Ευαγγελία
Μελαχροινούδη, καθηγήτρια θεολόγος
Μητροπολιτικός
ναός Χίου 25/03/2013
Ανήκουμε σε μια
χώρα που είναι μικρή στο χώρο, αλλά απέραντη στο χρόνο. Είναι μια φλούδα γης
και όπως την προσδιόρισε ο Γεώργιος Σεφέρης, είναι ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο,
που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τη θάλασσα, το φως του ήλιου και τον αγώνα του
λαού[1].
Συγκεντρωθήκαμε λοιπόν σήμερα
εδώ, όπως κάθε χρόνο, για τιμήσουμε ευλαβικά αυτούς που θυσιάστηκαν στο μεγάλο
αγώνα του 1821. Είναι μέρα μνήμης ιστορικής αλλά και διπλής γιορτής, της προσωπικής
και συνάμα εθνικής μας παλιγγενεσίας, Τη μέρα αυτή που διαλέχτηκε για να
εξαγγελθεί στην ανθρωπότητα το μήνυμα της έλευσης του θεανθρώπου, την ίδια μέρα
η ελευθερία έκανε τα πρώτα αποφασιστικά βήματα για να επιστρέψει στην πατρίδα
μας.
Ο λαός μας επέλεξε να ζεύξει την
επέτειο της εθνικής του παλιγγενεσίας με την εορτή του Ευαγγελισμού,
ταυτίζοντας στη συλλογική συνείδηση την απαρχή της σωτηρίας και ανάστασης του
γένους των Ελλήνων με την απαρχή της σωτηρίας και ανάστασης του γένους των
ανθρώπων. Από τη μια η μνήμη τού Ευαγγελισμού της υπεραγίας Θεοτόκου και
από την άλλη η έναρξη τής Εθνικής Παλιγγενεσίας του Γένους, που ― όχι
τυχαία ― ξεκίνησε την 25η Μαρτίου του 1821. Kοινός παρονομαστής των δύο
αυτών γεγονότων είναι η ανυπολόγιστη
αξία τής ελευθερίας. ακούσαμε στο απολυτίκιο «Σήμερον της σωτηρίας ημών το
Κεφάλαιον, και του απ’αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις». Έκλεισε το κεφάλαιο της
σκλαβιάς στην αμαρτία, το κεφάλαιο της φθοράς, της απελπισίας των ανθρώπινων
ψυχών που για πεντέμισι χιλιάδες χρόνια τυραννούσε το ανθρώπινο γένος και το
οποίο κεφάλαιο ξεκίνησε με την παρακοή μας και την έξωσή μας από τον Παράδεισο.
Και άνοιξε με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, το κεφάλαιο της λύτρωσης , της
ελευθερίας, της χαράς, της αιώνιας Ζωής. Η ελευθερία σαρκώνεται στη συγκατάθεση
της Παναγίας με τα λόγια «Iδού η δούλη Kυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα
σου[2]», στο
χαρμόσυνο μήνυμα τού Αρχαγγέλου, που αναγγέλλει τη σωτηρία των ανθρώπων
και προσκαλεί τη Mαριάμ να αναλάβει τη ξεχωριστή και μοναδική ευθύνη της. Στο
1821 η ελευθερία σαρκώνεται στην απόφαση των Ελλήνων να αποτινάξουν την
τυραννία της μακρόχρονης σκλαβιάς και να διεκδικήσουν το αναφαίρετο
δικαίωμα κάθε ανθρώπου και λαού για αυτοδιάθεση.
Αλήθεια, ποιος λαός και ποια φυλή
στον κόσμο, ύστερα από τόσους αιώνες μακροχρόνιας σκλαβιάς, θα μπορούσε να
κρατήσει άφθαρτα και αμείωτα τα εθνικά του ιδανικά μέσα από τους κατατρεγμούς
και τις καταπιέσεις, στην ακατάσχετη ροή των αιώνων; Μέσα από τη δουλεία οι
Έλληνες όχι μόνο διατήρησαν τη συνείδηση της εθνικής τους υπόστασης αλλά
συγκέντρωσαν μέσα τους ηθικές και πνευματικές δυνάμεις ανυπολόγιστες κρατώντας «πάντα
ανοιχτά πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής τους[3]».
Επιζώντας μέσα στην καταιγίδα της
μακραίωνης σκλαβιάς των τετρακοσίων χρόνων, γιατί είχε δουλωθεί μόνο η γη και
όχι το φρόνημα που παρέμεινε αδούλωτο και ανυπόταχτο πάντα, οι παράγοντες που βοήθησαν
ώστε ο λαός της Ελλάδας παρά την ακατάσχετη αιμορραγία και τις αντίξοες
περιστάσεις όχι μόνο να κρατηθεί στη ζωή αλλά όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου
να κηρύξει με τη σπάθα και το καρυοφύλλι μπροστά στο θεό και τους ανθρώπους την
πολιτική του ύπαρξη και ανεξαρτησία, ήταν της ελευθερίας το πάθος, του ιστορικού
παρελθόντος η μνήμη, η θρησκευτική πίστη, του μετανάστη ο δεσμός με τα πάτρια
χώματα και τους βασανιζόμενους αδελφούς και τέλος μιας ανάστασης η ακοίμητη
προσδοκία. Μιας ανάστασης που προστάτευε το γένος από τον αφανισμό και την αλλοίωση
της εθνικής του υπόστασης.
Σε αυτό συνέβαλε στο μέγιστο
βαθμό η Ορθόδοξη Εκκλησία[4], η
οποία, αν και ήταν ο μόνος μεγάλος θεσμός του Βυζαντίου που διατηρήθηκε από τον Μωάμεθ τον Πορθητή για
τις δικές του σκοπιμότητες, εν τούτοις ήταν αυτή που υφίσταται και τις πιο
ανίερες αυθαιρεσίες από την πλευρά των Οθωμανών. Παρ’ όλα αυτά η Εκκλησία είναι
παρούσα σε όλες τις τουρκοκρατούμενες ελληνικές κοινότητες, συντηρεί σχολεία,
μπολιάζει τους υπόδουλους με κοινές πεποιθήσεις περί της εθνικής τους
ταυτότητας, υπαγορεύει κοινούς κανόνες ζωής και –κυρίως- μαθαίνει στους
σκλαβωμένους την ελληνική γλώσσα, με αποτέλεσμα να εξασφαλιστεί, μέσα στους 4
αιώνες της σκλαβιάς, η ενότητα, η αλληλεγγύη και η ελπίδα της λευτεριάς. Συγχρόνως
η ψυχή των Ρωμιών θερμαινόταν από τα εθνικο-απελευθερωτικά κηρύγματα των
Ελλήνων Διαφωτιστών: του Ρήγα Φεραίου, του Αδαμάντιου Κοραή, του Πατρο – Κοσμά
του Αιτωλού
Αν και ο Οθωμανικός δεσποτισμός,
έφερε τους Έλληνες σε δεινότατη θέση με αποκορύφωμα την ερήμωση των περιουσιών
τους, το παιδομάζωμα, τη μετατροπή των εκκλησιών σε τζαμιά και τους οδήγησε στα
σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Πολλές γενιές Ελλήνων γεννήθηκαν και πέθαναν με το
όνειρο της ελευθερίας.
«Κι αν πέσαμε σε πέσιμο πρωτάκουστο
Και σε γκρεμό κατρακυλήσαμε
Που πιο βαθύ καμιά φυλή δεν ειδ
ως τώρα
Είναι γιατί με των καιρών το
πλήρωμα όμοια βαθύ εν ανέβασμα μας μέλλεται
Γιατί: «Η ώρα της σκλαβιάς δεν
αρχίζει από τη στιγμή που ένας τύραννος ντόπιος ή ξένος, υποδουλώνει κάποιο
λαό. Αρχίζει από τη στιγμή που ο λαός αυτός παύει να λογαριάζει για υπέρτατο
αγαθό τη λευτεριά. Και η ώρα της λευτεριάς δεν αρχίζει από τη στιγμή που ο λαός
ξεσηκώνεται για να συντρίψει τους τυράννους του, μα από τη στιγμή που παίρνει
την απόφαση πως η ζωή δεν έχει αξία δίχως τη Λευτεριά .[6]»
Σε προκήρυξή τους οι Έλληνες της
Πελοποννήσου έγραφαν: «Ομοφώνως αποφασίσαμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν ή να αποθάνωμεν.
Εστερημένοι από όλα τα δίκαιά μας αποφασίσαμεν να λάβωμεν τα άρματα και να
ορμήσωμεν κατά του τυράννου[7]».
Στο έργο του «Ελληνική Νομαρχία»
ο ανώνυμος Έλληνας προτρέποντας τους συμπατριώτες του να αγωνισθούν για την
απελευθέρωσή τους γράφει: «Η ελευθερία λοιπόν, ω Έλληνες, εις ημάς είναι ως η
όρασις εις τους οφθαλμούς. Αν ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος, δεν είναι δυνατόν
να γνωρίσει την διαφοράν του από τον δούλον, και εξακολούθως είναι αναγκαίον
πράγμα εις τον δούλον να γνωρίσει την ελευθερία, δια να μισήσει την δουλείαν
και να την αποστραφείν[8]».
«Όταν αποφασίσαμε να κάμουμε την
Επανάσταση, λέει ο Θεοδ. Κολοκοτρώνης , δεν εσυλλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα,
ούτε πως δεν έχουμε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας
πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: «που πάτε εδώ να πολεμήσετε με τα
σιταροκάραβα βατσέλια». Αλλά, ως μια βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της
Ελευθερίας μας και όλοι και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και
οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις
αυτόν το σκοπό και εκάμαμε την επανάσταση[9]».
Η επανάσταση του 1821 υπήρξε μια πανεθνική
εξέγερση, ένας πανελλήνιος αγώνας στον όποιο πήραν μέρος όλοι οι Έλληνες, ανεξαρτήτως
φύλου, ηλικίας, επαγγέλματος, μορφώσεως και κοινωνικής θέσεως. Όλοι οι Έλληνες έδωσαν
τα πάντα σ΄αυτόν τον υπέρ των πάντων αγώνα.
Από τα ανθοντυμένα κορφοβούνια, στα ηλιοφίλητα πελάγη το γένος ανταποκρίθηκε σύσσωμο.
Η ελληνική επανάσταση δεν ήταν
μια τυχαία εξέγερση λόγω ευνοϊκών συμπτώσεων ούτε στόχευε στην εξυπηρέτηση
προσωπικών συμφερόντων. Ο αγώνας του 21 δεν ξέσπασε και δεν διαδόθηκε διότι
βρήκε πρόσφορο έδαφος λόγω της επικρατούσας τότε οικονομικής ευπραγίας των
ανωτέρων τάξεων του ελληνισμού ούτε λόγω του επικρατούντος στη Ευρώπη πνεύματος
επηρεασμένου από τη γαλλική επανάσταση εφόσον μάλιστα καμία από τις μεγάλες
δυνάμεις δεν πρόστρεξε από την αρχή για βοήθεια. Ήταν βασικά το φρόνημα του
έθνους και ο ακοίμητος πόθος του Έλληνα για την ελευθερία τα οποία δημιούργησαν
τις κατάλληλες συνθήκες για τον αγώνα ώστε να έχουν έντονη απήχηση στη
συνείδηση του πολεμιστή και να τον κεντρίζουν τα ποιήματα του Ρήγα και οι
φλογισμένοι λόγοι του ατρόμητου
αρχιμανδρίτη Γρηγορίου Δικαίου Φλέσσα.
Τα ευρωπαϊκά έθνη δεν έδωσαν στην
αρχή καμιά σημασία στον αγώνα αυτόν, άλλωστε επαναστάσεις την ίδια σχεδόν εποχή
είχαν γίνει και αλλού και στην Ευρώπη και στην Αμερική, πολλά μάλιστα
κατάτρεξαν τον αγώνα των Ελλήνων για ελευθερία. Οι αντιπρόσωποι της Ιεράς
Συμμαχίας βρίσκονταν στο Λάυμπαχ για το διακανονισμό της τύχης της Ισπανικής
επανάστασης, όταν ξέσπασε η Ελληνική. Φυσικά, η επανάσταση καταδικάστηκε
ομόφωνα[10]. Κι
όμως οι Έλληνες αδιαφόρησαν ολότελα για τη γνώμη των ισχυρών, ως που ανάγκασαν
τα ευρωπαϊκά έθνη να προσέξουν την υπόθεσή τους.
Οι Έλληνες ήταν φλογισμένες ψυχές
που ζητούσαν το αδύνατο. Βρίσκοντας απόλυτη ανταπόκριση στην συνείδηση τους η ευαγγελική
έκφραση:»πάντα δυνατά τω πιστεύοντι[11]»
Όμως η αξία του ανθρώπου είναι αυτή: Να ζητάει
και να ξέρει πως ζητάει το αδύνατο και να ‘ναι σίγουρος πως θα το φτάσει και να
πολεμά γι’ αυτό, πέρα από κάθε λογική, με πίστη και με πείσμα. Τότε γίνεται το
θαύμα, το αδύνατο γίνεται δυνατό. Έτσι από
τη φλόγα της 25ης Μαρτίου άναψε μια τεράστια πυρκαγιά η οποία φώτισε με τα ο μέγα
φως της όχι μόνο το υπόδουλο γένος των Ελλήνων αλλά και όλους τους υπόδουλους λαούς
εκείνης της εποχής.
Ακόμα και αν λόγω της φυσικής
ατέλειας των ανθρώπων αναζητούμε τα ιδανικά ενός λαού περισσότερο στις μορφές
των μύθων του και λιγότερο ίσως στην πραγματική ζωή του παρόλα αυτά δε λείπουν
οι εκλεκτοί της μοίρας απλοί συχνά άνθρωποι που κατορθώνουν κάποτε να
ενσαρκώσουν τα ιδανικά της φυλής στον πιο ψηλό που γίνεται για άνθρωπο βαθμό[12]. Κολοκοτρώνης,
Διάκος, Ανδρούτσος, Καραϊσκάκης, Παπαφλέσσας, Μακρυγιάννης, Μπότσαρης,
Νικηταράς, Μπουμπουλίνα, Μιαούλης,
Κανάρης και τόσοι άλλοι πρωτοστατούν και συντρίβουν τον εχθρό.
Πολλοί έχασαν τη ζωή τους σε
μάχες για την ελευθερία γράφει ο Έριχ Φρομ[13]
πιστεύοντας πως ο θάνατος στην πάλη κατά της καταπίεσης ήταν προτιμότερος από
το να ζεις δίχως ελευθερία. Αυτήν ακριβώς την πιστή στη ζωή και την αυτοτέλεια
της προσωπικότητας απέδειξαν οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου, οι γυναίκες
του Σουλίου χορεύοντας στο Ζάλογγο το χορό του θανάτου, το Κούγκι, τα Ψαρά, το
Αρκάδι γίνονται ολοκαυτώματα. Η Αλαμάνα, η Γραβιά, το Βαλτέτσι, το Μανιάκι, τα
Δερβενάκια, η Χαλκιδική, έγιναν βωμός για να μαρτυρούν πως η θέληση ενός λαού
είναι ικανή να διδάξει πώς να ζει κανείς λεύτερος.
«Η τύχη μας, λέει ο Μακρυγιάννης, έχει τους
Έλληνες πάντοτε ολίγους. Παλαιόθεν ως τώρα, όλα τα θηρία πολεμούν να μας φάνε
και δε μπορούνε. Τρώνε, τρώνε, μα μένει πάντα μαγιά. Αυτή η μαγιά είναι η σπίθα
που έφερε το θάμα».
Οι Έλληνες απέδειξαν ότι μόνο η ηθική οντότητα αποφασίζει για το δικαίωμα της ζωής και όχι αν ένας λαός είναι μεγάλος ή μικρός στον όγκο του πληθυσμού του. Ελευθερία σώματος, ψυχής και πνεύματος, αυτή ήταν πάντα το σύμβολο του ελληνισμού. Αυτήν ζήτησαν οι Έλληνες με το αίμα τους το 1821, αυτήν εξαγόρασαν και στους άλλους πολέμους. Η Ελλάδα δεν είναι μονάχα παλιά δόξα, αλλά αδιάκοπη ζωή και δράση δική μας πάνω σ’ αυτή τη γη που τόσοι πόνοι των πατέρων μας και τόσο αίμα την ποτίζει. Η Ελλάδα είναι κάτι που δεν πεθαίνει, είναι ο αιώνιος έρωτας των Ελλήνων για τη ζωή, τη δράση και την ελευθερία.
Οι Έλληνες απέδειξαν ότι μόνο η ηθική οντότητα αποφασίζει για το δικαίωμα της ζωής και όχι αν ένας λαός είναι μεγάλος ή μικρός στον όγκο του πληθυσμού του. Ελευθερία σώματος, ψυχής και πνεύματος, αυτή ήταν πάντα το σύμβολο του ελληνισμού. Αυτήν ζήτησαν οι Έλληνες με το αίμα τους το 1821, αυτήν εξαγόρασαν και στους άλλους πολέμους. Η Ελλάδα δεν είναι μονάχα παλιά δόξα, αλλά αδιάκοπη ζωή και δράση δική μας πάνω σ’ αυτή τη γη που τόσοι πόνοι των πατέρων μας και τόσο αίμα την ποτίζει. Η Ελλάδα είναι κάτι που δεν πεθαίνει, είναι ο αιώνιος έρωτας των Ελλήνων για τη ζωή, τη δράση και την ελευθερία.
Ο ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης από
την Κύπρο, στο εξαίσιο ποίημα που έγραψε για το μαρτύριο του Αρχιεπισκόπου
Κυπριανού κατά την επανάσταση του ’21 βάζει στο στόμα του Κυπριανού τούτα τα
λόγια που λέγει στον Τούρκο πασά που τον δίκασε «η Ρωμιοσύνη ειν φυλή συνόκαιρη
του κόσμου, κανένας δεν ευρέθηκε για να την εξαλίψει, κανένας γιατί σκέπη την
από τα ύψη ο Θεός μου. Η Ρωμιοσύνη θα χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει[14]»
Ο αγώνας που άρχισε στο Μοριά
έμελλε να διαρκέσει μια δεκαετία και να είναι νικηφόρος. Μα όταν κάποια στιγμή
η Επανάσταση κινδυνεύει, όχι από τους υπέρτερους αριθμητικά εχθρούς, αλλά από
τα δόρατα της διχόνοιας που αποτελούν μια από τις αδυναμίες του ελληνισμού, ο
Στρατηγός Μακρυγιάννης διδάσκει: «Τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και
σοφοί και αμαθείς και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι
αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμε
όλοι μαζί, να την φυλάξομεν και όλοι μαζί. Και να μην λέγει ούτε ο δυνατός
«εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστή μόνος
του και φκιάση ή χαλάση, να λέγη «εγώ». Όταν όμως αγωνίζωνται πολλοί και
φκιάνουν, τότε να λέη «εμείς». Είμαστε εις το «εμείς» και όχι εις το «εγώ». Και
εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκιάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι
μαζί[15]».
Όλοι ανεξαιρέτως είχαν συνηδειτοποιήσει ότι αντίθετα από την ισότητα που κάποιος μπορει να σου τη δώσει την ελευθερία δεν μπορει να σου την χαρίζει . κερδίζεται μετά ΑΠΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΑΛΗ ΚΑΙ ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΣΟΥ. ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΛΛΑ ΓΙΝΟΜΑΙ , ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΟΣΟ γίνομαι[16].
Όλοι ανεξαιρέτως είχαν συνηδειτοποιήσει ότι αντίθετα από την ισότητα που κάποιος μπορει να σου τη δώσει την ελευθερία δεν μπορει να σου την χαρίζει . κερδίζεται μετά ΑΠΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΑΛΗ ΚΑΙ ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΣΟΥ. ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΛΛΑ ΓΙΝΟΜΑΙ , ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΟΣΟ γίνομαι[16].
«τη λευτεριά μας τούτη δεν την ήβραμε
στο δρόμο και δε θα μπούμε εύκολα στου αυγού το τσόφλι γιατί δεν είμαστε κλωσσόπουλα
σ΄αυτό να ξαναμπούμε πίσω μα γίναμε πουλιά,
και τώρα πια στο τσόφλι μέσα δε χωρούμε[17]»
Τελικά ο αγώνας για την εθνική παλιγγενεσία
των Ελλήνων είναι η αποθέωση του παράτολμου ηρωισμού αντίθετα προς κάθε λογική πρόβλεψη.
Η λογική αδυνατεί να πλησιάσει, δε μπορεί να αισθανθεί, να νιώσει την εσωτερική ύφη και το δημιουργικό μεγαλείο
μιας ιερής παραφροσύνης μιας μεγαλουργού θαυματουργού παραφροσύνης που δεν
είναι γέννημα των υπολογισμών. Αλλά της πίστης… Το ολιγάριθμο γένος των ελλήνων
έδειξε το μέγα θαύμα στην ανθρωπότητα όταν την 25η Μαρτίου κατέθεσε τη ζωή του
ως ενέχυρο της ελευθερίας. Πάνω και πέρα απ’ όλα δείχνει την αγάπη για μια
λεύτερη ανεξάρτητη ζωή, δείχνει σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Σήμερα, που η ιστορία φαίνεται ότι γράφεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς στην
περιοχή μας. σήμερα, που η χώρα βιώνει μια οικονομική, κοινωνική και ηθική
κρίση. Σήμερα, που με την κρίση ξαναπληρώνουμε σαν χώρα και σαν λαός την άγνοια
της ιστορίας μας. Το μήνυμα της 25ης Μαρτίου είναι σήμερα πιο επίκαιρο από
ποτέ!
Μας καλεί να ακούσουμε, έστω και την ύστατη στιγμή, τις θεϊκές συμβουλές και να αγαπήσουμε αληθινά το συνάνθρωπό μας, βάζοντας το συμφέρον του συνόλου πάνω από το ατομικό.
Μας καλεί να επαναστατήσουμε ενάντια σε όλα αυτά τα νοσηρά φαινόμενα που με κάθε τρόπο εισβάλλουν στη ζωή μας και μας οδηγούν στην κοινωνική αδιαφορία και την ηθική κατάπτωση.
Μας καλεί να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και να επαναστατήσουμε ενάντια στον κακό μας εαυτό! Να βελτιωθούμε και ως άτομα και ως πολίτες!
Σήμερα δεν μας προσφέρουν οι
αγωνιστές τα όπλα τους. Αυτά είναι απαρχαιωμένα και η θέση τους είναι στο
μουσείο. Μας προσφέρουν το αειθαλές μήνυμα ότι ο άνθρωπος νοείται άνθρωπος μόνο
ως ελεύθερος, ότι η ανθρώπινη ζωή νοείται μόνο μέσα σε συνθήκες ελευθερίας. Και
αυτό το μήνυμα δεν είναι για το μουσείο, παραμένει ενεργό όσο οι δυνάμεις της
τυραννίας παραμένουν επίσης ενεργές μέσα στις διαδικασίες της ιστορίας.
Τι θα γίνει όμως στο μέλλον; Την απάντηση δίνει και ο Κολοκοτρώνης που είπε: «Σε μας μένει να ισιάξουμε και να στολίσουμε τον τόπο με θεμέλια της πολιτείας, την ομόνοιαν, τη θρησκεία και την φρόνιμον ελευθερίαν[18]».
Τι θα γίνει όμως στο μέλλον; Την απάντηση δίνει και ο Κολοκοτρώνης που είπε: «Σε μας μένει να ισιάξουμε και να στολίσουμε τον τόπο με θεμέλια της πολιτείας, την ομόνοιαν, τη θρησκεία και την φρόνιμον ελευθερίαν[18]».
Σήμερα βρισκόμαστε εδώ για να
τιμήσουμε αυτούς που θυσιάστηκαν και μας παρέδωσαν την ελευθερία με την ιερή υποχρέωση
να τη διαφυλάξουμε και με τη σειρά μας να την παραδώσουμε από γενιά σε γενιά
σαν ιερή παρακαταθήκη. Το χρέος μας –μια λέξη ειπωμένη συχνά αλλά κάθε φορά με
ξεχωριστή χροιά –δεν είναι παρά να διδαχθούμε από τις αρετές των προγόνων μας
και ως ελεύθεροι ηθικά πολίτες να κλείσουμε στις καρδιές μας μια για πάντα τους
στίχους από τις ωδές του Ανδρέα Κάλβου: « όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου
αισθάνονται, ζυγόν δουλείας ας έχωσιν.
ΘΕΛΕΙ ΑΡΕΤΗΝ ΚΑΙ ΤΟΛΜΗΝ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ[19]».
Τούτη την ώρα ας τους διαβεβαιώσουμε
πως το παράδειγμα τους θα μας εμπνέει και θα μας καθοδηγεί πάντα στον εθνικό
μας δρόμο και ότι θα φάνουμε άξιοι απόγονοι αξίων προγόνων. Όλοι μαζί ας προσπαθήσουμε
«να στήσουμε και πάλι μες στο ουράνιο θειο φως , μια Ελλάδα τρισμεγάλη[20]»
[1] Γιώργος Σεφέρης, «Ομιλία
στη Στοκχόλμη», Δοκιμές, δεύτερος
τόμος (1948-1971), Αθήνα, εκδόσεις Ίκαρος, α' εκδ. 1974.
[2] Λουκ. 1, 38
[3] Διονύσιος Σολωμός, Άπαντα
εκδόσεις Μέρμυγκα (1976), Β τόμος, Ελεύθεροι πολιορκημένοι , σχεδίασμα Β΄,
[4] Περισσότερα για το θέμα
Μουστάκης Βασιλ. , Η εκκλησία και το 21, Ε.Δ. τ27, Αθήνα 1949
[5] Κωστή Παλαμά, Δωδεκάλογος
του γύφτου, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1950
[6] Αθαν. Βλαχάβα, 25η Μαρτίου
1821: πολιτικοκοινωνικές συνθήκες στην επαναστατημένη Ελλάδα, http://blogs.sch.gr/members/vlachavas/activity/32270
[7] Β. Π. Παναγιωτόπουλος, «Η προκήρυξις της Μεσσηνιακής Γερουσίας,
προς τας ευρωπαϊκάς αυλάς», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας,
12 (1957-1958) 149-150.
[8] ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΟΣ , ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ ΗΤΟΙ ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΜΝΗΜΕΙΩΣΗ
ΚΕΙΜΕΝΟ - ΣΧΟΛΙΑ – ΕΙΣΑΓΩΓΗ Γ. ΒΑΛΕΤΑΣ, ΑΘΗΝΑ ΒΙΒΛΙΟΕΚΔΟΤΙΚΗ, 19573
[9] Ο Λόγος του Θεόδωρου
Κολοκοτρώνη στην Πνύκα, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων
[10]Κ. Μαρξ – Φ. Εγκελς, Η
Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό ζήτημα, Αθήνα, εκδ. Γνώση
[11] Μαρκ. Θ 23
[12] Ι.Θ. Κακριδής, στρατηγός
Μακρυγιάννης μια ελληνική καρδιά, Θεσσαλονίκη 1965
[13] Έριχ Φρομ, Οφόβος μπροστά
στην ελευθερία, Αθήνα 1971, εκδ. Μπουκουμάνη
[14] Β. Μιχαηλίδη, 9η Ιουλίου
1821, εν Λευκωσία (Κύπρου), http://www.snhell.gr/references/quotes/writer.asp?id=215
[15] Ι. Μακρυγιάννη,
Απομνημονεύματα, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της
Εστίας, 2010
[16] Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος,
Ελληνισμός και ελευθερία, Αθήνα, 1957
[17] Α. Σικελιανός,
«Μακρυγιάννης», 18-22. Λυρικός Βίος, Ε΄. Αθήνα, 1968, εκδ. Ίκαρος
[18] Θ. Κολοκοτρώνη, όπου παραπάνω
[19] Ανδ. Κάλβου, Ωδαί , Δ΄Εις
σάμον, Αθήνα, 1970 εκδ. Ικαρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου