Εισήγηση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου ενώπιον της τακτικής Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, 4 Οκτωβρίου 2011.4/10/2011
Θέμα: «Πρὸς ἀναθεώρηση καὶ ἀναδιοργάνωση ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων»
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Εὐχαριστῶ τοὺς ἀδελφοὺς συνοδικοὺς Ἀρχιερεῖς ποὺ ἀπεδέχθησαν κατὰ τὴν συνεδρίαν τῆς 15ης Ἰουνίου τοῦ τρέχοντος ἔτους τὴν πρότασή μου νὰ ἐκθέσω μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἐνώπιόν σας κατὰ τὴν σημερινὴ τακτικὴ συνεδρία τῆς Ἱεραρχίας μας τὶς προσωπικές μου σκέψεις γύρω ἀπὸ τὸ θέμα: «Πρὸς Ἀναθεώρηση καὶ Ἀναδιοργάνωση Ἐκκλησιαστικῶν μας πραγμάτων».
Θεωρῶ σκόπιμο νὰ ξεκινήσω τὴν εἰσήγησή μου ἀκολουθώντας τὴν προτρεπτικὴ ρήση τοῦἀρχαίου φιλοσόφου Ἀντισθένη: «Ἀρχὴ σοφίας ὀνομάτων ἐπίσκεψις».
Ἡ πρόθεσις «πρὸς» ὅταν συντάσσεται μὲ αἰτιατικὴ σημαίνει κίνηση, ξεκίνημα. Οἱ λέξεις «ἀναθεωρῶ» καὶ «ἀναθεώρηση» σημαίνουν ἐπανεξετάζω, ἐπανεξέταση καὶ οἱ λέξεις «ἀναδιοργανώνω» καὶ «ἀναδιοργάνωση», μὲ δομικὴ προέκταση τῶν ἐννοιῶν τους, σημαίνουν «ξανακτίζω», «ξαναφτιάξιμο». Τέλος ἡ ἔλλειψη τοῦ ἄρθρου «τῶν», σημαίνει ὅτι ἡ ἀναφορὰ γίνεται σὲ μερικὰ συγκεκριμένα καὶ ὄχι σὲ γενικὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα.
Θὰ ἤθελα ἐξ ἀρχῆς νὰ ὑπογραμμίσω, ὅτι ἡ τοποθέτησή μου ἀναφέρεται σὲ ταπεινὲς προσωπικές μου ἀπόψεις γιὰ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας σχετικά μέ ζητήματα ποὺ καλοῦν γιὰ μία κίνηση, γιὰ ἕνα ξεκίνημα, γιὰ μία ἐπανεξέταση καὶ ἀναδιοργάνωση συγκεκριμένων θεμάτων τῆς ποιμαντικῆς μας διακονίας. Σὲ μία ἐποχὴ δύσκολη μὲ πολλὲς ἰδιομορφίες, ὁ λαός μας, πέρα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι βρίσκεται στὰ ὅρια τῶν οἰκονομικῶν του ἀντοχῶν, φαίνεται ὅτι βρίσκεται καὶ στὰ ὅρια τῶν ψυχολογικῶν ἀντοχῶν του. Ἀκόμη καὶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν αἰσθάνονται νὰ θίγονται σὲ καθοριστικὸ βαθμὸ ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ ὕφεση, βιώνουν μία ψυχολογικὴ ὕφεση χωρὶς προηγούμενο σὲὅλη τὴν μεταπολεμικὴ περίοδο μέχρι σήμερα.
Ἐν ὀλίγοις, ἐπιθυμῶ νὰ καταθέσω ἕνα πρακτικῆς χρησιμότητας κείμενο χωρὶς νὰ ἀνοιχτῶ σὲ βαθυστόχαστες ἀναλύσεις, ἂν καὶ αἰσθάνομαι ὑποχρεωμένος νὰ προσθέσω στὸ σημεῖο αὐτὸ κάποιες γενικότερες σκέψεις καθὼς ἡ κρίση τοῦ παγκόσμιου συστήματος φαίνεται νὰ βαθαίνει ὅλο καὶ περισσότερο καὶ δὲν πιστεύω, ὅτι κάποια κοινωνικοπολιτικὴ ἀνάλυση εἶναι ἱκανὴ νὰ μᾶς βγάλει μονομερῶς ἀπὸ αὐτὴν τὴν κρίση(1).
Κάποιοι ἴσως ἀναρωτηθοῦν, ἢ καὶ μᾶς κατακρίνουν, γιατί ἀσχολούμεθα μὲ θέματα ποὺ μοιάζουν σὰν ἐσωτερικοὶ προβληματισμοὶ σὲ περίοδο ποὺ ἡ χώρα ταλαιπωρεῖται ἀπὸ μία τόσο μεγάλη κοινωνικὴ καὶ κυρίως οἰκονομικὴ κρίση.
Οὔτε ἀδιαφοροῦμε, οὔτε ἐφησυχάζουμε, οὔτε ἀποστασιοποιούμεθα ἀπὸ τὴν ἀγωνία ποὺ διαπερνᾶ τὸν τόπο μας. Ὅμως ἡ τραγικότης τῶν στιγμῶν ἀπαιτεῖ νηφαλιότητα καὶ αὐτογνωσία. Ἡ ὑπέρβαση τῆς κρίσης δὲν εἶναι μονοδιάστατο μέγεθος καὶ δὲν ἐξαντλεῖται στὸ παρὸν ἀλλὰ ἀπαιτεῖ τὴν δημιουργία προϋποθέσεων ὥστε ὄχι μόνο νὰ ἐπιβιώσουμε τῆς κρίσεως προσωρινὰ ἀλλὰ καί νὰ διασφαλίσουμε βιώσιμο μέλλον. Ἑπομένως, τὸ ζητούμενο αὐτὴ τὴ στιγμὴ δὲν εἶναι οἱ καταγγελτικὲς κραυγές, ποὺ ἁπλῶς θὰ ἐξυπηρετήσουν τὴν προσωρινὴ ψυχολογικὴ ἐκτόνωση καὶ συγχρόνως θὰ ἐντείνουν τὴν πόλωση καὶ τὸν διχασμὸ, σὲ στιγμὲς ποὺ ἡ ψυχραιμία καὶ ἡ ἑνότητα εἶναι ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ προαπαιτούμενα γιὰ τὴν ἐθνική μας ἐπιβίωση.
Ἡ νόσος ποὺ ἀπειλεῖ τὴν ἐθνική μας ὑπόσταση χρειάζεται νηφάλια διάγνωση τῶν αἰτιῶν πού τή δημιούργησαν. Ἀπαιτεῖται σωστὴ, ἀποτελεσματικὴ καὶ μὲ κοινωνικὴ εὐαισθησία καὶ αἴσθημα δικαίου θεραπεία τῶν νοσηρῶν φαινομένων ἀλλὰ καὶ ἐνίσχυση τῆς φυσικῆς κατάστασης καὶ τῶν πνευματικῶν καὶ ἠθικῶν ἀντισωμάτων γιὰ νὰ μὴν εἶναι προσωρινὰ τὰ ἀποτελέσματα τῆς θεραπείας, ποὺ ἤδη εἶναι ἐπώδυνη καὶ καθόλου ἀναίμακτη.
Ἡ ἀπάντηση, ἑπομένως, σχετικὰ μὲ τὸ ἐπίκαιρο ἢ μὴ τῶν θεμάτων πού μας ἀπασχολοῦν εἶναι ἁπλή: Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀσκεῖ πολιτική, εἶναι ὅμως ὑπεύθυνη γιὰ τὸ ἦθος τῶν πολιτῶν τοὺς ὁποίους ὀφείλει νὰ ἐμπνέει, καὶ ὅταν εἶναι μέλη της νὰ καθοδηγεῖ ὥστε οἱ νοσηροὶ παράγοντες ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν δημιουργία τῆς κρίσης νὰ ἀποφεύγονται καὶ ἡ κρίση νὰ ἀντιμετωπίζεται μὲ ἦθος φιλάδελφο καὶ φιλάνθρωπο ἀλλὰ καὶ νὰ ἐνισχυθοῦν οἱ προϋποθέσεις ὥστε νὰ μὴν εἶναι προσωρινὲς οἱ θεραπευτικὲς συνέπειες ὅσων μέτρων μὲ πολὺ πόνο καὶ θυσίες ὑφίσταται ὁ λαός μας.
Ὅσοι δὲν στέκονται στὴν ἐπιφάνεια τῶν πραγμάτων καὶ διαβάζουν στὸ βάθος καὶ στὸ νόημα τῶν διατυπώσεων εὔκολα θὰ διακρίνουν ὅτι πίσω ἀπὸ τόν τίτλο «ἀναθεώρηση καὶ ἀναδιοργάνωση ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων» κρύβεται βαθιά ἀγωνία καὶ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐπιβίωση τοῦ Ἔθνους μας, μὲ τὴν ἐπίγνωση καὶ τὴ βεβαιότητα ὅτι χωρὶς μετάνοια, δηλαδὴ χωρὶς νὰ ἀλλάξουμε μυαλὰ καὶ τρόπο ζωῆς, κοπιάζουμε εἰς μάτην.
Ἡ κεντρικὴ ἰδέα, λοιπὸν, τῆς παρούσης συζητήσεως εἶναι νὰ ἀναρωτηθοῦμε σχετικὰ μὲ τὸ πὼς ἐμεῖς οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ταγοὶ θὰ προβληματιστοῦμε εἰλικρινὰ γιὰ τὶς στρεβλώσεις καὶ τὶς ἀποκλίσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου ἀπὸ τὶς Εὐαγγελικὲς ἐπιταγές, τί συνεπάγεται αὐτὸ γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ τόπου καὶ πὼς μποροῦμε νὰ συμβάλλουμε στὴ βελτίωση τῆς ἑλληνικῆς πραγματικότητας ὄχι μόνο στὸ παρὸν ἀλλὰ καὶ στὸ μέλλον τοῦ τόπου μας. Νὰ ἐξετάσουμε, δηλαδή, πῶς θὰ διορθώσουμε μερικὰ κακῶς κείμενα, ὑποδεικνύοντας ἔργῳ καὶ λόγῳ ὅτι χωρὶς μετάνοια, χωρὶς ἀνάληψη τῶν εὐθυνῶν ποὺ ἀναλογοῦν στὸν καθένα καὶ ἔμπρακτη μεταστροφὴ, δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ ἕνα καλύτερο αὔριο κοιτάζοντας τὰ παιδιά μας στὰ μάτια μὲ τὸ θάρρος ἐκείνου ποὺ ξέρει ὅτι δὲν εἶναι ψεύτης ἢ ὑποκριτής.
«Καθημερινὰ βλέπουμε νὰ ἁπλώνεται σ’ Ἀνατολὴ καὶ Δύση ἡ λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, ἡ ὁποία, σημειωτέον, καμία σχέση δὲν ἔχει οὔτε μὲ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ παγκοσμιότητα, οὔτε μὲ τὴ χριστιανικὴ οἰκουμενικότητα. Γιὰ τὸν Σωκράτη σημασία εἶχε πρὸς τὰ ποὺ εἶναι στραμμένη ἡ ψυχὴ καὶ, δεδομένου, ὅτι κατ’ αὐτὸν ἡ ψυχὴ ἦταν ἄυλη, ὄφειλε νὰ στραφεῖ πρὸς τὰ αἰώνια καὶ ἄυλα, πρός τὴ φωτισμένη πραγματικότητα τῆς ζωῆς καὶ ἔτσι νὰ πορευτεῖ ὅλο ψηλότερα.Μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τὰ πράγματα ξεκαθάρισαν ἀφοῦ ἔχουμε τὴν Ἀλήθεια προσωποποιημένη καὶ σαρκωμένη, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος, τώρα ὁλόκληρος καὶ ὄχι μόνον ἡ ψυχή του, καλεῖται νὰ στραφεῖ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Λόγου καὶ νὰ πορευτεῖ ἀνάλογα»(2). Αὐτὸς ὁ Λόγος μας κάλεσε, μᾶς καλεῖ καὶ θὰ μᾶς καλεῖ νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος γράφει: «Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Μαρκ. 8,34). Καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος σημειώνει «Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδεν δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς. Καὶ λέγει αὐτοῖς· Δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ. Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῶν καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν· καὶἐκάλεσεν αὐτούς. Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Ματθ. 4, 18-22).
Μέσα στις μυριάδες τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸν ἀκολούθησαν στὸ διάβα τοῦ χρόνου ἕνας εἶμαι καὶ ἐγώ. Ἡ πρόσκλησή Του μὲ σεβασμὸ τῆς ἐλευθερίας μου, ἡ ἐκτίμησις στὴν ἐπιλογὴ καὶ τὴν εὐθύνη μου μὲ γοήτευσαν. Παρὰ τὴν προσπάθειά μου ὅμως δὲν κατάφερα πάντοτε νὰ ἀρνηθῶ τὸν ἑαυτό μου. Ὁ ἐγωισμός, ἡ φιλαυτία, ἡ ἐγωπάθεια καὶ ὁ ἀτομοκεντρισμος στάθηκαν καὶ στέκονται πολλὲς φορὲς ἀντίβαρο στὸ ἄθλημα τῆς ἀπαρνήσεως τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ὄχι μόνο δὲν καταφέρνω νὰ σηκώσω τὸν σταυρὸ τοῦ χρέους μου ἀλλὰ γογγύζω. Ὃμως δὲν ἐγκαταλείπω. Μένω στὴν αὐλὴ Του προχωρώντας σημειωτὸν καί προσπαθώντας νὰ μὴ μὲ νικήσει ἡ τραγικότητα τοῦ μηδενὸς καὶ τῆς μοναξιᾶς.
Ποιος εἶναι αὐτὸς που ἀκολούθησα; Ἡ σκέψη μου στρέφεται νοερὰ στὴν ὄμορφη καί συγκλονιστική συζήτηση Τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς μαθητές του, ὅπως διασώζεται στο Εὐαγγελικὸ κείμενο: «τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; Οἱ δὲ εἶπον· οἱ μὲν ᾿Ιωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ᾿Ηλίαν, ἕτεροι δὲ῾Ιερεμίαν ἢ ἕνα τῶν προφητῶν. Λέγει αὐτοῖς· ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγεται εἶναι; Ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. 16, 13-16).
Πολλοὶ μίλησαν στο παρελθόν, μιλοῦν σήμερα καὶ θὰ μιλοῦν καὶ αὔριο γιὰ τὸν Χριστὸ περιπίπτοντας ἀπὸ σύγχυση σὲ σύγχυση. Μερικοὶ τὸν χαρακτηρίζουν ὡς μεγάλο διδάσκαλο, ἐκεῖνον ποὺ ἔκοψε τὴν ἱστορία στὰ δυὸ. Ὅμως αὐτὸς ὁ διανοητικά κατασκευασμένος Χριστὸς δὲν σῴζει. Ἐγὼ πιστεύω καὶ ὑπηρετῶ τὸν Χριστὸ ποὺ ὁμολόγησε ὁ Πέτρος: «Σὺ εἶὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». (Ματθ. 16, 16).
Τὸ μόνο γιὰ τὸὁποῖο ἀνησυχῶ εἶναι ἂν θά κατορθώσω Αὐτὸς νὰ εἶναι ἡ ἀνάστασή μου καί ὄχι ἡ πτώση μου κατὰ τὴν προφητεία τοῦ Συμεών: «Ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν» (Λουκ. 2, 34).
Ὅσοι διακονοῦμε τὴν Ἐκκλησία καλούμεθα σὲ συμπόρευση μαζί του στὴν δύσκολη πορεία τοῦ Γολγοθά, σὲ μία διηνεκῆ προσπάθεια νὰ ζοῦμε μὲ τὴ βεβαιότητα τῆς ἀναμονῆς τοῦ πάθους καὶ τοῦ μαρτυρίου. Διότι στὴν πορεία πρὸς τὸ Γολγοθὰ ὁ Χριστὸς ὁμιλεῖ γιὰ ὅσα πρόκειται νὰ συμβοῦν· τὸ πάθος καὶ τὸ μαρτύριο. Καὶ τότε δυὸ μαθητὲς, τὰ παιδιὰ τοῦ Ζεβεδαίου ὁἸάκωβος καὶ Ἰωάννης βοηθούμενοι μάλιστα καὶ ἀπὸ τὴν μητέρα τους τί ἀπαίτησαν; «Κύριε τώρα ποὺ τελειώνει τὸ πάθος σου καὶ στεριώνεις τὴ βασιλεία σου βάλε μας ἕνα ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνα ἐξ ἀριστερῶν σου γιὰ νὰ ζήσουμε τὴ δόξα σου» («Τότε προσῆλθεν αὐτῷ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου μετὰ τῶν υἱῶν αὐτῆς προσκυνοῦσα καὶ αἰτοῦσά τι παρ' αὐτοῦ. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Τί θέλεις; λέγει αὐτῷ· Εἰπὲ ἵνα καθίσωσιν οὗτοι οἱ δύο υἱοί μου εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». (Ματθ. 20, 20-21).
Συζήτηση μέ τραγικότητα ποὺ γίνεται ἀφορμὴ νὰ διατρανωθεῖ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ: «Οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν» (Ματθ. 20, 26). Κάτι καινούριο ἔρχεται σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Διαιρεῖται πιὰ νοητὰ ὁ ἀνθρώπινος ἀγώνας καὶ συγχρόνως ἡἀνθρώπινη πορεία. «ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς εἶπεν· Οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. Οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ' ὃς ἐὰν θέλῃἐν ὑμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἂν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος· ὥσπερ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν».(Ματθ. 20, 25-28).
Ἔχω ἐπίγνωση ὅτι εἶμαι καὶ ἐγὼ μέτοχος στοῦ ἔθνους μας τὶς ἀδυναμίες. Ὅμως παίρνω τὸ θάρρος καὶ καταθέτω τίς σκέψεις μου σὲ σᾶς, τοὺς ἀδελφούς μου, πρός συζήτηση καὶ λήψη ἀποφάσεων, με τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναθεώρησης καὶ ἀναδιοργάνωσης μερικῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ἡ ἀγάπη μου καὶ τὸ ἐνδιαφέρον μου γι’ αὐτὸ ποὺ ὑπηρετοῦμε ὅλοι μαζί, τὸ θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου καὶ τὴ δημιουργημένη κοινωνικὴ κατάσταση, μὲ κάνουν νὰ διατυπώσω τὴν ἀγωνία μου γιὰὅσα μὲ περισσότερους ἀπὸ ἐσᾶς κατὰ καιροὺς εἴτε ἐν συνόδῳ εἴτε κατ’ ἰδὶαν ἔχουμε συζητήσει.
Ἐπέλεξα, λοιπὸν νὰ ἑστιάσω τὴν προσοχή μου σὲ μερικὰ σημεῖα, ἐπὶ τῶν ὁποίων θὰ τοποθετηθῶ στὴ συνέχεια, καὶ τὰ ὁποία εἶναι τὰ ἑξῆς:
Α. Ὁἐξοστρακισμὸς τῆς Χριστιανικῆς παραδόσεως καὶἡ κλήση γιὰ μετάνοια
Β. Ἡἀναδόμηση τῆς Ἐνορίας
Γ. ἘκκλησιαστικὴἘκπαίδευση
Δ. Τὰ οἰκονομικά της Ἐκκλησίας
Ε. Σχέσεις Ἐκκλησίας καί Κράτους
ΣΤ. Εὐρωπαϊκὴ προβληματικὴ
Ζ. Ὁ Καταστατικὸς Χάρτης
Α. Ὁ ἐξοστρακισμὸς τῆς Χριστιανικῆς παραδόσεως καὶ ἡ κλήση γιὰ μετάνοια
Πιστεύω ὅτι ὁ ἐξοστρακισμὸς ποὺ ὑφίσταται καὶ στὸν τόπο μας ἡ χριστιανική παράδοση, ἡ ἀπομάκρυνσή μας ἀπ’ αὐτὴν (καὶ μάλιστα ὑπὸ τὴν καθοδήγηση ὑψηλῶν παραγόντων) καὶ ἡ ἀποξένωση τῶν Νεοελλήνων ἀπὸ τὶς χριστιανικὲς καὶ πολιτισμικές μας ρίζες ἔφεραν καὶ φέρνουν πλῆθος στρεβλώσεων σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα ζωῆς.
Ὅσο ἀποθρησκεύεται ὁ κόσμος τόσο ὁ ἄνθρωπος κατεβαίνει χαμηλότερα στὴν ἄβυσσο τῆς ἀδυναμίας νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν ἄλλον, τὸν πλησίον, καὶ νὰ ἀποτελέσουν κοινωνία προσώπων.
Σήμερα γίνεται πολὺς λόγος γιὰ τὴν πνευματικὴ κρίση τῆς πατρίδος μας καὶ τὶς ἄλλες κρίσεις ποὺ φυσικὸ εἶναι νὰ τὴν ἀκολουθοῦν. Εἶναι χειροπιαστὰ πλέον ἡ φυσικὴ ὑποδούλωση, ἡ μοναξιά, τὸ ψεῦδος, ἡ ὑποκρισία, ἡ σκληροκαρδία, ἡ ἀναλγησία, ἡ ἀναισθησία ποὺ γεννᾶ στὶς μεγαλουπόλεις ὁ ἀτομικισμὸς, ἡ γοητεία τοῦ μηδενὸς καὶ τῆς ἀνυπαρξίας, ἡ κάθε λογὴς εἰδωλολατρία καὶ φυσικὰ ἡ αὐτοειδωλοποίηση, ὁ ξεριζωμὸς καὶ ἡ μετάβαση ἀπὸ ἕνα τόπο σὲ ἄλλο, ἡ ἀνεργία, ἡ φτώχεια, ἡ ἀνασφάλεια καὶ ὁ τρόμος.(3)
Ἀκούγεται πανταχόθεν δειλά ἀλλὰ ὅλο καὶ ἐντονότερα, ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀλλάξουμε τρόπο ζωῆς, νὰ ξαναβροῦμε τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἀξίες ποὺ ξεχάσαμε. Στὴν «κουλτουριάρικα» διατυπωμένη αὐτὴ πρόταση μοιάζει νὰ συνηχεῖ ἁρμονικὰ ἡ φωνὴ τοῦ βοῶντος μέσα στὴν ἔρημο Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ: «ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ»! Μετάνοια μᾶς χρειάζεται, δηλαδὴ ἀλλαγὴ τοῦ νοῦ, πού συνεπάγεται ἀλλαγὴ πορείας ζωῆς. Ὄχι ὅμως τυχαῖα, ἀλλὰ μὲ ἀναφορὰ στὸν Διδάσκαλο τῆς οὐσιαστικῆς Μετάνοιας καὶ τῆς Συγγνώμης. Τότε θὰ γίνουν πάλι ὁρατὰ καὶ θὰ ἐπανέλθουν στὴ θέση ποὺ τοὺς πρέπει οἱ Ἀξίες καὶ οἱ Ἀρχές.
Αὐτὴ εἶναι, λοιπόν, ἡ πρώτη μου πρόταση γιὰ ἀναθεώρηση ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ἡ ἔμπρακτη μετάνοιά μας. Ὀφείλουμε νὰἀναγνωρίσουμε ὅτι ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀνθρώπινη πλευρὰ τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλαδὴ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, ὅτι πολλὲς φορὲς ἀστοχήσαμε καὶ ἀστοχοῦμε. Ἑπομένως πρῶτοι ἐμεῖς πρέπει νὰ πρωταγωνιστήσουμε στὸ ἄθλημα τῆς Μετανοίας γιὰ νὰ γίνουμε παράδειγμα στοὺς ἄρχοντες καὶ τὸν λαό μας.
Εἶναι καιρὸς νὰ συνετιστοῦμε, ἀποφεύγοντας τὶς προκλήσεις, θέτοντας ἔλεγχο στὶς πομπώδεις ἐκδηλώσεις καὶ τὶς βυζαντινίζουσες φιέστες, στούς τίτλους καί τίς διακρίσεις ποὺ ξενίζουν τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο. Λιγότερο Βυζάντιο καὶ περισσότερη Ἔρημος εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀναπαύει σήμερα τοὺς πιστούς μας.
Στὴν περίοδο τῆς διχαστικῆς πολυγλωσσίας ὀφείλουμε νὰ μείνουμε πιστοὶ στὴ γλῶσσα τῆς εἰλικρίνειας. Στὴν ἐποχὴ τῆς φαινομενικῆς πραγματικότητας καὶ τῆς ἠθοποιίας χρειάζεται νὰ σπάσουμε μὲ τρόπο σαφῆ τὸ κάτοπτρο τῆς ὑποκρισίας.
Καὶ βέβαια ὑπάρχουν πράγματα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἀλλάξουν. Τί δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλάξει, νὰ ἀναθεωρηθεῖ, νὰ ἀναδομηθεῖ; Ἡ πίστη μας. Ἡ Διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως μᾶς παραδόθηκε γνήσια ἀπὸ τοὺς Ἁγίους καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας χωρὶς προσθήκη ἢἀφαίρεση οὔτε ἑνὸς «γιώτα».
Ἔχουμε καθῆκον ὅμως νὰ ἀναθεωρήσουμε τοὺς τρόπους πού προσεγγίζουμε αὐτὴν τὴν Ἀλήθεια ἀξιοποιώντας τὶς νέες μεθόδους καὶ τὴν ἐξελισσόμενη τεχνογνωσία. Ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας ἡ πληροφορικὴ μὲ τὴν γενικότερη ἔννοια, μολονότι σὲ ἀπρόσεχτα χέρια συσσωρεύει δεινά, ἀξιοποιούμενη γιὰ τὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νὰ γίνει ἐργαλεῖο καὶ σύμμαχος.
Σὲ μία ἐποχὴ ἐπανευαγγελισμοῦ ἰδίως στὸν χῶρο τῆς νεότητας ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἐκμετάλλευσης τῆς τεχνογνωσίας γιὰ τὴν κατήχηση.
Β. Ἡ ἀναδόμηση τῆς Ἐνορίας
Ἡ Ἐνορία ἀποτελεῖ θεανθρώπινο ὀργανισμὸ μὲ πνευματικὴ καὶ δομικὴ διάσταση. Ἐξετάζοντάς την ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη πλευρά, δηλαδή ὡς θεσμικὸ ὀργανισμὸ, καταλήγουμε στὸ συμπέρασμα, ὅτι χρειάζεται καλὴ καὶ σωστὴ διοίκηση γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὸν σκοπὸ της(4). Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σημειώνει με διαυγῆ καθαρότητα: «καθάπερ λιμένας ἐν πελάγει, οὕτω τὰς ἐκκλησίας ἐν ταῖς πόλεσιν ἔπηξεν ὁ Θεὸς, ἵνα ἀπὸ τῆς ζάλης τῶν βιοτικῶν θορύβων ἐνταῦθα καταφεύγοντες, γαλήνης μεγίστης ἀπολαύωμεν. Οὐδὲ γὰρ κυμάτων ἔστιν ἐνταῦθα δεῖσαι τρικυμίαν, οὐ λῃστῶν ἐπιδρομὰς, οὐ κακούργων ἔφοδον, οὐ πνευμάτων βίας, οὐ θηρίων ἐπιβουλάς· λιμὴν γάρ ἐστιν ἁπάντων τούτων ἀπηλλαγμένος, λιμήν ἐστι ψυχῶν πνευματικός. Καὶ τῶν λεγομένων μάρτυρες ὑμεῖς. Εἰ γάρ τις ὑμῶν τὸ συνειδὸς ἀναπτύξειε νῦν, πολλὴν ἔνδον εὑρήσει τὴν ἡσυχίαν· οὐ θυμὸς γὰρ ἐνοχλεῖ, οὐκ ἐπιθυμία φλέγει, οὐ βασκανία τήκει, οὐκ ἀπόνοια φυσᾷ, οὐ κενοδοξίας ἔρως διαφθείρει, ἀλλὰ πάντα ταῦτα κατέσταλται τὰ θηρία…» (Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, M.G. 49, 363).
Εἶναι προφανὲς ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ὑποβαθμίζεται ἢ νὰ παραβλέπεται ἡ πνευματικὴ διάσταση τῆς ἐνοριακῆς ζωῆς. Ἡ ἐνορία, αὐτὸ τὸ κύτταρο τῆς Ἐκκλησίας, λειτουργεῖὄντως ὡς χῶρος, ὅπου «ἀσκοῦμε τὸ ὀρθόδοξο ἦθος ἢ τελοῦμε τὴν μετάνοιά μας»(5).
Ὁ ἄνθρωπος, ὡς κοινωνικὸ ὂν, ἔχει ἔμφυτη τὴν ἀνάγκη νὰ ἀνήκει σὲ κάποιο σύνολο. Αὐτὴ ἡ ἀνάγκη καλύπτεται πλήρως ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅταν αὐτὴ λειτουργεῖ σωστά. Καὶ ἡ Ἐκκλησία λειτουργεῖ σωστά, ἂν λειτουργεῖ σωστὰ ἡ Ἐνορία. Καὶ ἡ Ἐνορία λειτουργεῖ σωστὰ ὅταν λειτουργεῖ ἡ Ἐκκλησία. Ὅταν ἡ Ἐνορία δὲν λειτουργεῖ ὅπως πρέπει καὶ δὲν καλύπτει τὶς πνευματικὲς καὶ κοινωνικὲς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, εἶναι φυσικὸ ἐπακόλουθο αὐτοὶ νὰ ἀναζητήσουν ἄλλα ὑποκατάστατα ἱκανοποίησης τῶν ἀναγκῶν τους σὲ ἄλλες ποικίλες δραστηριότητες. Γεννᾶται, λοιπόν, τὸ ἐρώτημα ἂν ἡ σημερινὴ ἐνορία ὑλοποιεῖ τὸ γνήσιο ἐκκλησιολογικὸ καὶ σωτηριολογικὸ ὅραμα πού καλεῖται νὰ πραγματοποιήσει. Καὶ διερωτᾶται εὔλογα κάποιος ἐὰν ἡ Ἐνορία σήμερα ὄντως παρέχει στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο ἐκεῖνα ποὺ αὐτὸς ζητάει, ἐὰν τοῦ καλύπτει τὶς πνευματικές του ἀναζητήσεις. Ἐὰν τοῦ προσφέρει τὴν αἴσθηση τῆς κοινότητος, ποὺ τόσο ἔχει ἀνάγκη, ἐὰν τὸν ἀπεγκλωβίζει καὶ τὸν ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὸν «παλαιὸ» ἄνθρωπο, τὸν ὑπόδουλο στὰ πάθη καὶ στὴν ἁμαρτία.
Αἰσθάνεται, ἄραγε ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ζωντανή τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα του; Συμμετέχει συνειδητὰ στὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας; Θεωρεῖ τὴν Ἐνορία ὡς καταφύγιό του; Ἐπικρατεῖ ἀγάπη, κατανόηση, συμπαράσταση, πραγματικὸ ἐνδιαφέρον μεταξὺ τῶν ἐνοριτῶν; Ἐντέλει ἡ Ἐνορία ὡς ἐκκλησιαστικὴ μονάδα μετουσιώνει καὶ ἀφομοιώνει τὸν κόσμο ἢ ἀφομοιώνεται ἀπὸ αὐτόν(6);
Ἡ Ἐνορία ὡς εὐχαριστιακὴ «ἐπὶ τὸ αὐτό» σύναξις τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος, περνᾶ σήμερα κρίση. Ἡ κρίσις συνίσταται πρώτιστα, στὴν ἀδυναμία τῆς σύγχρονης Ἐνορίας (ἐκτὸς εὐλογημένων φωτεινῶν ἐξαιρέσεων) νὰ λειτουργεῖ ὡς κοινωνία καὶ ἕνωσις προσώπων ἐν Χριστῷ, ὡς ἕνωσις Κυριακοῦ σώματος, ὡς εὐχαριστιακὴ σύναξις ποὺ μεταμορφώνεται καὶ μεταμορφώνει τὸν κόσμο, ὡς οἰκογένεια Θεοῦ, στὴν ὁποία ὁ χωρισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ ἄνθρωπος ἀποκαθίσταται καὶ ἐπαναπατρίζεται.
Ἡ Ἐνορία, βεβαίως, λειτουργεῖ καὶ συμπεριφέρεται σάν ἕνας ἀνθρώπινος ὀργανισμός, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει καὶ νὰ ὑποδηλώνει τὴν παραθεώρηση τῆς πνευματικῆς της ὑπόστασης. Ἡ Ἐνορία, παρόλο ποὺ ὡς ἐκκλησιαστικὸς θεσμὸς διέπεται ἀπὸ σχετικὴ νομοθεσία γιὰ νὰ ἔχει τὴ δυνατότητα ἀποτελεσματικῆς λειτουργίας μέσα στὸ εὐρύτερο κοινωνικὸ πλαίσιο, δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ νομικὸ κατασκεύασμα. Γιατί, οὐσιαστικά, ὁ θεολογικὸς σκοπὸς τῆς Ἐνορίας εἶναι νὰ ἐμπνεύσει στὸν πιστὸ τὸ ἀληθινὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ γίνει αὐτὸς ἐκούσιαοὐσιαστικὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν ἕνωσή του μὲ τὸ Θεό.
Ἐξετάζοντας λοιπὸν τὴν Ἐνορία ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη πλευρά της, διαπιστώνουμε ὅτι γιὰ νὰ λειτουργήσει αὐτὴ σωστὰ καὶ ἀποτελεσματικὰ εἶναι ἀπαραίτητο καὶ ἐπιβεβλημένο νὰ κινεῖται μέσα σὲ ἕνα πλαίσιο, τὸ ὁποῖο νὰ διέπεται ἀπὸ νόμους καὶ κανόνες, ἀπὸ δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις, να λαμβάνει ἀποφάσεις, νὰ προγραμματίζει, νὰ ὀργανώνει, νὰ διευθύνει, νὰ ἀσκεῖ ἔλεγχο.
Δὲν πρέπει νὰ διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας, ἐπίσης, ἡ ποικιλομορφία τῆς ἐνοριακῆς πραγματικότητας. Ὑπάρχουν Ἐνορίες ἐγκαταλελειμμένων περιοχῶν, μικρῶν χωριῶν, κωμοπόλεων καὶ μεγαλουπόλεων. Ἡ πολύχρονη διακονία μου μοῦ ἔδωσε τὴν δυνατότητα τῆς ἐμπειρίας ὅλων αὐτῶν τῶν περιπτώσεων. Τὰ πράγματα καὶ οἱ οἰκονομικὲς συγκυρίες μᾶς ὑποχρεώνουν νὰ κάνουμε κάτι ποὺ ἀμελήσαμε μέχρι σήμερα. Νὰ ἀποκτήσουμε, δηλαδή, σαφῆ εἰκόνα τοῦ ἀριθμοῦ τῶν Ἐνοριῶν μας. Νὰ γνωρίζουμε, ἐπίσης, τὸν ἀκριβῆ ἀριθμὸ τῶν ἐν λειτουργίᾳ κληρικῶν μας καί τὶς ὑποχρεώσεις καὶ τὰ διακονήματά τους.
Ἤδη συνεστήθη στὴν Ἱερὰ Σύνοδο Ἐπιτροπὴ ἡ ὁποία θὰ ἑτοιμάσει πλήρη ἀπεικόνιση τῶν ἐνοριῶν καὶ τῶν ἐφημερίων. Χρέος μας εἶναι νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ θέμα αὐτὸ καὶ νὰ σκεφτοῦμε πῶς θὰ διαχειριστοῦμε προβλήματα καὶ ἀνισότητες ὅπως ἡ ὕπαρξη πτωχῶν καὶ πλουσίων Ἐνοριῶν, ἀλλὰ καὶ πτωχῶν καὶ πλουσίων ἱερέων.
Δὲν γνωρίζω τί γίνεται μὲ τὶς ἐνορίες τῶν Μεγαλουπόλεων ἀνὰ τὴν ἐπικράτεια. Ἡ πόλις ὅμως τῶν Ἀθηνῶν δυστυχῶς δὲν εἶναι δυνατὸν πιά νὰ διαποιμανθεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Χρειάζεται, ἑπομένως μία τολμηρὴ ἀναδιαρθρωτικὴ παρέμβαση μέσα στό πλαίσιο πάντοτε τῆς παράδοσης καὶ τῶν ἱερῶν Κανόνων.
Ψυχὴ τῆς Ἐνορίας εἶναι ὁ ἱερέας, ὁ ὁποῖος πολὺ ἐπιτυχημένα καλεῖται πατέρας. Ἀναμφισβήτητα ὑπάρχουν ἱερεῖς ἀξιόλογοι, ὁ καθένας μὲ τὰ δικά του χαρίσματα καὶ τὸν ἀγῶνα του. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλοι πολλοὶ ποὺ χρειάζονται κατάρτιση, βοήθεια στὴ διακονία τους καί συμπαράσταση στὰ προβλήματά τους. Άλλά ὑπάρχουν καὶ οἱ ἱερεῖς τῆς «τηλεποιμαντορίας», οἱ «λειτουργοί» της Κυριακῆς.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι σὲ κάθε Μητρόπολη ὁ Μητροπολίτης κάνει ὅ,τι μπορεῖ γιὰ τὴν κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο ὑποστήριξη καὶ ἀξιοποίηση τῶν κληρικῶν του (συναντήσεις, συνάξεις, συνέδρια κλπ), ἀσχολεῖται μὲ ὅλα τὰ ἀναφυόμενα προβλήματα καὶ εἶναι εὐλογημένη ἡ ἐπικοινωνία καὶ ὁ προσωπικὸς σύνδεσμος ἐπισκόπου καὶ ἱερέως, ὡς πατέρα μὲ τὸ παιδί του.
Ἡ ἐπίγνωση καὶἡ προσπάθεια ἀνταπόκρισής μας στὶς σύγχρονες ἀπαιτήσεις γιὰ μία δυναμικὴ «ποιμαντικὴ τῶν ποιμένων» στὴν Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν ὁδήγησε στή σύσταση τοῦ «Ἱδρύματος Ποιμαντικῆς Ἐπιμορφώσεως», τὸ ὁποῖο κατὰ τὸν χρόνο αὐτὸ θὰ λειτουργήσει μὲ καινούρια ἐπιμορφωτικὰ προγράμματα. Ἤδη τό ἐκπαιδευτικὸ πρόγραμμα γιὰ ὁλόκληρο τὸ τρέχον ἀκαδημαϊκὸ –ἐκκλησιαστικὸ ἔτος ἔχει ἀναρτηθεῖ στὸ διαδίκτυο γιὰ ὅσους ἐνδιαφέρονται. Στόχος τοῦ «Ἱδρύματος» εἶναι, ἐπίσης, νὰ ἀποκτήσει τὶς προϋποθέσεις γιὰ νὰ ἐνταχθεῖ στὰ προγράμματα τῆς «Διὰ βίου ἐπιμόρφωσης» πρᾶγμα ποὺ θὰ μπορέσουν νὰ ἀκολουθήσουν καὶ ἄλλες Μητροπόλεις μόνες ἢ σὲ συνεργασία μὲ ἄλλες.
Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, καὶἐπειδὴ γίνονται καὶ πάλι συζητήσεις γιὰ τὴ μισθοδοσία τοῦ κλήρου, ἀνοίγω μία παρένθεση γιὰ νὰ ὑπενθυμίσω τὴν συμβατικὴ ὑποχρέωση τῆς Πολιτείας ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Δ’ Ἐθνικὴ Συνέλευση τοῦ Ἄργους καὶ Νομοθετεῖται μὲ τά ὑπ’ ἄρθ. 25 Σεπτεμβρίου /7 Ὀκτωβρίου 1833, 13 Ὀκτωβρίου 1834, 13 Ἰουνίου 1838 καὶ 29 Ἀπριλίου 1843 Διατάγματα τοῦ βασιλέως Ὄθωνος.
Γ. Ἐκκλησιαστικὴ Ἐκπαίδευση.
Μία πτυχὴ τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ποὺ σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὰ προηγούμενα εἶναι τὸ θέμα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐκπαιδεύσεως, τό ὁποῖο ξεκίνησε στραβὰ ἀπὸ τὴν ἀνασύσταση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους καὶ συνέχισε νὰ λειτουργεῖ ἔτσι μέσα στό πλαίσιο τοῦ καθεστῶτος τῆς νομῳ κρατούσης Πολιτείας. Ὁπωσδήποτε αὐτὸ εἶναι ἕνας συμβατικὸς ὅρος μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, τῆς τελευταίας ὑποχρεουμένης νὰ καλύπτει τὶς ἀπαιτούμενες οἰκονομικὲς δαπάνες.
Σήμερα, ὅμως, κάτω ἀπὸ τὶς καινούριες συνθῆκες, τὸ ὅλο θέμα πρέπει νὰ ἐπανεκτιμηθεῖ. Θὰ ἦταν ἄραγε λογικὸ ἡ Ἐκκλησία νὰ ἐκπαιδεύει τοὺς σπουδαστὲς τῆς Σχολῆς Εὐελπίδων, τῶν Ναυτικῶν Δοκίμων ἢ τῆς Ἀστυνομίας; Τότε, ὅμως, πῶς ἡ ἐκπαίδευση τῶν στελεχῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀνατίθεται στὴν εὐθύνη ἀλλότριων χώρων καὶ μάλιστα στὴν ἐποχή μας;
Χρειάζεται καὶ ἐδῶ ρεαλιστικὴ σκέψη. Ἀπαιτοῦνται κινήσεις μὲ σύνεση καὶ μέθοδο. Καὶ πρὶν ὅ,τι ἄλλο πρέπει ἡ Ἱεραρχία νὰ σκεφτεῖ καὶ νὰ ἀποφασίσει πῶς θέλει τὸν ἱερέα στὴν Ἑλλάδα τοῦ 2025 ἢ τοῦ 2030;
Ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ θὰ δώσει καὶ τὸν γνώμονα τῆς πορείας μας.
Στὴν παροῦσα στιγμή, ἔχει νόημα ἡ ἐφαρμογὴ μίας «ἐμβαλωματικῆς» λύσης, δηλαδὴ ἡ συνέχιση τῆς λειτουργίας τῶν σχολείων σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα με τούς λίγους μαθητές καί τίς πολλές δαπάνες. Ἐν τῷ μεταξὺ πρέπει νὰ ὀργανώνεται πρὸς ἐφαρμογὴ ἡ ἄλλη, ἡ οὐσιαστικὴ λύση. Δὲν χρειάζεται ἁπλῶς σχολεῖο, ἀλλὰ σχολεῖα μὲ προοπτικὴ. Ὄχι ὅμως σχεδιασμένα στὸ γόνατο, ἀλλὰ μὲ μελέτη καὶ πρόβλεψη γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ποιμαντικῶν θεμάτων πού μᾶς φέρνουν τὰ χρόνια ποὺ ἔρχονται.
Ἀγαπητὸς ἀδελφὸς Ἀρχιερεὺς παραπονέθηκε γιατί ἐνῷ αὐτὸς ἦταν ἁρμόδιος γιὰ τὴν Παιδεία κατὰ κάποιον τρόπον παραγκωνίστηκε, ἀφοῦ ἐπιτροπὲς ἄλλες ἀναμείχθηκαν σὲ θέματα σχετικά. Ἔχει δίκιο. Πρέπει, ὅμως, νὰ κατανοήσετε ὅτι τὰ θέματα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐκπαιδεύσεως καί ἰδιαίτερα αὐτὰ τῶν Ἀνωτάτων Ἀκαδημιῶν χρειάστηκαν καὶ χρειάζονται πολὺ χρόνο καὶ συσκέψεις ἐπὶ συσκέψεων καὶ ἡ παρουσία περισσότερων συνοδικῶν ἀδελφῶν ἦταν καὶ εἶναι ἀπαραίτητη.
Ὡς πρὸς αὐτὴν τὴν πλευρά, θὰ παρακαλέσω τὸν Σεβασμιώτατο Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ κ. Δανιὴλ καὶ ὅσους συμμετεῖχαν σὲ αὐτὲς τὶς συζητήσεις νὰ ἐνημερώσουν ἂν χρειαστεῖ τὸ Σῶμα τῆς Ἱεραρχίας.
Δ. Τὰ οἰκονομικά της Ἐκκλησίας
Ἕνα ἄλλο ζήτημα φλέγον, ἐπίκαιρο καὶ σημαντικὸ ἀφορᾶ τὰ οἰκονομικά τῆς Ἐκκλησίας.
Δὲν θὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὶς ἐπιθέσεις, τὶς συκοφαντίες ἐκείνων ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία κρύβει μὲ σκληροκαρδία τοὺς θησαυρούς της στὰ σεντούκια, διότι τὰ ἴδια τὰ γεγονότα θὰ πείσουν τοὺς καλοπροαίρετους γιὰ τὴν ἀλήθεια. Ὅσο γιὰ τοὺς κακοπροαίρετους ἰσχύει τὸ εὐαγγελικὸν «εἰ Μωυσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐὰν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται». (Λουκ. 16, 31).
Σχετικὰ μὲ τὴ διαχείριση τῶν οἰκονομικῶν της Ἐκκλησίας μποροῦμε νὰ διακρίνουμε πέντε περιόδους:
1. Περίοδος τοῦ ἀγῶνος τῆς παλιγγενεσίας καὶ τῆς προσφορᾶς πρὸς τὸν λαὸ κατὰ τὸ πνεῦμα τῆς Δ’ Ἐθνικῆς Συνελεύσεως τοῦ Ἄργους.
2. Περίοδος τῶν γενικῶν Ἀπαλλοτριώσεων (1930) καὶ τῆς Συμβάσεως Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας (1952).
3. Περίοδος τῆς ἐκποιήσεως ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας γιὰ τήν συντήρηση καὶ κάλυψη δαπανῶν λειτουργίας ὡς καὶ ἀξιοποίησης ἀκινήτων κυρίως εἰς διαμερίσματα καὶ μετοχές.
4. Σημερινὴ κατάσταση
5. Τὸ αὔριο
Γιὰ τὴν οἰκονομία τοῦ χρόνου δὲν θὰ ἀναφερθῶ στὶς τρεῖς πρῶτες περιόδους.
Ἡ Διεθνής οἰκονομικὴ ὕφεση καὶ ἡ οἰκονομικὴ κρίση τῆς πατρίδος μας ἀσφαλῶς ἔχει ἐπιπτώσεις καὶ στὸν οἰκονομικὸ τομέα τῆς Ἐκκλησίας γενικότερα καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Κεντρικοῦ Ὀργανισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας (ΕΚΥΟ).
Ἤδη στὴν παρελθοῦσα Διαρκῆ Ἱερὰ Σύνοδο ἀνακοίνωσα, καὶ ἔγινε ἀποδεκτὸ, ὅτι τὰ οἰκονομικὰ στοιχεῖα τοῦ Κεντρικοῦ Ὀργανισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας (ΕΚΥΟ) δὲν θὰ εἶναι ἑπτασφράγιστο μυστικὸ καὶ ὅτι ὄχι μόνο τὰ μέλη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνα τῆς Ἱεραρχίας θὰ ἔχουν πλήρη εἰκόνα τῶν οἰκονομικῶν, ὅπως καὶ κάθε ἁρμόδιος δημόσια ὑπηρεσία.
Ἡ κίνηση τοῦ Γενικοῦ Οἰκονομικοῦ ὀργανισμοῦ τὴν Ἐκκλησίας (ΕΚΥΟ) τοῦ ἔτους 2010 ἔχει ὡς ἑξῆς:
ΕΙΣΠΡΑΞΕΙΣ 2010
ΕΝΟΙΚΙΑ
9. 177. 841,21
ΤΟΚΟΙ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ -ΔΙΑΘΕΣΙΜΩΝ
714. 521,53
ΑΔΕΙΕΣ ΝΑΟΔΟΜΙΑΣ
11. 870,00
ΕΝΣΗΜΑ ΓΑΜΟΥ
53. 368,45
ΜΕΡΙΣΜΑΤΑ ΜΕΤΟΧΩΝ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
35. 328,96
ΔΙΑΦΟΡΑ (ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝΤΩΝ, ΚΑΤΑΠΤΩΣΗ ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ, ΤΕΥΧΗ ΔΗΜΟΠΡΑΤΗΣΗΣ κ.λ.π.
46. 046,75
ΣΥΝΟΛΟΝ
10. 038. 976,90
ΠΛΗΡΩΜΕΣ 2010
ΠΑΓΙΑ (ΣΚΕΥΗ, ΕΠΙΠΛΑ, Η/Υ, ΛΟΙΠΟΣ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ)
46. 828,37
ΕΠΙΣΚΕΥΕΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ
310. 721,01
ΔΟΣΕΙΣ ΔΑΝΕΙΩΝ
3. 476. 511,87
ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΛΟΓΙΣΜΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ Η/Υ
105. 046,50
ΑΜΟΙΒΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ
3. 580. 440,66
ΑΜΟΙΒΕΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΕΡΓΟΥ
818. 800,10
ΠΑΡΟΧΕΣ ΠΡΟΣ ΚΟΙΝΟΦ. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ (ΔΕΗ, ΟΤΕ κ.λ.π.)
808. 281,23
ΦΟΡΟΙ - ΤΕΛΗ
1. 184. 769,28
ΧΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ Α.Ε.
320. 666,84
ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΕΙΣ (ΕΚΚΛ. ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ, Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ, Ι. ΜΟΝΩΝ)
4. 700. 018,74
ΥΠΟΤΡΟΦΙΕΣ
546. 210,00
ΔΙΑΦΟΡΑ (ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΤΑ, ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ, ΛΟΙΠΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ)
161. 573,54
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΑ
95. 497,87
ΕΞΟΔΑ ΠΡΟΒΟΛΗΣ (ΣΥΝΕΔΡΙΑ, ΦΙΛΟΞΕΝΙΕΣ, ΔΩΡΑ)
194. 228,37
ΣΥΝΔΡΟΜΕΣ, ΓΡΑΦΙΚΗ ΥΛΗ, ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
152. 892,89
ΚΑΥΣΙΜΑ, ΥΛΙΚΑ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ, ΕΙΔΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ
93. 591,31
ΣΥΝΟΛΟΝ
16. 596. 078,58
Σημείωσις: Ἡ Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν καὶ οἱ Ἱερὲς Μητροπόλεις τῆς χώρας διέθεσαν τὸἔτος 2010 σὲ Ἱδρύματα καὶ εὐπαθεῖς ὁμάδες: 96. 234. 510,47 εὐρὼ.
Ἡ Ἐκκλησία ποτὲ δὲν ἔθεσε καὶ δὲν θέτει στὴ ζωὴ της ὡς πρῶτο θέμα τὰ οἰκονομικά της γιατί ὁ Θεῖος Αὐτῆς Ἱδρυτὴς ὑπεσχέθη ὅτι «ἂν οἱ ἀποτελοῦντες αὐτὴν, καὶ δὴ ἡ ἡγεσία της, ἐμφοροῦνται εἰς πάσας τάς ἐνεργείας των καὶ ἐκδηλώσεις των διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὰ οἰκονομικά μέσα προστεθήσεται αὐτοῖς».
Κανεὶς δὲν θέλει ἡ Ἐκκλησία νὰ μὴν εἶναι καθαρῶς πνευματικὸ καθίδρυμα. Ὅμως εἶναι ἀναγκαῖο νὰ δώσουμε σὲ Αὐτὴν τὰ ὑλικὰ μέσα γιά νὰ πραγματοποιήσει τὸν πνευματικὸ καὶ σωτήριο γιὰ τὸν ἄνθρωπο προορισμό της. Γιὰ τοῦτο καὶ ἐμεῖς δὲν θὰ πρέπει νὰ ἐπιδοθοῦμε στὸ ἔργο τῆς ἀξιοποιήσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας μὲ σκοπὸ νὰ ἐξελιχθεῖ ἡ Ἐκκλησία σε πανίσχυρο οἰκονομικὸ ὀργανισμό. Διακαὴς πόθος μας εἶναι νὰ μετουσιωθεῖ ἡ ὕλη σὲ πνευματικὸ ἔργο. Ἡ περιουσία τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ πάρει πνευματικὴ ἀξία.
Ὑπὸ τὸν θόρυβο γιὰ τὴν δῆθεν ἀμύθητη περιουσία τῆς Ἐκκλησίας θεώρησα χρήσιμη μία συνάντηση μὲ τὸν ἁρμόδιο ὑπουργὸ καὶ τοῦ ἐξήγησα ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ περιουσία δὲν εἶναι ἕνας ἑνιαῖος κορβανὰς, ὅπως συνήθως θεωρεῖται ἀλλὰ περιουσίες περισσότερων ἀπὸ δέκα χιλιάδες νομικῶν προσώπων, ὅπως Μητροπόλεις, Μοναστήρια, Ναοί, Ἱδρύματα κ.ἅ. ποὺ λειτουργοῦν ὡς Ν.Π.Δ.Δ., μὲ τὰ συμβούλιά τους καὶ καταβάλλουν ὅλους τοὺς φόρους ποὺ ἐπιβάλλει τὸ Κράτος, παρὰ τὰ ὅσα μερικοὶ κακοπροαίρετα ὑποστηρίζουν.
Ἀκόμη τοῦ εἶπα ὅτι γιὰ τόν θόρυβο ἀφορμὴ δίνει καὶ ἡ καθυστέρηση τοῦ περίφημου Ἐθνικοῦ Κτηματολογίου. Τοῦ πρότεινα νὰ συνταχθεῖ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Κτηματολόγιο καὶ μάλιστα κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπο: νὰ γίνει τὸ κτηματολόγιο τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν καὶ πάνω στὴ βάση αὐτὴ, χωρὶς ἐπιπλέον ἔξοδα, νὰ συνδεθεῖ τὸ κτηματολόγιο κάθε Ἱερᾶς Μητροπόλεως. Τὸ πρόγραμμα αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμπεριληφθεῖ στὶς δαπάνες τοῦ ΕΣΠΑ.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ κάθε νομικὸ πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας θὰ ἔχει σαφῆ εἰκόνα τῆςπεριουσίας του καὶ τὴν ὑπευθυνότητα γιὰ τὴν διαχείρισή της.
Θὰ ἐπαναλάβω πάλι αὐτὰ ποὺ εἶπα πρὸ δύο ετῶν σ’ αὐτὴν τὴν αἴθουσα. Σκοπὸς τῆς διαχειρίσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας εἶναι ἡ κάλυψη τῶν λειτουργικῶν ἀναγκῶν της Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ τῶν ἀναγκῶν τοῦ λαοῦ μας καὶ μάλιστα ἐκείνων ποὺ συνιστοῦν τὶς πιὸ εὐπαθεῖς τάξεις δημιουργώντας καὶ ἐνισχύοντας ἕνα εὐρὺ δίκτυο προνοιακῶν ἔργων.
Ε. Σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Κράτους
Μία ἄλλη πτυχὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου ποὺ πρέπει νὰ μᾶς προβληματίσει ἀφορᾶ τὶς σχέσεις Κράτους καὶ Ἐκκλησίας. Ὁ Καποδίστριας, -θὰ τὸ ἐπαναλάβω καὶ πάλι-, ὅταν ὅρισε τὰ Ὑπουργεῖα, θεώρησε ὅτι τὸ Ὑπουργεῖο τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημόσιας Ἐκπαίδευσης πρέπει νὰ ἀγκαλιάζει ἑνιαῖα τοὺς δύο αὐτοὺς σημαντικοὺς φορεῖς. Ὁἴδιος συμφωνεῖ χαρακτηριστικὰ: «κατεστήσαμεν τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καὶ τῆς Δημοσίου Ἐκπαιδεύσεως Γραμματείαν, θεωροῦντες τάς δύο ταύτας ὑπηρεσίας ἀχωρίστους, ὡς μίαν ἐχούσας ἀρχήν, τὸν Πατέρα τῶν φώτων καὶ πρὸς ἕνα συντρεχούσας σκοπόν, τὴν ἠθικὴν τῶν πολιτῶν διαμόρφωσιν, ἤτις εἶναι ἡ βάσις τῆς κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς του ἔθνους ἐπανορθώσεως» (Ἰωάννης Καποδίστριας) (7).
Πολλοὶ ἀπό μας θὰ ἐνθυμούμεθα ὅτι παλαιότερα στὴν Κοινότητα ἢ στὸν Δῆμο ὑπῆρχαν στὸ ἴδιο περιβάλλον ἡ Ἐκκλησία, τὸ Σχολεῖο καὶ ὁ Δῆμος. Τοῦτο φαίνεται ὁλοκάθαρα, γιὰ παράδειγμα, στὴν πόλη τῆς Ἀρναίας. Στὴν ἐποχή μας ἄλλαξαν τὰ πράγματα. Ὄχι μόνον δὲν ὑπάρχει διάθεση γιὰ γειτνίαση ἀλλὰ μᾶλλον τὸ ἄκρως ἀντίθετο ἰσχύει.
Ὅμως καὶ ὁ ἐκκλησιαστικός μας χῶρος πρέπει νὰ ἀντικρύσει ψύχραιμα τὴν πραγματικότητα. Ἡ παλαιὰ τοπικὴ κοινότητα δὲν ἔχει τὰ αὐτὰ ὅρια μὲ τὴν σημερινὴ ἐνορία καὶ ἡ σημερινὴ κοινωνία δὲν συμπίπτει μὲ τὰ ὅρια τῆς σημερινῆς Ἐκκλησίας.
Ὑπὸ τὸ κράτος αὐτῆς τῆς πραγματικότητος ἀκούγονται ἀπόψεις περὶ χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Βεβαίως λησμονεῖται πολλὲς φορὲς, ὅτι τοῦτο τὸ γένος ἔζησε, συντηρήθηκε καί ἀπελευθερώθηκε χάρη σ’ αὐτὴ του τὴν παράδοση, χάρη σὲ αὐτὸ τὸ σύνδεσμο.
Πρέπει νὰ καταστεῖ σαφές ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μὲ ἐπίγνωση τῆς ἱστορικῆς εὐθύνης, δὲν θὰ ἐπιδιώξει τέτοια ἐνέργεια καί ἂν ἡ Πολιτεία τὸ θελήσει θὰ πρέπει νὰ ἀναλογιστεῖ τὸ κόστος καὶ νὰ ἀναλάβει τὶς εὐθύνες της.
Ἄλλοι κάνουν λόγο γιὰ διακριτοὺς ρόλους, καὶ εἰσηγοῦνται ὁ κάθε φορέας νὰ φροντίζει τὰ τοῦ οἴκου του. Καὶ τοῦτο εἶναι ἀσαφές. Τί σημαίνει οἶκος; Ποιὲς εἶναι οἱ ρίζες του καὶ τὰ κλαδιά του; Ἄραγε ὁ «οἶκος» μας μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ εἶναι ἐγκλωβισμένος ἢ ἀποκλεισμένος; Δὲν ἔχει λόγο γιὰ τὴ διαμόρφωση τοῦ χαρακτῆρα τοῦ Ἕλληνα πολίτη, γιὰ τὴ θρησκευτικὴ ἢ τὴ γενικότερη ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν μας, γιὰ τὴν παράδοσή μας, τὴ γλῶσσα μας, τὴν ἱστορία μας καὶ τόσα ἄλλα οὐσιώδη τοῦ βίου μας;
Ἡ σύγχρονη πραγματικότητα ἐπιτάσσει νὰἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ στερεότυπες, ἰδεολογικὰ φορτισμένες καὶ ἄνευ οὐσιαστικοῦ περιεχομένου πολωτικὲς διατυπώσεις καὶ νὰἀναζητήσουμε τρόπους συνεργασίας, βασισμένους σὲ εἰδικὲς σχέσεις. Μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικό, πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια μία πολυμελῆς ἐπιτροπὴ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας ἀσχολήθηκε πολὺ καιρὸ μὲ τὴ διαμόρφωση μίας πρότασης, ἡ ὁποία ὅμως δὲν προωθήθηκε γιὰ λόγους πρακτικοὺς ἀλλὰ καὶ λόγῳ νομικῶν δυσκολιῶν.
Στὴ χώρα μας ὑπάρχουν δύο εἰδῶν νομικὰ πρόσωπα. Νομικὰ Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου καὶ Νομικὰ Πρόσωπα Ἰδιωτικοῦ Δικαίου. Ἡ ἐν λόγῳ νέα πρόταση ἦταν νὰ δημιουργηθεῖ καὶ ἕνα τρίτο Νομικὸ Πρόσωπο (sui geneneris) μὲ καθορισμένο πλαίσιο.
Ἡ πληθώρα τῶν σημερινῶν προβλημάτων καὶ ἡ πρόθεση διαφόρων παραγόντων νὰ τὰ ἐκμεταλλευτοῦν ὁδήγησαν στὴ δημιουργία, μὲ Πρωθυπουργικὴ ἀπόφαση δημοσιευμένη στὸ ΦΕΚ, μιᾶς μεικτῆς Ἐπιτροπῆς μὲ θεσμικὰ πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Πολιτείας, γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση παρουσιαζομένων αἰχμῶν καὶ προβλημάτων στὶς σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας. Στὶς συνεδρίες αὐτῆς τῆς Ἐπιτροπῆς μποροῦν νὰ κληθοῦν καὶ ἄλλα πρόσωπα ποὺ μποροῦν νὰ ἐνισχύσουν τὸν προβληματισμὸ καὶ τὶς πιθανὲς λύσεις μὲ τὶς γνώσεις τους ἢ τὴν ἁρμοδιότητά τους στὰ συζητούμενα θέματα.
Αὐτὴ ἡ προσπάθεια, κατὰ τὴν ἄποψή μου, πρέπει νὰ ἐνισχυθεῖ καὶ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο της. Ἐξάλλου ἀνάμεσά μας ὑπάρχουν ἀδελφοὶ ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν περισσότερα ἐπὶ τοῦ θέματος.
ΣΤ. Εὐρωπαϊκὴ Προβληματική.
Ἕνα ἀκόμη θέμα τὸ ὁποῖο εἶναι δυνατὸν νὰ συμβάλλει καθοριστικὰ στὴν ἀποσυμφόρηση τῆς σημερινῆς κοινωνικῆς ἀναταραχῆς εἶναι αὐτὸτῆς εὐρωπαϊκῆς προοπτικῆς τῆς πατρίδος μας. Πολλὴ μελάνη ἔχει χυθεῖ γιὰ νὰ σκιαγραφηθεῖ ἡ πολιτικὴ διάσταση τῆς Εὐρώπης, οἱ κοινὲς ἀξίες καὶ οἱ χριστιανικὲς ρίζες της. Ὁ ἑλληνοχριστιανικὸς πολιτισμός, τὸ ρωμαϊκὸ δίκαιο καὶ ἡ ἀρχαία φιλοσοφικὴ σκέψη ἀποτελοῦν τοὺς τρεῖς πυλῶνες, τὴν ἀρραγῆ βάση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ οἰκοδομήματος τῶν ὁραματιστῶν τῆς ἑνωμένης Εὐρώπης, δηλαδὴ τῶν «πατέρων» της ὅπως ὁ Shuman, ὁ Adenaouer, ὁ De Gaul καὶ ἄλλοι. Ἡ οἰκονομικὴ ἕνωσις ἀποτελεῖ ὅμως σήμερα μία πραγματικότητα. Τί γίνεται ὅμως μὲ τὴν πολιτικὴ ἑνοποίηση, τὴν εὐρωπαϊκὴ συνοχή, τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ὁράματος γιὰ μία κοινωνία εἰρήνης, εὐημερίας καὶ ἀνάπτυξης;
Ἂς μὴ λησμονήσουμε ἐπίσης, τὸ νέο εὐρωπαϊκὸ Σύνταγμα, ὅπου στὸ γνωστὸ ἄρθρο 16, δίνει τὴ δυνατότητα διαλόγου. Ἀναγνωρίζει τὸν ρόλο καὶ τὴ συμβολὴ τῶν Ἐκκλησιῶν στὴν πορεία τῆς γηραιᾶς Ἠπείρου καὶ στὴ διαμόρφωση τῆς σημερινῆς μορφῆς της.
Θεωροῦμε λοιπόν ἰδιαιτέρως σημαντικὸ νὰ παρέμβουμε ὡς Ἐκκλησία πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση. Προτείνω τὴν ἀποστολὴ ἐπιστολῶν τῆς ἱεραρχίας πρὸς τὰ εὐρωπαϊκὰ θεσμικὰ ὄργανα (Εὐρωπαϊκὸ Κοινοβούλιο, Εὐρωπαϊκὴ Ἐπιτροπή, Συμβούλιο τῆς Εὐρώπης) μὲ σκοπὸ νὰ τονιστοῦν ἡ ἀνάγκη ἀλληλεγγύης, ἡ μὴ ἐγκατάλειψη τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ὁράματος καὶ ἡ ἐπιτακτικὴ πλέον ἀνάγκη ἡ μετατροπή τῆς οἰκονομικὴς ἑνώσεως σὲ ἀμιγῶς πολιτική. Δὲν μπορεῖ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο νὰ ἀποτελεῖ ἀναλώσιμο ἀντικείμενο. Ἐπιμένω ὅτι ἡ κρίσις αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει τὴν ἀπαρχὴ γιὰ μία καλύτερη καὶ πιὸ ἀνθρώπινη Εὐρώπη ποὺ δὲν θὰ ἀσχολεῖται μόνο μὲ νούμερα καὶὁμόλογα ἀλλὰ θὰ σέβεται τὶς ἀνθρώπινες ἀξίες μὲ γνώμονα τοὺς τρεῖς παραπάνω θεμελιώδεις πυλῶνες.
Ζ. Καταστατικὸς Χάρτης
Ὁ προβληματισμὸς σχετικὰ μὲ τὴν ἀναθεώρηση καὶ ἀναδιοργάνωση ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων δὲν θὰ μποροῦσε νὰ παραβλέψει τὸ ζήτημα τοῦ καταστατικοῦ Χάρτη.
Ὁ Καταστατικός μας Χάρτης εἶναι ἀπὸ τοὺς καλύτερους ποὺ ὑπάρχουν καὶ ὑπῆρξαν ποτέ. Ἡ παρέλευσις ὅμως σαράντα καὶ πλέον χρόνων ἀπὸ τῆς δημοσιεύσεώς του καὶ ἡ ἀδράνειά μας νὰ ἀξιοποιήσουμε πολλὲς ἀπὸ τίς προβλέψεις του ἀπαιτοῦν νὰ ἀσχοληθοῦμε καὶ μὲ θέματα ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ ἔχουν προκύψει, ὅπως εἶναι τὰ περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Δικαιοσύνης καὶ ἄλλα. Ὅμως ἐπὶ τοῦ παρόντος δὲν εἶναι σκόπιμο νὰἐπιμείνω σὲ περισσότερες λεπτομέρειες.
Ὁλοκληρώνοντας θὰ ἤθελα νὰ σᾶς εὐχαριστήσω, διότι κατὰ τὴν συνεργασία μας εἴτε στὸ πλαίσιο τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου εἴτε τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας εἴτε στὶς προσωπικές μας ἐπικοινωνίες, μοῦ δίνετε τὴ δυνατότητα καὶ τὸ κουράγιο νὰ σκέπτομαι, ὅτι μποροῦμε νὰ προχωρήσουμε τὸ ἔργο τῆς Διακονίας πού μᾶς ἐμπιστεύθηκε ὁ Ἱδρυτὴς τοῦ Ἀμπελῶνος ποὺὑπηρετοῦμε.
Βεβαιως, θά ὑπάρχουν καὶ κάποιοι ἀδελφοὶ ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ ἀντιμετωπιστοῦν μερικὰ θέματα μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Σέβομαι τὶς ἀπόψεις τους. Πολλὲς φορὲς εἶναι ὠφέλιμες καὶ βοηθητικές. Καὶ αὐτοὶ εἶναι ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ, καὶ δὲν αἰσθάνομαι κάτι νὰ μᾶς χωρίζει, διότι πιστεύω ὅτι δὲν ἐνεργοῦν ἐγωκεντρικὰ ἀλλὰ γιὰ τὸ καλό τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν δικό τους τρόπο.
Πρὶν ὅμως ὁλοκληρώσω τὴν εἰσήγησή μου, καὶ ἔχοντας στὴν σκέψη μου κάποιους ἀπὸ τοὺς πιστούς μας, οἱ ὁποῖοι ἴσως προβληματιστοῦν ἢ καὶ σκανδαλιστοῦν ἀπὸ μερικά στοιχεῖα τῆς αὐτοκριτικῆς ποὺ προανέφερα, ἀντιγράφω, γιὰ νὰ μοιραστῶ μαζί σας, μερικὲς σκέψεις σύγχρονου θεολόγου. Πολλοὶ δικαιώνουν «τὸ παρελθὸν συγκροτώντας ἕνα ἰδανικό, κρυστάλλινο καὶ ἀεροστεγὲς μοντέλο ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ποὺ δῆθεν ὑπῆρξε κάποτε καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ξεπέσαμε στὴ σημερινὴ ἀθλιότητα. Σ’αὐτὴ τὴν περίπτωση, ἡ παραπομπὴ στὴ «Παράδοση» γίνεται σχεδὸν παγανιστικά: ὅλα τὰ κακὰ συμβαίνουν σήμερα, ὅλοι οἱ ἀντίχριστοι φύτρωσαν στὰ σημερινὰ χωράφια, φτάνουν μερικοὶ νὰ ἀναρωτιοῦνται ἂν ἡ σημερινὴ λαβωμένη Ἐκκλησία εἶναι ὄντως Ἐκκλησία. Ἔτσι ἀναδύεται μία ἀδιέξοδη γκρίνια κι ἕνα ἀνυπόφορο βογγητὸ γιὰ τὴ σημερινὴ κατάσταση, λὲς καὶ ἡ ὅποια ἀναπηρία μας ἐμποδίζει τὴ Χάρη καὶ τὴν Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, λὲς καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ἦταν ποτὲ ἀπρόσκοπτη, χωρίς στροβιλισμούς, χωρὶς ἀντινομίες καὶ ἐκπτώσεις»(8).
Οἱ σκέψεις αὐτὲς ἀποκτοῦν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἂν ἀναλογιστοῦμε ὅτι μέχρι πρὸτινος εἴχαμε τὴν μετακίνηση τῶν ἰδεῶν, τώρα ἔχουμε τὴν μετακίνηση τῶν ἀνθρώπων, γεγονός ποὺ στὴ χώρα μας δημιουργεῖ τεράστια προβλήματα καὶ καθ’ ὄλου ἀπίθανον σὲ λίγο νὰ ἔχουμε καί μετακίνηση λαῶν.
Οἱ καιροὶ εἶναι δύσκολοι. Ὅμως μέσα σὲ περιόδους δοκιμασίας, ὁ πόνος καὶ ἡ εὐθύνη τοῦ λαοῦ σὲ στάση μυστικῆς ἐπικλήσεως κάνουν νὰ ἀνθίσει σὲ κάποια ἄκρη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κορμοῦ ὁ βλαστὸς ποὺ θὰ θρέψει μὲ λόγο ζωῆς.
Ἀδελφοί μου,
«Ἡ χθὲς πρὸ πολλοῦ παρῆλθεν. Οὔτε κὰν τὴν σήμερον ζῶμεν σήμερον. Μᾶς προέλαβε ἡ μεθαύριον. Εἶναι ἀνέλπιδα τὰ κτυπήματα εἰς τὴν θύραν τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν δὲν κατηρχόμεθα πρὸς τὴν πραγματικὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου του, αὐτῆς τῆς στιγμῆς, δὲν θὰ εἴμεθα Ἐκκλησία. Θὰ εἴμεθα ἔνδοξος, ἴσως θαυμαστή, ἱστορικὴ πραγματικότης, ἀλλὰ παρελθοντολογία καὶ μόνον. Ἐνῷ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ζωή, εἶναι ἡ πάντοτε σήμερον ἐν τῇ ἀτέρμονῃ ἐκτάσει τῆς αἰωνιότητος» (Μελίτων Γέρων Χαλκηδόνος).
Πολλοὶ μὲ πλησιάζουν καὶ μοῦ λένε προκλητικά: «Εἶναι ἡ ὣρα τῆς Ἐκκλησίας. Κινηθεῖτε». Συλλογίζομαι ὅμως, πότε δὲν εἶναι ἡ ὣρα τῆς Ἐκκλησίας; Ἡ ὣρα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάντοτε, ἀφοῦ ὁ προορισμὸς της εἶναι αιώνιος καί ἐσχατολογικός: νὰ εἶναι στὸν κόσμο πηγὴ ὑψηλῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἐλευθερίας καὶ πανανθρώπινης ἀγάπης, συναδελφώσεως καὶ εἰρήνης, ἄρνησης τοῦ μίσους, τῆς κακίας καὶ τῆς ἀδικίας, συμπαραστάτισσα τῆς πάσχουσας ἀνθρωπότητας στὴ βασανισμένη πορεία της. Ἔξω ἀπὸ τὸ πνεῦμα αὐτό, ὅτι μπορεῖ νὰ λέγεται φοβοῦμαι πὼς εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ(9).
Ἀδελφοί μου,
Μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα ἂς πορευθοῦμε στὴ διακονία μας, μὲ τὴ νουθεσία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Ἀρκεῖ ἀδελφέ, μὴ πολλὰ λέγε, ἀλλ’ὁ εἶπον τᾶς Ἐκκλησίας ὑμων μὴ ἀφῆτε. Οὔτε γὰρ ἀπ’ἐμοῦ ἤρξατο τὸ διδασκάλιον, οὔτε εἰς ἐμὲ ἐτελεύτησε» καὶ τὴν διαπίστωση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «εἰ δέ τις ἐποικοδομεῖ ἐπὶ τὸν θεμέλιον τοῦτον χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἑκάστου τὸἔργον φανερὸν γενήσεται· ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει· ὅτι ἐν πυρὶἀποκαλύπτεται· καὶἑκάστου τὸἔργον ὁποῖόν ἐστι τὸ πῦρ δοκιμάσει» (Α΄ Κορ. 3, 12-13).
Σημειώσεις
1. Σ. Γουνελᾶς, Ὁ Ἀντιχριστιανισμός, Ἁρμός, Ἀθήνα, 2009.
2. Σ. Γουνελᾶς, Ὁ Ἀντιχριστιανισμός, … ,σ. 115-116.
3. Σ. Γουνελᾶς, Ὁ Ἀντιχριστιανισμός, … , σ. 83.
4. Ροδάνθη Ἀνδρουλιδάκη-Πετράκη, Ἡ διοίκηση στὴν Ἐνορία, Ἐφαρμογὴ καὶ προβληματισμοί, Ἡράκλειο, 2011, σ. 17 κ.ἐξ.
5. Ο.π.
6. Ο.π.
7. Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος, Τὰ σωζόμενα,τ.β’, Ἀθήνησι, 1864, σ.60
8. Θ. Παπαθανασίου, Ἀνεστιότητα καὶ Παραπεμπτικότητα, Ἁρμός, Ἀθῆνα, σ. 33.
9. Γ. Θεοτοκᾶς, Ἡ Ὀρθοδοξία στὸν καιρό μας, Οἱ ἐκδόσεις τῶν φίλων, Ἀθῆνα, 1975, σ. 28-29.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου