«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ πρώτῃ τῶν Νηστειῶν,
ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀναστηλώσεως
τῶν ἁγίων καί σεπτῶν εἰκόνων,
γενομένης παρά τῶν ἀειμνήστων
Αὐτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως
Μιχαήλ καί τῆς μητρός αὐτοῦ Θεοδώρας,
ἐπί Πατριαρχείας τοῦ ἁγίου καί ὁμολογητοῦ Μεθοδίου»
Μέ τούς λόγους αὐτούς ὁ ἱερός Συναξαριστής, πηγή γραπτή, ἄμεσος τῆς φιλολογικῆς γραμματείας τῶν Βυζαντινῶν χρόνων, ὁρίζει, προσδιορίζει καί καθορίζει τό ἱστορικό περιεχόμενο τοῦ σημερινοῦ ἑορτασμοῦ.
Σήμερα ἑορτάζουμε τήν Ὀρθοδοξία, σήμερα ἑορτάζουμε τό «πατροπαράδοτον σέβας», σήμερα ἑορτάζουμε τήν «Μητέρα εὐσέβειαν».
Γεννᾶται, ὅμως, εὔλογο τό ἐρώτημα: Γιατί ἡ Ἐκκλησία, ὁ ἀκλόνητος στῦλος καί τό ἀπερίσειστο ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας, ὅρισε ὡς ἑορτασμό πού ὑποστασιάζει τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία καί πίστη τό γεγονός τῆς διακηρύξεως γιά τήν ἀναστήλωση καί τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τόσο ἀπό τήν ἐν Νικαίᾳ ἁγία Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού ἡ καταληκτήρια συνεδρία της ἔλαβε χώρα στή Βασιλεύουσα, τήν «τοῦ Κωνσταντίνου Πόλιν», τό παλάτιον τῆς Μαγναύρας τό 787 καί «εἰρήνευσεν ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία, εἰ καί ὁ ἐχθρός τά ἑαυτοῦ ζιζάνια ἐν τοῖς ἰδίοις ἐργάταις σπείρειν οὐ παύεται», ὅσο καί ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 843 ;
Γιατί δέν ἐπελέγη ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, ἡ μητρόπολη αὐτή τῶν ἑορτῶν;
Γιατί δέν προεκρίθη ἡ λαμπροφόρος Ἀνάσταση, «ἑορτῶν ἑορτή καί πανήγυρις πανηγύρεων»;
Γιατί δέν ὁρίσθη ἡ ἁγιοπνευματική Πεντηκοστή;
Ἡ ἀπάντηση δίδεται ἀπό τήν βαθύτερη ὀντολογική ἑρμηνεία τοῦ ἱστορικοῦ ὅρου «ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων», πού πέραν καί πάνω ἀπό ἕνα συγκεκριμένο ἱστορικό γεγονός τοῦ «νῦν» τῆς τελέσεώς του, συνιστᾶ ἕνα αἰώνιο θεόσδοτο χάρισμα στό «ἀεί» τῆς ἐπενεργείας του.
Μέ τήν πανσοφία, τήν παντοδυναμία καί τήν παναγαθότητα ἡ Τρισήλιος Θεότης ἐποίησε «πάντα ὁρατά τε καί ἀόρατα». Μέσος τοῦ φυσικοῦ καί πνευματικοῦ κόσμου ἐδημιουργήθη ὁ ἄνθρωπος, ἡ κατακλείς καί κορωνίς τῆς δημιουργίας. Τήν ὑπέροχη ἐν τῷ κόσμῳ θέση του ἐμφαίνει ἰδαιτέρως ὁ διαφέρων τρόπος, κατά τόν ὁποῖο ἐδημιουργήθη.
Μέ θαυμασμό ὁ Ἱερός Χρυσόστομος θά ἀναφωνήσει ὅτι: «ἀπό ὁλόκληρη τή δημιουργία ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό πολυτιμότερο δημιούργημα (τῆς κτίσεως γάρ ἁπάσης τιμιώτερον ὁ ἄνθρωπος, Ε.Π.Ε. 14, 32)» καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά τόν περιγράψει «οἷόν τινα κόσμον δεύτερον, ἐν μικρῷ μέγαν (Ε.Π.Ε. 5,52-54)».
Ὁ Θεός, κατά τή χριστιανική κοσμογονία, διαβουλεύεται πρός τόν Ἑαυτόν Του γιά τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. «Καί εἶπεν ὁ Θεός : ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν».
Ἡ ἔννοια τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» (imago Dei) ἀναφέρεται στόν «ἔσω ἄνθρωπον», διότι ὁ Θεός εἶναι ἀσχημάτιστος, ἄφθαρτος καί ἀσώματος. Αὐτό συνίσταται στή λογικότητα, μέ τήν ὁποία ὁ Δημιουργός ἐπροίκησε τήν πνευματική φύση τοῦ ἀνθρώπου καί στό ἀπαραίτητο συμπλήρωμά της, τό αὐτεξούσιον, μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἀνάγεται σέ προσωπικότητα ἠθική, ἐπιδεκτική πάσης προόδου καί δυναμένη νά καταστεῖ «κοινωνός θείας φύσεως».
Τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», κατά τούς Ἁγίους καί Θεοφόρους Πατέρες, εἶναι ὁ τελικός ὑπαρκτικός στόχος τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὁ ὁποῖος καθίσταται ἐφικτός διά τῆς προσοικειώσεως τῆς ἁγιότητος, ὄχι βίᾳ καί ἀνάγκῃ ἀλλά αὐτοπροαιρέτως καί ἐλευθέρως.
Μετά τήν πτώση, «παρακούσας ὁ ἄνθρωπος τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ κτίσαντος αὐτόν καί τῇ ἀπάτῃ τοῦ ὄφεως ὑπαχθείς, νεκρωθείς τοῖς οἰκείοις αὐτοῦ παραπτώμασιν», ἀπώλεσε τήν χάρη πού τόν διακρατοῦσε στήν προπτωτική κατάσταση μέ τήν δυνατότητα τῆς ἀναμαρτησίας (posse non peccari) καί τῆς ἀθανασίας (posse non mori).
Μέ τόν δικό του ξεχωριστό τρόπο περιγράφει τό δράμα τῆς πτώσεως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὁ Παλαμᾶς: «χάσαμε τό Θεῖο κάλλος, στερηθήκαμε τήν θεία μορφή, καταστρέψαμε τήν ὁμοιότητά μας πρός τό Θεῖο φῶς· φορέσαμε τήν ὁμίχλη ὡς ἰμάτιο, ἀλοίμονο, καί ὡς ἐπανωφόρι ντυθήκαμε τό σκοτάδι (Ε.Π.Ε. 1, 196)»
Διετήρησε, ὅμως, τό «κατ᾿ εἰκόνα» ἀμαυρωμένο καί τραυματισμένο, ἀλλά ὄχι νεκρό καί ἀνεπανόρθωτα ἀχρειωμένο. «Εἰκών εἰμί τῆς ἀρρήτου δόξης σου εἰ καί στίγματα φέρω πταισμάτων».
Ἐπειδή ὁ Δημιουργός, «Θεός ἐλέους, οἰκτιρμῶν καί φιλανθρωπίας ὑπάρχει», «οὐκ ἀπεστράφη τό πλάσμα Του εἰς τέλος, ὅ ἐποίησεν ὁ ἀγαθός, οὐδέ ἐπελάθετο ἔργου χειρῶν Του» ἀλλά ἀντίθετα πρός τό «ἀεί κινοῦν ἀκίνητον» τοῦ Ἀριστοτέλους, «ἐπί τῆς γῆς ὤφθη, μορφήν δούλου λαβών, σύμμορφος γενόμενος τῷ σώματι τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν, ἵνα ἡμᾶς συμμόρφους ποιήσῃ τῆς εἰκόνος τῆς δόξης Αὐτοῦ». Ἐκ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῆς θείας καί ἀνθρωπίνης φύσεως στό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Λόγου, ἡ «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ πλασθεῖσα ἡμῖν ὡραιότης» ἐξυψώθη ὅσον ποτέ ἄλλοτε καί κατέστη «κοινωνός θείας φύσεως». Αὐτή ἡ ἀναστήλωση τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου συνιστᾶ τήν οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. «Ὅθεν, ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, δι᾿ ἑαυτοῦ παρεγένετο, ἵν᾿ ὡς εἰκών ὤν τοῦ Πατρός τόν κατ᾿ εἰκόνα ἄνθρωπον ἀνακτίσαι δυνηθῇ» (Μέγας Ἀθανάσιος).Οἱ διαστάσεις τοῦ μυστηρίου τῆς ἐν Χριστῷ παλιγγενεσίας τοῦ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου, ψηλαφίζουν τό δυσθεώρητο μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ κατά τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Δαμασκηνό, γιά τήν ἀναγωγή τοῦ ἀνθρώπου εἰς τό ἀρχαῖο κάλλος ὁ τέλειος Θεός γίνεται τέλειος ἄνθρωπος καί πραγματώνει τό πιό καινούργιο ἀπό ὅλα τά καινούργια, τό μόνο καινούργιο ὑπό τόν ἥλιον, μέ τό ὁποῖο ἐμφανίζεται ἡ ἄπειρη δύναμη τοῦ Θεοῦ (Ἔκδοσις Ἀκριβής, Γ΄, 1)». Ἀπό αὐτό καθίσταται σαφές γιατί οἱ Πατέρες, στίς εἰκονοκλαστικές πλάνες, εἶδαν ἀκριβῶς μία ἀκύρωση τοῦ Μυστηρίου τῆς Σωτηρίας, καθώς ἡ μή δυνατότης ἐξεικονίσεως τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καθιστοῦσε τό Μυστήριο τῆς Παλιγεννεσίας τοῦ ἀνθρώπου δοκητική φενάκη.
Ἀντιθέτως πρός τή δοκητική θεώρηση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας στήν ὁποία ὁδηγοῦνται ἀναποφεύκτως οἱ εἰκοκλάστες ὅλων τῶν ἐποχῶν, ὑπάρχει ὁ ἱστορικός ρεαλισμός τῶν γεγονότων, ὅπως ἐκφράζεται διά τῆς γραφίδος ἑνός κορυφαίου πρόμαχου καί ἐκκλησιαστικοῦ πατρός, τῆς πατροπαράδοτης εὐσέβειας, τοῦ Ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ πού μετ’ ἐμφάσεως τονίζει: «Δέν προσκυνῶ τήν κτίση στή θέση τοῦ Κτίστη, ἀλλά προσκυνῶ τόν Κτίστη πού κτίστηκε κατά τήν ἀνθρώπινη φύση καί κατέβηκε στήν κτίση χωρίς νά μειωθεῖ καί νά ἀλλοιωθεῖ γιά νά δοξάσει τή δική μου φύση καί νά μέ κάνει κοινωνό τῆς Θείας φύσης (...). Γι’ αὐτό μέ πεποίθηση εἰκονίζω τόν ἀόρατο Θεό, ὄχι ὡς ἀόρατο, ἀλλ’ ὡς ὁρατό καθώς ἔγινε γιά μᾶς προσλαμβάνοντας ἀνθρώπινη φύση. {Οὐ τήν ἀόρατον εἰκονίζω θεότητα, ἀλλ’ εἰκονίζω Θεοῦ τήν ὁραθεῖσαν σάρκα} (Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας Εἰκόνας, Λόγος Γ΄, 6)».
Γιά αὐτό ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μία πορεία «ἐν καινότητι ζωῆς». Ὁ πιστός ἔχει τήν δυνατότητα μιᾶς μοναδικῆς ἐμπειρίας τοῦ ζῶντος καί προσωπικοῦ Θεοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, κατευθυνομένη ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συνεχίζει καί ἀνανεώνει τό σωτήριο καί ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πού μᾶς βοηθεῖ νά φθάσουμε στή μέθεξη τῆς μυστηριακῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος πρέπει νά «μορφωθῇ ἐν ἡμῖν». Μέ τή μέθεξη αὐτή ἐπιτυγχάνεται ἡ εἴσοδος καί ἡ ὀργανική ἔνταξη στήν ἐσχατολογική πραγματικότητα τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος καινοποιεῖται.
Σ᾿ αὐτή τήν «νέαν κτίσιν» ἀναδεικνύεται τό «κατ᾿ εἰκόνα» μέ τήν ἐπιτυχῆ πορεία πρός τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», ἐκλαμπρύνεται τό πρόσωπο, πού κλείνει μέσα του τήν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας, ἀναδεικνύεται ἕνα νέο καλλιτέχνημα θείου κάλλους καί ὁλοκληρώνονται τά δημιουργικά χαρίσματα. Ἡ ἀνάσταση τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, ἡ ἀναστήλωση τῆς ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ ἀνθρώπου εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἐκ νέου ἔνταξή του στή θεία ζωή. Σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση τῆς ἀθάνατης ζωῆς προοδεύει ἡ βούληση, θεώνεται τό πρόσωπο, ἀφοῦ ἀναδεικνύεται στό φῶς τοῦ θείου κάλλους.
Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι ἡ ἐνεργοποίηση τοῦ νέου αἰῶνος μέσα στά τοπικά καί χρονικά πλαίσια τοῦ παλαιοῦ, ἡ διακήρυξη τοῦ ἐρχομένου αἰῶνος μέσα στόν νῦν αἰῶνα. Μέσα στή Θεία Εὐχαριστία ὁ Ὀρθόδοξος Πιστός καταλλάσσεται μέ τόν ἑαυτό του «ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν», καταλλάσσεται μέ τόν Θεό «ὑπέρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης», καί καταλλάσσεται μέ τούς ἀδελφούς του «ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου».
Ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει διάσταση εὐχαριστιακή. Τό δεύτερο συνθετικό τῆς λέξεως, ἡ λέξη «δόξα» πέρα τῆς ὑποκειμενικῆς ἀντιλήψεως περί ἑνός δεδομένου ἀντικειμένου, ἔχει καί λατρευτικό χαρακτῆρα. Ἡ σλαβική μετάφραση τῆς λέξεως διά τοῦ ὅρου "Pravoslavije" σημαίνει κατ᾿ ἐξοχή τήν «ὀρθή δοξολογία». Μεταξύ «ὀρθῆς γνώμης» καί «ὀρθῆς δοξολογίας» δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει διαφορά, ὅταν ὡς «γνώμη» νοεῖται ἡ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἀποκεκαλυμμένη γνώση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἀναγκαίως συναρπαγή, ἡ σώζουσα συναρπαγή ἀπό τό Ὑπερβατικό, ἡ αὐθεντική ζωή τοῦ ἀνθρώπου, τό γεγονός τῆς σωτηρίας του.
Ἔτσι ὁ λειτουργικός χαρακτήρας τῆς Ὀρθοδοξίας δέν εἶναι ἕνα ἁπλό «συμβεβηκός». Εἶναι ἡ ἀναγωγή τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν καταξίωσή του, στό χῶρο τῆς προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὀρθόδοξη λειτουργία εἶναι διαρκής ὑπέρβαση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἀκατάπαυστη ἀναστηλωτική κίνηση τῆς εἰκόνος πρός τό ἀρχέτυπον, «ἄνω σχῶμεν τόν νοῦν καί τάς καρδίας» (Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος). Στόχος αὐτῆς τῆς κινήσεως ἡ πρόσβαση στό ἐσχατολογικό τέλος τῆς ἱστορίας. Ἡ ὀρθόδοξη ἄσκηση, πού καλλιεργεῖται στό ὅλον τῆς λειτουργικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ὑπέρβασις κάθε ἁμαρτωλῆς ἐνδοκοσμικῆς ἀνέσεως πού ἀλλοτριώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν οὐσία του. Ὁ ὀρθόδοξος ἄνθρωπος ἐπιτελεῖ τήν οὐσία του, τήν ὕπαρξή του, μέ τόν ἀγῶνα του γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ὁ ἄνθρωπος μέ τό ὀρθόδοξο ἦθος, ὁ ἅγιος, δέν συμπίπτει μέ τόν θρησκειοφαινομενολογικό τύπο τοῦ – καί ἐκτός Ἐκκλησίας ἀκμάζοντος – θρησκευόντος ἀνθρώπου (homo religious). Ἡ ὀρθοδοξία εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ Θεοῦ, ἡ αὐθεντικότης, ἡ ἁγιότης, ἡ καθολικότης τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Ὀρθοδοξία λοιπόν δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα παράθυρο, μέ τό ὁποῖο ἡ γῆ κατοπτεύει ἕνα τμῆμα τοῦ Οὐρανοῦ, ἀλλά εἶναι ἡ μυστική κλίμαξ τῶν ἀγγέλων, πού καταβαίνουν ἐκ τοῦ «ἀνεῳγότος» οὐρανοῦ καί ἀναβαίνουν σ᾿ αὐτόν. Εἶναι, κατά τό Μέγα Φώτιο, τό θαυμάσιο ἐκεῖνο πορθμεῖο πού συνενώνει τά οὐράνια μέ τά ἐπίγεια ἀκρογιάλια. Τό πορθμεῖο αὐτό ἔρχεται ἀπό τόν οὐρανό καί «διαπορθμεύει ἡμῖν τήν ἐκεῖθεν ἀγαθοειδῆ καί θείαν εὐμένειαν», γιά νά ἀκολουθεῖ στή συνέχεια παλινδρομική, μυσταγωγική καί ἀναγωγική πορεία, ἀνάγοντας, ἀνυψώνοντας καί ἀναστηλώνοντας τήν πεπτωκυῖα εἰκόνα τῆς ἀρρήτου δόξης ἐκ τῆς γῆς στόν οὐρανό.
Ἡ ἀνύψωση αὐτή συντελεῖ στό νά γευόμεθα τίς δωρεές τῆς ἀκτίστου καί θεοποιοῦ χάριτος, νά μετέχουμε τῶν ἀκτίστων καί μεθεκτῶν θείων ἐνεργειῶν καί νά κατοπτεύουμε τό θαβώρειο φῶς «τό μόνον τῆς κεκαθαρμένης καρδίας ἐπίχαρι καί πανίερον θέαμα». Σ’ αὐτή τή συνεχῆ διαλεκτική σχέση οὐρανοῦ καί γῆς, σ’ αὐτή τήν ἀδιάκοπη παλίνδρομη κίνηση, ἐκ τῶν ἄνω πρός τά κάτω καί τήν ἀναστηλωτική ἐκ τῶν κάτω πρός τά ἄνω, βρίσκεται ἡ πεμπτουσία τῆς Ὀρθοδοξίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου