ὄχι γιὰ τὴν πίστη, ἀλλὰ πῶς νὰ δικαιολογήσουν τὴν στάση τους ἔναντι τῆς πίστεως. Ἀφήνουν τὸν «νοῦν Χριστοῦ» καὶ φθείρονται οἱ σκέψεις τους καὶ ἡ ἀφοσίωσή τους στὸν Χριστό, ὅπως τὸ γράφει ὁ Ἀπόστολος. «φοβοῦμαι δὲ μήπως, ὡς ὁ ὄφις Εὔαν ἐξηπάτησεν ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτοῦ, οὕτω φθαρῇ τὰ νοήματα ὑμῶν ἀπὸ τῆς ἀπλότητος τῆς εἰς τὸν Χριστόν» (Β’ Κορ. 11,3). Οἱ πολλοὶ ὄφεις τοῦ καιροῦ μας ἐξαπατοῦν τὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ παρασύρουν στὴν διαφθορὰ τῆς ζωῆς, στὴν φιληδονία καὶ τὴν ἀπόλαυση. Ἀσθμαίνομε ὅλοι στὸν μαραθώνιο τῶν ἐπιγείων ἐπιδιώξεων, ὑποτασσόμεθα στὶς νεοφανεῖς καταστάσεις μιᾶς ἀντιζωῆς, λησμονῶντας ὅτι τὸ «πολίτευμα» τῶν Χριστιανῶν «ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. 3,20). Ἡ σημερινὴ πραγματικότητα δικαιώνει ὅ,τι κατ’ ἐπανάληψη εἶπα στὸ πρόσφατο παρελθὸν σὲ κηρύγματα. Οἱ Εὐρωπαῖοι ἔδιωξαν τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴν ζωή τους καὶ στὸ κενὸ ποὺ ἐδημιούργησαν ἐγκαταστάθηκε τὸ Ἰσλὰμκαὶ τὰ τζαμιά, ἀκόμη καὶ κοντὰ στὸν ἅγιο Πέτρο τῆς Ῥώμης. Οἱ Ἄγγλοι ἔκαμαν τοὺς χριστιανικοὺς Ναοὺς κέντρα διασκεδάσεως καὶ στὸ Βέλγιο οἱ Μου-σουλμάνοι εἶναι τὸ 36% τοῦ πληθυσμοῦ.
ΣΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ τῆς ἀγωνιστικότητος ὁδηγεῖ ἡ ἀπουσία τῆς ἐσχατολογικῆς ἐνημερώσεως τῶν Χριστιανῶν. Ἂς μὴ διαφεύγῃ τῆς προσοχῆς μας ὅτι ἡ χιλιαστικὴ προπαγάνδα ἀποκτᾷ συνεχῶς ἔδαφος στοὺς κατωτέρας μορφώσεως Χριστιανούς, σκοπεύουσα στὰ ἔσχατα τῆς ζωῆς τους. Κάθε ἄνθρωπος ἐνδιαφέρεται συνειδητὰ ἢ ὑποσυνείδητα γιὰ τὰ ἔσχατα τῆς ζωῆς του. Ἐμεῖς διστάζομε νὰ κάμωμε λόγο γιὰ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ χριστιανικὸ κήρυγμα σφάλλεται μεγάλως, ὅταν περιορίζῃ τὴν ὑπόθεση τῆς χριστιανικῆς πίστεως μόνον στὸν ἐν δράσει ἐπίγειο βίο. Περιορίζομε τότε τὴν πνευματικὴ δραστηριότητα τῶν Χριστιανῶν καὶ ἀκρωτηριάζομε τὸ διάγραμμα τῆς ζωῆς τους, ἡ ὁποία ὁλοκληρώνεται πράγματι, ὅταν καταλήγῃ στὴν αἰωνιότητα. Ἡ συνειδητὴ ἐπιδίωξη τῆς οὐρανίου κληρονομίας ὁδηγεῖ τὸν Χριστιανὸ σὲ διαρκῆ ἀγωνιστικὴ προσπάθεια κατὰ τοῦ διαβόλου, ἀνανεώνει συνεχῶς τὸ φρόνημά του καὶ ἐνισχύει τὴν προσδοκία τοῦ Οὐρανοῦ. Αὐτὴ ἡ θέα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ὡδηγοῦσε ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νέους καὶ γέροντες, στὸ μαρτύριο τοῦ αἵματος. Διερωτηθήκαμε ποτέ, πῶς τότε μὲν τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα τῶν Χριστιανῶν συνεκρούετο ἄφοβα μὲ τὸν θάνατο καὶ τοὺς τυράννους, τώρα δὲ ὑποτονικὸ καὶ ἄτολμο ὁδηγεῖ στὴν ὀπισθοχώρηση καὶ τὸν συμβιβασμό; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλῆ. Ἔχομε ὅλοι ἀποπροσανατολισθῆ. Ἔχομε ὑποκύψει στὸν ἐγωκεντρισμὸ καὶ τὴν φιλαυτία, περιορίζοντας τὴν ὕπαρξή μας στὰ γήϊνα πλαίσια καὶ ἀρνούμενοι τὴν θέα καὶ τὴν προσδοκία τῆς οὐρανίου κληρονομίας.
HAΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ τείνει νὰ περιορισθῇ σὲ ὀλίγους μόνον Χριστιανούς. Καλλιεργεῖται δὲ ἐντέχνως ἡ ἀντίληψη ὅτι εἶναι μονοπώλιο ὡρισμένης κατηγορίας Χριστιανῶν. Προσεγγίζομε ἔτσι σὲ ἕνα πρόσθετο αἴτιο τῆς ἀγωνιστικῆς ἀπραξίας τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Χριστιανοί μας δὲν παραδίδονται στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἐντάσσονται σὲ ἀγωνιστικὲς ὁμάδες. Ἂς ἐνθυμηθῶμε ὅμως τὴν βαθυστόχαστη καὶ ὀρθόδοξη ἐκφώνηση τῆς λειτουργίας τῆς Κυριακῆς. «τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος αἰτησάμενοι, ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ τῆς ἀγωνιστικῆς ἀπραξίας τῶν Χριστιανῶν εἶναι καίριο πρόβλημα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι κατάσταση βλαπτικὴ τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας τῶν Χριστιανῶν. Εἶναι ἀποδυνάμωση τῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι προσβολὴ κατὰ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ἀπόλυτο καὶ αἰώνιο σύμβολο ἀγῶνος καὶ θυσίας. Εἶναι ἡ ἐκ μέρους τῶν Χριστιανῶν προδοσία τῆς ἱερᾶς κληρονομίας τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων. Εἶναι ἀθέτηση πρὸς τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων. Εἶναι ἀνάσχεση τῆς μυστηριακῆς πράξεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διὰ τοῦ Βαπτίσματοςκαὶ τῶν ἄλλων ἱερῶν Μυστηρίων συνετελέσθη στὸν καθένα μας. Ἡ ἀγωνιστικὴ ἀπραξία τῶν Χριστιανῶν εἶναι προσφορὰ στοὺς πολεμίους τῆς πίστεως. Αὐτοὶ οἱ πολέμιοι ἀγωνίζονται πολλὲς φορὲς ἐντονώτερα ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὴν πρόοδο καὶ τὴν ἐπιβολὴ τῆς ἰδεολογίας των. Καὶ τότε ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου στὴν παραβολὴ τοῦ ἀδίκου οἰκονόμου. «οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου φρονιμώτεροι ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς τοῦ φωτὸς εἰς τὴν γενεὰν τὴν ἑαυτῶν εἰσίν» (Λκ. 16,8). Στὰ δώματα τῆς θριαμβευούσης Ἐκκλησίας, ἐκεῖ ὅπου ὁ Λυτρωτὴς καὶ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς αἰωνίως βασιλεύει, γεύονται τῶν ἀγαθῶν τῆς οὐρανίου βασιλείας του ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀγωνίσθηκαν ὅσον ἐζοῦσαν στὴν γῆ δι’ ὅλης τῆς βιωτῆς των καὶ εὐηρέστησαν ἐνώπιον τοῦ ἁγίου Θεοῦ. Εἶναι ὅλες οἱ τάξεις τῶν ἁγίων τῆς πίστεως. «Ἀναζωσάμενοι τὰς ὀσφύας τῆς διανοίας ἡμῶν» (Α’ Πέτρ. 1,13) ἂς μιμηθῶμε τοὺς ἀγῶνας καὶ τὴν πίστη τῶν ἁγίων «μὴ συσχηματιζόμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ» (πρβλ. Ῥωμ. 12,2). «Ἀναμένει ὁ Θεὸς τὰς παρ’ ἡμῶν ἀφορμὰς, ἵνα πολλὴν ἐπιδείξηται τὴν φιλοτιμίαν. Μὴ τοίνυν διὰ ῥαθυμίαν ἀποστερῶμεν ἑαυτοὺς τῶν παρ’ αὐτοῦ δωρεῶν, ἀλλὰ σπεύδωμεν, καὶ ἐπειγώμεθα τῆς ἀρχῆς ἐπιλαβέσθαι, καὶ τῆς ὁδοῦ τῆς ἐπὶ τὴν ἀρετὴν ἅψασθαι, ἵνα τῆς ἄνωθεν συμμαχίας ἀπολαύοντες καὶ πρὸς τὸ τέλος φθάσαι δυνηθῶμεν», λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (ΕΠΕ, τόμ. 3 - ὁμιλ. 25η εἰς τὴν Γένεσιν, σελ. 90, 6-11).
Ο ΘΕΜΑΤΙΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ ποὺ ἀκολουθεῖ στὰ ὅσα μέχρι ἐδῶ σᾶς παρουσίασα εἶναι δύσκολα νὰ ἀποκαλυφθῇ ἐνώπιόν σας μὲ τὴν παροῦσα εἰσήγηση. Ὡς παράδειγμα ἀναφέρω τοὺς τίτλους ἐπὶ μέρους θεμάτων :
1.Ἡ Ἐκκλησία τῆς Διοικήσεως καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
2.Ὁ Ἀρχιεπισκοπικὸς xαρακτὴρ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, θέμα ποὺ ἀνέπτυξα ἐπὶ μακαριστοῦ ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Σεραφείμ.
3.Εἶναι ἡ Ἐκκλησία «Δύναμη Συντήρησης»;
4.Ἐκκλησία καὶ ἀνανέωση.
5.Ἐκκλησία καὶ Παιδεία.
6.Ἐκκλησία καὶ τὸ πλήρωμά της.
7.Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μεγάλη ἐλπίδα μας.
8.Ὀρθοδοξία καὶ ’21.
9.Ὀρθοδοξία καὶ Μαρξισμός.
10.Ἡ κενότητα τῆς Νεοελληνικῆς ζωῆς.
11.Ἡ οἰκονομικὴ καὶ ἡ ἠθικὴ κρίση τοῦ 2010.
12.Ἡ Ἐκκλησία ὡς παράγων ἑνότητος τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ, μὲ τὴν διάκριση μεταξὺ ἐθνικῆς δεοντολογίας καὶ κομματισμοῦ.
ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΣΤΟ ΑΚΟΥΣΜΑ αὐτῆς τῆς θεματολογίας, ἀντιλαμβανόμεθα τὸ εὖρος καὶ τὸ μέγεθος τῶν εὐθυνῶν μας ἔναντι τοῦ μεγάλου Ἀρχιερέως Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἐμπεπιστευμέ-νου πνευματικοῦ ποιμνίου μας. Ἡ θεανθρώπινη αὐτὴ φύση καὶ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀνάλογη μὲ τὴν ἕνωση στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τῆς θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως. Εἰδικώτερα ἡ ὀρθόδοξη καθ-ολικὴ Ἐκκλησία ἐξαίρει περισσότερο τὸ θεῖο καὶ πνευματικὸ καὶ μυστικὸ καὶ ἀόρατο καὶ αἰώνιο στοιχεῖο τῆς Ἐκκλησίας γενικῶς. Ἡ δὲ ἐκκλησιολογικὴ σκέψη τῆς Ἀνατολῆς ἐξετάζει ἐξ ἀρχῆς τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἐκεῖνο ποὺ περιλαμβάνει θεῖες πραγματικότητες μᾶλλον, παρὰ τὴν γήϊνη ὄψη αὐτῆς καὶ τὶς ἀνθρώπινες περιπλοκές, τὴν ἐσωτερικὴ πραγματικότητα τῆς ἑνότητος στὴν πίστη καὶ στὴν ἀ-γάπη μᾶλλον, παρὰ τὶς συγκεκριμένες ἀνάγκες τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας (Καρμίρης-Bulgakow).
ΕΚΠΛΗΚΤΟΙ ΕΜΠΡΟΣ στὸ μέγιστο θαῦμα τῆς θείας οἰκονομίας γιὰ τὴν παροῦσα ζωὴ καὶ γιὰ τὴν μέλλουσα οὐράνια κληρονο-μία, ἔργο ποὺ τελεσιουργεῖται ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, αἰσθανόμεθα μὲ εὐγνωμοσύνη τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ συναντοῦμε καὶ τὶς μεθοδεῖες τοῦ ἀντιδίκου διαβόλου, ποὺ φροντίζει νὰ ἀξιοποιῇ ἀνθρώπινες ἀ-δυναμίες καὶ πειρασμούς. «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε, ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰω. 16,33).
ΑΠ’ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ εἰσηγήσεώς μου ἔχει ἤδη τεθῆ τὸ θέμα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ καὶ ἡ πορεία αὐτοῦ μέσα στὴ σύγχρονη πραγματικότητα. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ διευκρινισθῇ ὅτι ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ στὴ νεώτερη παρουσία τοῦ Ἑλληνισμοῦὡς κοινωνίας, κράτους καὶ Ἔθνους, στηρίζεται στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς εἶναι τὸ κύριο σῶμα τῆς αὐτοκεφάλου καὶ ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σὲ ποσοστὸ περίπου 95%, ἀνεξαρτήτως τοῦ πόσοι καὶ πῶς εἶναι ἐνεργὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἀσφαλῶς, δὲν ἀγνοοῦμε τὸν ὑπέροχο Ἑλληνισμὸ τῆς διασπορᾶς. Ὁ Ἑλληνισμὸς ὡς ἔννοια ἔχει ἕνα βαθύτατο περιεχόμενο, διότι προσδιορίζει ὅλους τοὺς Ἕλληνες, καταγράφει τὴν ἱστορία, μεριμνᾷ γιὰ τὴν διοικητικὴ ῥύθμιση τοῦ Κράτους, κινεῖται ἐντὸς τοῦ χώρου τῶν ἄλλων κρατῶν, διὰ τῶν ἐκπληκτικῶν ἠλεκτρονικῶν μέσων ἐπικοινωνίας, ἐνῷ ἡ κοινὴ συνείδηση τῶν Ἑλλήνων Πολιτῶν, ἀξιωματούχων καὶ ἀρχομένων, εἶναι τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα γιὰ εὐημερία καὶ πρόοδο στὴν Ἑλλάδα μας. Πρωτεῦον θέμα εἶναι καὶ ἡ διασφάλιση τῆς καλῆς λειτουργίας τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος, ἐντὸς τοῦ ὁποίου καὶ οἱ κομματικὲς παραθέσεις ἐπιλύονται διὰ τῶν ἐκλογῶν.
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ μας μὲ τὰ αἱματοβαμμένα ῥάσα Πατριαρχῶν, Ἀρχιερέων, Ἱερομονάχων, Ἱερέων καὶ Μοναχῶν, καὶ χιλιάδων ὀρθοδόξων Ἑλλήνων Χριστιανῶν, αἱματοδότησε ἐπὶ τετρακόσια χρόνια τὸν Ἑλληνισμὸ γιὰ νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὴν ἰσλαμοτουρκικὴ σκλαβιὰ καὶ νὰ σταθῇ σὰν ἐλεύθερο Κράτος καὶ ἑλληνορθόδοξο χριστιανικὸ πλήρωμα, μέσα στὸν ῥοῦν τῆς νεωτέρας ἱστορίας. Χαρά, τιμὴ καὶ δόξα σὲ ὅλους ὅσοι ἐστάθηκαν ἀντάξιοι τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ ἐπεξέτειναν τὴν πατρίδα μας τὴν Ἑλλάδα στὴ στεριὰ καὶ στὴ θάλασσα, ἀπὸ τὴν Μακεδονία, τὴν Θράκη καὶ τὴνἬπειρο, μέχρι τὴν Κρήτη καὶ τὸ Καστελλόριζο.
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΣΑΡΑΝΤΑ περίπου χρόνια ἄρχισαν ποικίλοι παράγοντες, ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ Κράτους μας, νὰ νεωτερίζουν ἐπὶ διαφόρων θεμάτων τοῦ βίου τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν. Ἂς σημειωθῇ ἐδῶ, ὅτι τὸ ῥῆμα «νεωτερίζω» σημαίνει, «καινοτομῶ, ἐπιχειρῶ μεταβολές, διεγείρω στάση, ἐπαναστατῶ». Ἕνα τέτοιο γεγονὸς στὸν τόπο μας, ποὺ τὸ ἐνθυμοῦνται οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔζησε ἡ γενηά μου, ἦταν ἡ διάσπαση τῆς μεγάλης ἱεραποστολικῆς ὀργανώσεως τῆς χριστιανικῆς ὀρθοδόξου ἀδελφότητος «ΖΩΗ» καὶ τῶν χριστιανικῶν σωματείων αὐτῆς! Ἡ τὰση αὐτὴ τοῦ «νεωτερίζειν» παρετηρήθη ὑπὸ ποικίλες μορφὲς σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τοῦ δημοσίου βίου τῆς πατρίδος μας, καὶ κατὰ συνέπεια μὲ ἀναλόγους ἐπιδράσεις στὸ λαό μας καὶ στὴν κοινωνία μας. Κεντρικὸς δημιουργὸς τοῦ φαινομένου αὐτοῦ ἦτο ἀναμφιβόλως ἡ ἔνταξη τῆς Χώραςστὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση. Ὁ ἁπλὸς λαὸς ὠνόμασε τὴν τάση αὐτὴ «ξενομανία». Διευκρινίζομε πάντως ὅτι ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση δὲν ἦτο ἡ μόνη ὑπαίτιος. Εὐθύνη ἔχουν καὶ οἱ Ἕλληνες νεωτεριστὲς καὶ οἱ ἀνεύθυνοι τῆς ἠλεκτρονικῆς δημοσιογραφίας.
ΚΑΤΑΓΡΑΦΟΜΕ ΤΩΡΑ ἐδῶ ὅλες τὶς ἐπιδράσεις ποὺ ἀσκοῦνται ἀκόμη γιὰ τὴν ἀλλοίωση τῆς πνευματικῆς, τῆς ἐθνικῆς καὶ κοινωνικῆς ὑποστάσεως τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ.
1. Ἡ περιθωριοποίηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ ὁ περιορισμὸς τῆς ἐπιδράσεώς της στὸ λαό μας. Νέος στόχος ἡ ἀλλοίωση τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν
2. Ὁ θεωρητικὸς ὑλισμὸς ὡς ὑπόβαθρο τῶν πάσης φύσεως ἐνεργουμένων ἀποφάσεων, βάσει ὁδηγιῶν ἔξωθεν.
3. Ἡ καλλιέργεια τῆς φιλοχρηματίας καὶ τοῦ παρανόμου πλουτισμοῦ.
4. Ἡ ἀποδυνάμωση τῆς κλασσικῆς μορφώσεως, μὲ τὴν ὑποτίμηση ἢ τὸν παραμερισμὸ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων.
5. Ὁ παραμερισμὸς τῶν μεγάλων ποιητῶν, Κ. Παλαμᾶ, Διον. Σολωμοῦ, Ἀριστ. Βαλαωρίτη, Ἀνδρέα Κάλβου, Γ. Δροσίνη κ.ἄ..
6. Ἐμειώθηκε ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν Πατρίδα;
7. Ἡ κατάργηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς (ἀκυρώθηκε ἀπὸ τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας). Ἡ κατάργηση τοῦ ἐκκλησιασμοῦ τῶν μαθητῶν.
8. Οἱ καταλήψεις καὶ οἱ καταστροφὲς στὰ Πανεπιστήμια, ἀλλὰ καὶ στὰ Λύκεια. Πρωτοφανὲς φαινόμενο γιὰ τὴν Εὐρώπη.
9. Οἱ παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη παράδοσή μας, τὸ αὐτό-ματο διαζύγιο, ὁ πολιτικὸς γάμος, τὸ σύμφωνο γιὰ παράνομη συμβίωση, ἡ συμβίωση καὶ ὁ «γάμος» τῶν ὁμοφυλοφίλων.
10. Ἡ χρήση, ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ τὶς μαθήτριες, μεταξύ των, κειμένων μὲ ἑλληνικὲς λέξεις, ἀλλὰ μὲ γράμματα ἀγγλικῆς ἢ λατινικῆς γλώσσας.
11. Ἡ καταστροφὴ τῶν πινακίδων τῆς τροχαίας ἢ τοῦ ὑπουργείου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χάνουν τὸν δρόμο οἱ ὁδηγοὶ καὶ νὰ κινδυνεύουν, καθὼς καὶ τὰ «γκράφιτυ» στοὺς τοίχους τῶν κτιρίων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀγαλμάτων.
ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΥΡΙΩΤΕΡΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ τῆς κρίσεως τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, ποὺ ἀπαιτεῖ ἀνάλυση, εἶναι ὁ βίαιος καὶ ἀπαράδεκτος τρόπος ποὺ ἐχρησιμοποίησαν οἱ ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν λύση τοῦ γλωσσικοῦ μας προβλήματος. Ἡ κυβερνητικὴ ἀπόφαση τοῦ 1976 γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς νεοελληνικῆς, δηλαδὴ τῆς δημοτικῆς γλώσσας, ὡς ἐ-πίσημης γλώσσας τοῦ Κράτους, θεωρεῖται ἀπὸ πολλοὺς σήμερα σὰν μιὰ βιαστικὴ καὶ αὐθαίρετη πράξη, ἡ ὁποία ἔβλαψε ἀνεπανόρθωτα τὴν ἐθνική μας γλῶσσα. Συνεχίζοντας μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἡ Κυβέρνηση τοῦ 1982 ἐπέβαλε τὸ μονοτονικὸ σύστημα στὴ γραφὴ τῆς νεοελληνικῆς, καταστρέφοντας ἔτσι τὴν συνέχεια τοῦ νεοελληνικοῦ λόγου καὶ διακόπτοντας στὴν πράξη τὴν ὀργανικὴ σχέση μεταξὺ τῶν ἀρχαίων καὶ τῶν νέων ἑλληνικῶν. Τὸ μονοτονικὸ ἀπεγύμνωσε κυριολεκτικῶς τὴν γλῶσσα, ἀπεδυνάμωσε τὴν μορφή της, προεκάλεσε σύγ-χυση καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ δρᾷ ἀρνητικὰ σὲ κάθε προσπάθεια διαμορφώσεως ἑνὸς γενικὰ ἀποδεκτοῦ γλωσσικοῦ ἤθους.
ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΒΙΑΙΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ τοῦ 1976 καὶ τοῦ 1982 στὸ περίπλοκο γλωσσικὸ πρόβλημα, ἐγίναμε θεαταὶ καὶ ἀκροαταὶ ἀλλεπαλλήλων ἐπιδρομῶν ἀπὸ νεήλυδες δημοσιογράφους, νεοφωτίστους προπαγανδιστὲς καὶ ἀγραμμάτους διαμορφωτές, ἐναντίον τῆς ἐλληνικῆς γλώσσας. Ἐπρόκειτο περὶ ἀληθινῆς συμφορᾶς. Αὐτοὶ ὅλοι ἦλθαν «ἵνα θύσωσι καὶ ἀπολέσωσι» (πρβλ. Ἰω. 10,10). Πρωταρχικὸ ῥόλο στὴν ἐπιχείρηση τῆς ἁλώσεως καὶ τῆς καταστροφῆς εἶχαν οἱ ἀνώνυμοι συντάκτες τῶν κειμένων τῶν εἰδήσεων καὶ τῶν ἄλλων ἐκπομπῶν τῆς ῥαδιοφωνίας καὶ τῆς τηλεοράσεως. Ἡ κατάσταση διαμορφωνόταν τόσο βάναυσα καὶ προκλητικὰ ὥστε ἀναγκάσθηκαν νὰ ἐπέμβουν οἱ ἴδιοι οἱ δημοτικιστές. Ὁ Κακριδῆς, ὁ Κριαρᾶς καὶ ἄλλοι ἄρχισαν νὰ δημοσιογραφοῦν καὶ νὰ συμβουλεύουν ἀπὸ τὴν τηλεόραση γιὰ νὰ περιορίσουν τὴν συμφορά. Ὁ Μπαμπινιώτης, ὁ Ῥάμφος καὶ ἄλλοι ἀντέδρασαν στὸ «γλωσσικὸ κατρακύλισμα». Τὸ περίεργο εἶναι ὅτι ὅλη αὐτὴ ἡ συμφορὰ ἐπραγματοποιεῖτο μὲ τὴν κρατικὴ συγκατάθεση. Γι’ αὐτὸ ἐμεῖς πιστεύομε πὼς ὁ βιασμὸς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀποτελεῖ πράξη ἐπίσημης βίας καὶ ἀναρχίας. Ἡ ἀνάλυση αὐτοῦ τοῦ μοναδικοῦ στὴν Εὐρώπη φαινομένου ὁδηγεῖ στὴν ἑρμηνεία πολλῶν μορφῶν ἀναρχίας στὴ ζωὴ τῆς νεολαίας καὶ τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας εὐρύτερα. Ἡ διατάραξη ἔστω καὶ μιᾶς ἐκ τῶν θεμελιωδῶν ἰσοῤῥοπιῶν σὲ ὁποιαδήποτε κοινωνία ὁδηγεῖ ἀναποτρέπτως σὲ γενικευμένες ἀναταραχὲς καὶ ἀναστατώσεις. Ἡ κατάσταση αὐτή, ἔστω καὶ μὲ κάποια ὕφεση, συνεχίζεται. Ἔτσι ἔχομε περιπέσει σὲ ἕνα «γλωσσικὸ ἐμφύλιο πόλεμο» μὲ ὀλέθριες συνέπειες γιὰ τὴν γενικὴ Παιδεία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Ὅπως συμβαίνει σὲ ὅλους τοὺς ἐμφυλίους πολέμους, ἔτσι καὶ στὸν ἰδιότυπο γλωσσικὸ ἐμφύλιο πόλεμο, διαπράττονται ἀνόσια ἔργα βίας καὶ ἀναρχίας σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς λεγομένης πνευματικῆς μας ζωῆς. Αὐτὴ ἡ νεοφανὴς παρέμβαση τῶν ἀδαῶν περὶ τὰ γλωσσικὰ Ἑλλήνων, μὲ σκοπὸ τὴν νόθευση τοῦ πηγαίου νεοελληνικοῦ λόγου, διὰ τῆς χρήσεως ἀδοκίμων, προκλητικῶν, ἀκόμη καὶ ἀστείων γλωσσικῶν τύπων, ἐγελοιοποίησε τὴν ὑπόθεση τοῦ γλωσσικοῦ προβλήματος. Μέσα σὲ μιὰ τέτοια ἀτμόσφαιρα οἱ νεώτεροι εἰδικοὶ τείνουν νὰ χάσουν τὰ ἐνδιαφέροντά τους γιὰ τὴν γλῶσσα. Εἶναι καὶ αὐτὸς ἕνας ἐπὶ πλέον κίνδυνος γιὰ τὴν ἐθνικὴ ὑπόθεση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Οἱ ἀντιπαραθέσεις παλαιοῦ τύπου τῆς δημοτικῆς καὶ τῆς καθαρεύουσας γλώσσας εὐτυχῶς ὅτι δὲν ἰσχύουν σήμερα. Ὀρθὰ εἶπε στὸ Ἐθνικὸ Ἵδρυμα Ἐρευνῶν ὁ Γεώργιος Ἀλισανδράτος. «ἡ δημοτικὴ σήμερα δὲν παλεύει μὲ τὴν καθαρεύουσα, ἀλλὰ μὲ τὸν ἐαυτό της».
ΧΑΡΑ ΚΑΙ ΕΠΑΙΝΟΣ, τιμὴ καὶ εὐλογία Θεοῦ εἶναι ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τὸ Σεπτὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὰ Ἑλληνορθόδοξα Πατριαρχεῖα καὶ ὅπου γῆς ὀρθόδοξοι ἱεροὶ Ναοὶ καὶ ἱερὲς Μονὲς διατηροῦν στὴν Θεία Λατρεία, ἀλλὰ καὶ τὴν ὑπηρεσιακὴ ἀλληλογραφία τὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα τῆς ἀττικῆς διαλέκτου, ὅπως διεμορφώθη στὰ ἑλληνοχριστιανικὰ δεδομένα τοῦ Βυζαντινοῦ Πολιτισμοῦ. Ἐλπίζομε ὅτι αὐτὴ ἡ ὀρθὴ χρήση τοῦ γλωσσικοῦ μας πλούτου θὰ συνεχισθῇ.
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΑΥΤΟ ΘΕΜΑ ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν ἑλληνικὴ μαθητιῶσα νεολαία μας, ἐπιτρέψατέ μου ἁπλῶς νὰ Σᾶς ὑπομνήσω, ὅτι τὰ παιδιά μας, τὸ αὔριον τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ὅλου Ἑλληνισμοῦ, δέχονται βομβαρδισμοὺς ἐπιῤῥοῶν καὶ πειρασμῶν ἀπὸ τὰ ἠλεκτρονικὰ μέσα σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο κατὰ ἀνεξέλεγκτο τρόπο. Ἤδη ὁ Νέος Ἑλληνισμὸς ἀντιμετωπίζει καινούργια στοιχεῖα ὑποστάσεως καὶ δυνατότητες καλῆς ἢ κακῆς συμβολῆς στὴ ζωή μας. Σᾶςθέτω, ὡς τελευταῖο γεγονός, τὸ παγκοσμίου ἐνδιαφέροντος ἐπίτευγμα τοῦ CERN. Τὸ CERN ποὺ τὸ ὄνομά του εἶναι «Εὐρωπαϊκὸς Ὀργανισμὸς Πυρηνικῶν Ἐρευνῶν», εἶναι τὸ μεγαλύτερο σὲ ἔκταση πειραματικὸ κέντρο πυρηνικῶν ἐρευνῶν καὶ εἰδικώτερα ἐπὶ τῆς σωματιδιακῆς φυσικῆς στὸν κόσμο. Εὑρίσκεται στὰ δυτικὰ τῆς Γενεύης καὶ συμμετέχουν σ’αὐτὸ εἴκοσι (20) κράτη μέλη, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ Ἑλλάδα. Ἡ κύρια λειτουργία του ἀφορᾷ στὴν παροχὴ ἐπιταχυντῶν σωματιδίων καὶ ἄλλων ὑλικοτεχνικῶν ὑποδομῶν ποὺ χρειάζονται γιὰ τὴν πειραματικὴ ἔρευνα στὸ πεδίο τῆς φυσικῆς ὑψηλῶν ἐνεργειῶν. Τὸ προσωπικὸ εἶναι 3.000 μόνιμοι ἐργαζόμενοι καὶ περίπου 6.500 ἐπιστήμονες καὶ μηχανικοὶ ἀνὰ τὸν κόσμο. Ὅπως ὅμως ἀπεδείχθη στὴν πράξη, οἱ ἐρευνητὲς δὲν περιορίζονται αὐστηρὰ στὸ CERN, ὅπου εἰργάζετο ὡς ἔκτακτος ἐρευνητὴς ὁ Τὶμ Μπέρνερς, ὁ ἐπινοητὴς τοῦ Παγκοσμίου Ἱστοῦ, τῆς δημοφιλέστερης, σήμερα, ὑπηρεσίας τοῦ Διαδικτύου. Ἐδῶ ἀκριβῶς ἐγκλωβίζονται τὰ παιδιά μας μὲ τὶς γνωστὲς δυσάρεστες συνέπειες. Οἱ μεγαλύτεροι στὸ CERN καὶ οἱ μικρότεροι στὸ διαδίκτυο νέοι μας κινδυνεύουν νὰ χάσουν τὴν πίστη τους, τὴν ὑγιεία τους καὶ τὸ μέλλον τους. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς χρειάζεται ἕνα μεγάλο Συνέδριο νεότητος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, ὅπου θὰ λάβουν μέρος καὶ θὰ ὁμιλήσουν καὶ νέοι τῶν Λυκείων καὶ τῶν Πανεπιστημιακῶν Σχολῶν. Ὁμιλοῦμε γιὰ Συνέδριο πανελληνίου ἐνδιαφέροντος.
ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΑΥΤΟ περατοῦται ἡ εἰσήγησή μου, καὶ ἀφοῦ εὐχαριστήσω τὸν Μακαριώτατο Πρόεδρο, πάντας Ὑμᾶςτοὺς Σεβασμιωτάτους ἁγίους Ἀδελφούς, καὶ τὸν Θεοφιλέστατο Ἀρχιγραμματέα, μὲ ὅλους τοὺς πανοσιολογιωτάτους συνεργούς του, γιὰ τὴν ὑπομονή Σας, κατακλείω τὸ κείμενό μου μὲ τρεῖς ποιητικὲς στροφὲς γιὰ νὰ ξεκουρασθῆτε :
1η ΣΤΡΟΦΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ – ΔΗΜΟΤΙΚΟ
Χαρὰ ποὺ τὄχουν τὰ βουνά,
τὰ κάστρα περηφάνεια,
γιατὶ γιορτάζει ἡ Παναγιὰ
γιορτάζει καὶ ἡ Πατρίδα,
νὰ βλέπω διάκους μὲ σπαθιὰ
παπάδες μὲ ντουφέκια,
νὰ βλέπω καὶ τὸν Γερμανὸ
τῆς Πάτρας τὸν Δεσπότη,
νὰ εὐλογάῃ τ’ ἅρματα,
νὰ εὐχιέται τοὺς λεβέντες.
2α ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΒΟΥ
Νὰ μὴ μοῦ δώσῃ ἡ μοίρα μου
εἰς ξένην γῆν τὸν τάφο,
εἶναι γλυκὺς ὁ θάνατος
μόνον ὅταν ἀποθνήσκωμεν
εἰς τὴν Πατρίδα.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΝ ΣΤΙΧΗΡΟΝ ΠΛ. Β’ ΗΧΟΥ
Ἐν τῷ Σταυρῷ σου Χριστὲ καυχώμεθα,
καὶ τὴν Ἀνάστασίν σου
ὑμνοῦμεν καὶ δοξάζομεν.
σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἡμῶν,
ἐκτός σου ἄλλον οὐκ οἴδαμεν.
Πηγή: Ι.Μ.Θεσσαλονίκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου