Αγαπητοί αδελφοί και Πατέρες
Το γεγονός της απονομής της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης, σήμερα, είναι πάρα πολύ σημαντικό, δεδομένης της ατμόσφαιρας που επικρατεί μέσα στην διοίκηση της Εκκλησίας.
Αναρωτιέμαι πολλές φορές, ποία αίσθηση δικαίου μπορεί να έχουν άνθρωποι, οι οποίοι είδαν την Επισκοπική διακονία ως καριέρα, δηλ. για να αποκτήσουν εξουσία, δόξα, διακρίσεις κοινωνικές, γιατί όχι και χρήμα!!!!
Ο προβληματισμός αυτός λοιπόν, δημιουργεί και διαπιστώνει μία κατάσταση απαράδεκτη, τόσο για τα Εκκλησιαστικά, όσο και για τα Νομικά πράγματα.
Επιτρέψτε μου να προσπαθήσω να κάνω μία σύντομη ανάλυση γύρω από το θέμα της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης, όσον το δυνατόν πιο περιεκτικά.
Το άρθρο 87 του Συντάγματος της Ελληνικής Δημοκρατίας, αναφέρει ρητά και ορίζει ότι η δικαιοσύνη απονέμεται από τα Δικαστήρια που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές, που απολαύουν προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία.
Ταυτόχρονα όμως ο καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος Ν.590/1977 που είναι και νόμος του κράτους αναφέρεται στα Πειθαρχικά όργανα με την ανοχή της Πολιτείας στην λέξη << Εκκλησιαστικά ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ >> , χωρίς όμως να απομακρύνεται εννοιολογικά από την φυσική νομική τους κατάσταση ως Πειθαρχικών συμβουλίων.
Ο νόμος 5383/1932 αποτελεί εκ μέρους της πολιτείας νομική κατοχύρωση των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας. Ενώ οι Ιεροί Κανόνες που ρητά αναφέρονται ως πηγή δικαίου για τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, αποτελούν θεραπευτικό μέσο για παραβάσεις που έχουν πνευματικό περιεχόμενο.
Με άλλα λόγια τα εκκλησιαστικά δικαστήρια εκδικάζουν υποθέσεις κληρικών βάσει του Ν.5383/32 και των Ιερών Κανόνων.
Κάτω λοιπόν από αυτό το πρίσμα, ερμηνευόμενες οι διατάξεις τόσον του Καταστατικού χάρτου 590/77 και του ν.5383/32, έχουν την έννοια ότι τα εκκλησιαστικά δικαστήρια ( Επισκοπικά ή Συνοδικά ) που συγκροτούνται από κληρικούς, δεν είναι φορείς δικαστικής εξουσίας, αλλά τα όργανα αυτά ιδρύθηκαν για την διατήρηση της εκκλησιαστικής πειθαρχίας και την τιμωρία των υποπεσόντων σε παράπτωμα κληρικών(άρθρο 1, ν.5383/32).
Την πειθαρχική αυτή αρμοδιότητα, η Εκκλησία ασκεί με τα όργανά της αυτά, άλλοτε μεν επιβάλλουσα πνευματικής μόνον φύσεως ποινές, που σαν τέτοιες διαφεύγουν τον δικαστικό έλεγχο, άλλοτε δε με ποινές που επηρεάζουν αμέσως την υπηρεσιακή σχέση Κληρικού-Εκκλησίας και τα από αυτήν προκύπτοντα δικαιώματα ( στέρηση μισθού, χρηματική ποινή, αργία, έκπτωση, κ.λ.π.)
Στην τελευταία αυτή περίπτωση, τα πειθαρχικά όργανα της Εκκλησίας, όταν λειτουργούν συλλογικά, έχουν χαρακτήρα Πειθαρχικών Συμβουλίων, που για την εξασφάλιση των αρχών του κράτους δικαίου, και χρηστής διοίκησης, πρέπει να ακολουθούν, τουλάχιστον ως προς την σύνθεσή τους και την πειθαρχική διαδικασία, δηλ. τις βασικές αρχές του Πειθαρχικού δικαίου. ( Δεν παρίσταται αιρετό μέλος).
Οι εκδιδόμενες δε από αυτά αποφάσεις, ως εκτελεστές πράξεις διοικητικών αρχών, προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας.
Το νομικό καθεστώς του ν. 5383/32 που ισχύει για 77 ολόκληρα χρόνια, έχει γίνει αντικείμενο έντονης κριτικής, εξ αιτίας των πολλών απαραδέκτων , στις σύγχρονες ‘’ περί δικαίου’’ αντιλήψεις.
Εξ άλλου η φθορά που υπέστη ο νόμος κατά την εφαρμογή του, είτε υπό των Επισκοπικών δικαστηρίων, είτε υπό των Συνοδικών, έχει απαξιωθεί πλήρως στην συνείδηση του Εφημεριακού κλήρου.
Διότι όλοι οι κληρικοί γνωρίζουν ότι στα εκκλησιαστικά δικαστήρια, δεν πρόκειται να δικαιωθείς.( Η εξαίρεση να δικαιωθείς σημαίνει πολύ μέσον).
Στν εφημερίδα < Ελευθεροτυπία> της 19-2-2002, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος κ.κ. Ιερώνυμος, ως Μητροπολίτης Θηβών, αναφερόμενος στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη είπε χαρακτηριστικά:
<< Όσο για την εκκλησιαστική δικαιοσύνη: Την αναζητώ, έχω όμως την αίσθηση, μακάρι να κάνω λάθος, ότι δεν υπάρχει. Υπνώττει, για να μην πώ , ότι πολλές φορές καταντά διατεταγμένη υπηρεσία >>.
Σύμφωνα με καταγγελίες και πληροφορίες, πολλές φορές ακούγονται Μητροπολίτες να λένε προς τους κληρικούς: << Θα σε πάω στην Σύνοδο και θα σε καθαιρέσω>>.Πράγμα που σημαίνει, ότι η Σύνοδος λόγω του φιλαδέλφου δεν θα δικάσει, αλλά θα εκτελέσει την επιθυμία του κατηγόρου Μητροπολίτη.
Αποτέλεσμα, η καρατόμηση με συνοπτικές διαδικασίες ( αντικανονικά και παράνομα ), πολλές φορές άνευ εκκλησιαστικού συνηγόρου ή Δικηγόρου.
Σύμφωνα όμως με τις ρητές διατάξεις του Ελληνικού Συντάγματος, στο Ε! τμήμα του << ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ >>και στα κεφάλαια Α! και Β! η δικαιοσύνη απονέμεται από τα όργανα που ρητά ορίζονται με τις ρητές διατάξεις των άρθρων του σε αυτά.
Σε αυτό λοιπόν το Ε! τμήμα του Συντάγματος πουθενά δεν αναφέρεται ότι τα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια και η Εκκλησιαστική δικαιοσύνη, αποτελεί Τακτική δικαιοσύνη του Ελληνικού κράτους και της Ελληνικής Δημοκρατίας, οπότε με κανένα τρόπο δεν αντικαθιστά την τακτική δικαιοσύνη, που είναι υπεύθυνη για την απόδοση δικαίου.
Για την Εκκλησία της Ελλάδος, οι ρητές διατάξεις της παραγρ.4 του άρθρου 1 του ν. 590/77 ‘’ Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος’’, ορίζουν ότι λειτουργεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ( ΝΠΔΔ ) με πολλές παρεπόμενες συνέπειες αυτής της θεμελιακής ρύθμισης, μία εκ των οποίων είναι και η διαβεβαίωση εκάστου Μητροπολίτου, ενώπιον του Ανωτάτου Άρχοντος (Προέδρου Δημοκρατίας)πρίν την ενθρόνισή του.
Στην διαβεβαίωση αυτή, ο διαβεβαιών, διαβεβαιοί ότι 1) Θα επιτελεί τα Αρχιερατικά του καθήκοντα μετά σπουδής, 2) Θα τηρεί απαρασαλεύτως τους Ιερούς Αποστολικούς και Συνοδικούς κανόνας και 3) Δηλώνει υπακοή εις το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους.
Η ιδιομορφία της Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν εμποδίζει τους Αρχιερείς της να περιβάλλουν με κατανόηση και αγάπη τον εκάστοτε υπόδικο ή κατάδικο που μεταμελήθηκε, να τον δικάζουν με άκρα επιείκεια,ακόμη και να τον αποδώσουν στο ποίμνιό του ως οιωνεί άσπιλον, άν εξέφρασε την λύπη του για τα σκάνδαλά του.
Όμως ως όργανα του εξουσιαστικού Ν.Π.Δ.Δ.της Εκκλησίας της Ελλάδος, τα μέλη του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού δικαστηρίου για Πρεσβυτέρους, Διακόνους και Μοναχούς, έχουν υπηρεσιακό καθήκον να εφαρμόζουν τους νόμους της Ελληνικής Πολιτείας, που ρυθμίζουν τις οποιεσδήποτε κανονικές υποθέσεις και περιπτώσεις κληρικών.
Σύμφωνα λοιπόν με τις ρητές διατάξεις του άρθρου 13 του ν.5383/32, τα Συνοδικά δικαστήρια είναι όργανα της Ελληνικής έννομης τάξης, στους κόλπους της οποίας η Εκκλησία της Ελλάδος είναι Ν.Π.Δ.Δ. που σημαίνει ότι διοικείται κάτω από τους περιορισμούς της Ελληνικής έννομης τάξης, και δικάζει τα εκκλησιαστικά αδικήματα σύμφωνα με τους νόμους του Ελληνικού κράτους και ιδίως του ν.5383/32.
Συνακόλουθα, είναι δεσμευτική και στα Συνοδικά δικαστήρια η ρητή διάταξη της παραγρ.3 του άρθρ.93 του Ελληνικού Συντάγματος που ορίζει ότι: ‘’ Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα δικαιολογημένη…’’
Κοινή όμως διαπίστωση είναι ότι οι αποφάσεις των Συνοδικών δικαστηρίων, σε μεγάλο βαθμό, είναι έωλες, αντικανονικές και πολλές φορές παράνομες.
Ενδεικτικά σας αναφέρω υπόθεση ιερέως, τον οποίον παρέπεμψε Μητροπολίτης της Πελοποννήσου στο Α/θμιο Συνοδικό δικαστήριο με την κατηγορία ότι χρεωστούσε χρήματα σε κάποιον ιδιώτη (μαγαζάτορα) ,από αγορά που είχε κάνει για το σπίτι του.
Και στήριζε την κατηγορία σε κανόνα που αναφέρεται στο ότι: ‘’Δεν πρέπει άνδρας να διανυκτερεύει σε γυναικείο μοναστήρι, ωσαύτως και γυναίκα σε ανδρικό’’.
Παρά το γεγονός ότι επισημάνθηκε στο Α/θμιο Συνοδικό δικαστήριο, ότι είναι αναρμόδιο για αστικές υποθέσεις, δίκασαν τον ιερέα παρανόμως και αντικανονικώς, και στην απόφαση έγραψαν τον ίδιο κανόνα και το ίδιο σκεπτικό που είχε βάλει ο κατήγορος Μητροπολίτης,περί δήθεν σκανδαλισμού.
Τέτοιων περιπτώσεων υπάρχει πληθύς. ΄Όπως και ότι σε όλες τις περιπτώσεις σχεδόν, γίνεται χρήση των ιδίων 2-3 κανόνων, 2-3 λογίων της Κ.Δ., και 2-3 λογίων της Π.Δ.(Δευτερονομίου κ.λ.π.), με αποτέλεσμα να αναρωτιέται κανείς τι είδους δικαιοσύνη αποδίδεται???
Στο ν. 5383/32 καμμία δικονομική δυνατότητα δεν υφίσταται να χρησιμοποιηθούν από τα Συνοδικά δικαστήρια, Γραφικά χωρία, αφού το άρθρο 17 διατάσσει ρητά ‘’Το Α/θμιον Συνοδικόν δικαστήριον, δικάζει σε πρώτον βαθμόν..... επιβάλλει δε πάσας τας υπό των Ιερών κανόνων και του παρόντος νόμου προβλεπομένας ποινάς’’.
Σε συνδυασμό με το άρθρ.123, παραγρ.2 ‘’ Εάν η απόφασις είναι καταδικαστική, δέον εν αυτή να αναγράφονται κατά λέξιν οι Ι. Κανόνες και εν γένει οι ποινικές διατάξεις και οι Νόμοι ούς εφήρμοσεν το δικαστήριον διά την επιβολήν της ποινής.
Οπότε, οιαδήποτε αγιογραφικά χωρία, δεν αποτελούν δικονομικά στοιχείααπόδοσις ποινών και τιμωριών.
Παρ’ όλα αυτά τα Συνοδικά δικαστήρια, κατά συναυτουργίαν, συρροή και εξακολούθηση, προχωρούν παράνομα πολλές φορές στις εκδικάσεις υποθέσεων, κατάπαράβασιν κάθε εννοίας δικαίου, αναγράφοντας στις αποφάσεις τους εκτός τωνΙ.Κανόνων, που είναι πολλές φορές λανθασμένοι, και αγιογραφικά λόγια.
Τα Γραφικά λόγια των Ι.Κειμένων της Αγίας Γραφής, τα οποία χρησιμοποιούν τα Συνοδικά δικαστήρια, αποβλέπουν στην ‘’Πνευματική Σωτηρία’’ του ανθρώπου και δεν αποτελούν δικονομικά στοιχεία ( δίκην Μουσουλμανικής σαρίας) , απόδοσης ποινών και τιμωριών , όπως ακριβώς διατάσσει το άρθρ. 17 του ν. 5383/32 ‘’Περί αρμοδιότητος’’.
Η μνεία μάλιστα αγιογραφικών χωρίων, ιδιαίτερα δε εκ της Π.Δ. αναφέρονται σε άλλη Θρησκεία, σε άλλου είδους Ιερατείο και αποτελούν τον ΝΟΜΟ ‘’TORA’’ των Εβραίων,και είναι απαράδεκτη και ανοίκεια η μνεία αυτών, σύμφωνα με τις ρητές διατάξεις που αναφέραμε.
Οι Μητροπολίτες – Δικαστές λοιπόν, και τα εντεταλμένα όργανα της Εκκλησίας, ενεργώντας την πειθαρχική εξουσία, εναντίον των υφισταμένων τους κληρικών, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, υποχρεούνται να είναι σύννομοι, ακόμη και σε σχέση με τους χρόνους απονομής της πειθαρχικής ποινής, να αποφεύγεται ο χλευασμός, και ο διασυρμός των κληρικών, η ταλαιπωρία των κληρικών και των οικογενειών τους, ως και άλλα παρατράγουδα.
Αγαπητοί αδελφοί,
Κατόπιν λοιπόν όλων αυτών των τραγελαφικών καταστάσεων, που εν ολίγοις σας περιέγραψα, γύρο από το θέμα της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης, νομίζω ότι είναι επιβεβλημένη η αλλαγή κατά πρώτον λόγον της νοοτροπίας και κατά δεύτερονλόγον των δομών για την απονομή της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης.
Το 1977 επί υπουργείας Ι. Βαρβιτσιώτη, ο μακαριστός Μητροπολίτης Κίτρους κυρός Βαρνάβας Τζωρτζάτος, προσεπάθησαν να αλλάξουν τον ν. 5383/32. και έφτιασαν ένα νομοσχέδιο περί Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης, το οποίο δεν έφτασε ποτέ στη Βουλή.
Αργότερα και ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος αποπειράθηκε την κατάργηση του ν.5383/32. Βρέθηκαν πολλά εμπόδια,και αυτό το νομοσχέδιο είχε την τύχη του προηγουμένου.
‘Ετσι φθάνουμε στις ημέρες μας επί Αρχιεπισκόπου κ.κ. Ιερωνύμου να γίνεται μία νέα προσπάθεια με εισηγητή τον Μητροπολίτη Φιλίππων κ.Προκόπιο, ο οποίος αναφέρεται σχετικά στον ν.5383/32 και ζητά απλώς μερικές αλλαγές,κυριώτερη των οποίων είναι μία άκρως αντισυνταγματική πρόταση: ‘’ Πρότεινε να καταργηθεί η διάταξη της παραγρ.8 (περί διαθεσιμότητος των Μητροπολιτών) του άρθρ.34 του ν.590/77 <περί Καταστατικού χάρτου της Εκκλησιας της Ελλάδος> ως αντικανονική και αντισυνταγματική. Και η Ιεραρχία το απεδέχθη ομοθύμως και ομοφώνως. Δηλαδή εάν ένας Μητροπολίτης παρανομήσει καμμία αρχή να μην του επιβάλλει διαθεσιμότητα, και μάλιστα χωρίς αυτό να νομιμοποιηθεί αυθαιρέτως θα το βάλλουν να ισχύει’’.
Τα συμπεράσματα δικά σας.
Μετά από όλα αυτά το θέμα παρεπέμφθη σε επιτροπή που αποτελείται από τους 1) Μητροπολίτη Φιλίππων κ. Προκόπιο, 2) Μητροπολίτη Ξάνθης κ. Παντελεήμονα 3) Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σςραφείμ 4) κ. Σπυρίδωνα Τρωιάνο, 5) κ.Κων/νο Βαβούσκο και 6) κ. Θεόδωρο Παπαγεωργίου, για να μελετηθούν οι αλλαγές στο ν. 5383/32.(Θέλουν δηλ. να φορέσουν στη γρηά κολάν και να την βάψουν για να φαίνεται νέα ).
Παρέλειψαν σκανδαλωδώς εκπρόσωπο του Ι.Σ.Κ.Ε. δηλ. του Εφημεριακού κλήρου.
Ποιες όμως είναι οι θέσεις του Ι.Σ.Κ.Ε. επί αυτής της καταστάσεως ‘’Περί Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης’’?
Κατά την γνώμην μου, θα αναφέρω ορισμένες απόψεις τις οποίες και θέτω ενώπιόν σας, χωρίς να σημαίνει ότι με αυτές ολοκληρώνεται το θέμα:
1. Η κατάργηση του ν.5383/32 και η αντικατάστασή του από άλλο νόμο που θα έχει συμπεριλάβει τις νεώτερες νομικές απόψεις, όπως εκφράζονται σε μία σειρά νόμων είναι επιβεβλημένη. Η τροποποίηση του ν. 5383/32 δεν θα είναι τίποτε άλλο, παρά αποτυχία στην πράξη πεπαλαιωμένου νόμου, που δεν έχει καμμία σχέση με την σημερινή πραγματικότητα περί δικαίου. Δηλαδή περί ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αλλαγών στο Σύνταγμα της Ελλάδος, νέο κώδικα περί Δημοσίων υπαλλήλων, στον οποίον εντάσσονται και οι Ιερείς κατά τουπαλληλικόν μέρος τους,σε σχέση με την Διοίκηση και ένα σωρό άλλα παρεπόμενα που θα προκύψουν, με αποτέλεσμα την δυσλειτουργία του νόμου ή και την αδικία που θα προέλθει κατά την εφαρμογή του.
2. Είναι αδύνατον και εκτός πάσης σύγχρονης λογικής να δημιουργείται επιτροπή ‘’ Περί Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης’’ χωρίς την παρουσία του Ι.Σ.Κ.Ε.. Ο Ι.Σ.Κ.Ε. οφείλει και θα πρέπει να προσβάλλει την σύνθεση της επιτροπής, αλλά και το οποιοδήποτε νομοσχέδιο που θα προκύψει ερήμην της.
3. Πρέπει να γίνει κατάργηση των Επισκοπικών δικαστηρίων, ως νομικά και ηθικά απαραδέκτων, λόγω μεροληψίας. ΄Η εάν εμμείνουν στην μη κατάργησή τους, τότε τα 2 μέλη του Επισκοπικού θα πρέπει να είναι αιρετά, με αποφασιστική ψήφο, ο δε Μητροπολίτης όταν θα είναι κατήγορος να μην λαμβάνει μέρος.
4. Θαπρέπει να υπάρχει εκπρόσωπος συνδικαλιστικού οργάνου, τοπικού ή πανελληνίου, όπως σε όλα τα πειθαρχικά όργανα, για να παρακολουθεί και να συμμετέχει σε όλη την διάρκεια της διαδικασίας, κάνοντας ενστάσεις και προστατεύοντας με την παρουσία του το αδιάβλητο και αμερόληπτο. Το ίδιο θα πρέπει να γίνεται και στα Συνοδικά Δικαστήρια.
5. Γραμματείς των Συνοδικών δικαστηρίων να μην είναι άγαμοι κληρικοί καριέρας.
6. Καμμία πειθαρχική διαδικασία να μην πραγματοποιείται χωρίς την παρουσία εκκλησιαστικού συνηγόρου ή δικηγόρου ή και των δύο, καθ’ όσον επίκληση κανόνων δικαίου αιώνων, σε σχέση με σύγχρονες ερμηνευτικές αρχές, αποβαίνει κρίσιμος στην έκβαση της δίκης.
7. Οι μάρτυρες εναντίον κληρικού, να μην είναι απρόσδεκτοι, σύμφωνα με τους Θ.και Ι. Κανόνες.
8. Να υπάρχει παραγραφή πειθαρχικών παραπτωμάτων μετά 2 έτη, εκτός και έχει η υπόθεση ποινικό χαρακτήρα.
9. Να μην κατηγορείται και δικάζεται κληρικός για το ίδιο παράπτωμα δύο φορές, σύμφωνα με την νομική αρχή non bis in indem.
10. Στα Επισκοπικά και Συνοδικά δικαστήρια να παρίσταται τόσον ο κατήγορος Μητροπολίτης ή οι κατήγοροι, όσον και οι μάρτυρες προσωπικώς, διά το αδιάβλητο και επισφαλές της διαδικασίας, αλλά και την παρανόηση των εγγράφων μαρτυριών που μπορεί να περιέχουν φράσεις λανθασμένης αποδόσεως, δεδομένου ότι οι ανακριτές δεν έχουν κατάλληλες γνώσεις και εμπειρία, πλην ελαχίστων.
11. Η στέρηση μισθού, η εξάμηνη αργία, η αναγκαστική μετάθεση σε άλλη ενορία, εξοντωτική για έναν οικογενειάρχη ιερέα και επώδυνες για μία οικογένεια, δεν θα πρέπει να γίνονται από Επισκοπικά δικαστήρια.
Θα μπορούσα να αναφέρω ένα πλήθος ακόμη απόψεων, για την ασφαλέστερη και δικαιότερη κρίση των λεγομένων ‘’Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων’’, αν και εμένα με ενοχλεί η λέξη ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, διότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι ΔΙΚΑΙΟΝ αλλά ΧΑΡΙΣ.
Σας ευχαριστώ
Πρωτ. Ιωάννης Κατωπόδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου