ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ
Προοίμιον Ι
Ως απαρχάς της φύσεως τω φυτουργώ της κτίσεως
η οικουμένη προσφέρει σοι, κύριε, τους θεοφόρους
μάρτυρας∙
ταις αυτών ικεσίαις εν ειρήνη βαθεία
την εκκλησίαν σου, την πολιτείαν σου
δια της θεοτόκου συντήρησον,
πολυέλεε.
Ως ελεήμων υπάρχων, Χριστέ ο θεός,
τας των μαρτύρων αικίσεις εδρόσισας,
των δια σε τυράννοις την πίστιν τρανωσάντων∙
αλλ’ ως αυτοίς εδωρήσω την ευλογίαν
υπομονής εκ της άνω θεογνωσίας,
και ημίν πάσι,
πολυέλεε.
Οίκοι
α΄ Οι εν πάση τη γη μαρτυρήσαντες
και εν τοις ουρανοίς μετοικήσαντες,
οι τα πάθη Χριστού μιμησάμενοι
και τα πάθη ημών αφαιρούμενοι
ενταύθα σήμερον αθροίζονται πρωτοτόκων δεικνύοντες
εκκλησίαν
ως της άνω τον τύπον επέχουσαν
και Χριστώ εκβοώσαν∙ «Θεός μου ει συ,
πολυέλεε.»
β΄ Από πάσης συνήχθησαν πόλεως
και ημών πατριώται γεγόνασιν,
εκ του κόσμου παντός επεδήμησαν
και τον κόσμον ημίν συνεπάγονται
της πανηγύρεως συμμέτοχοι∙ συν τη άνω ή κάτω χορεύει
κτίσις∙
μεθ’ υμών γαρ βοώσι και άγγελοι∙
«Θαυμαστός εν αγίοις σου ει αληθώς,
πολυέλεε.»
γ΄ Ιεράν ευωχίαν τελέσωμεν, ουρανός τα επίγεια γέγονεν∙
οι φωστήρες εν τω στερεώματι,
οι δε μάρτυρες εν τω πληρώματι
της εκκλησίας αναλάμπουσι
και φωτίζουσι πάσαν την οικουμένην,
ίνα λέγη λοιπόν ο Δαβίδ μεθ’ ημών
ότι∙ «Έφαναν αι αστραπαί σου τη γη»,
πολυέλεε.
δ΄ Νυν ακούσατε ξένα και ίδετε θεία και ασυλλόγιστα
πράγματα∙
πανταχού των μαρτύρων τα αίματα
ώσπερ ρόδα μη έχουσα άκανθας
σπαρέντα βρύουσιν ιάματα, ευωδίαν δε πνέουσι
χαρισμάτων,
δι’ ων λαβείν παθών απαλλαγήν
και βοάν τω θεώ∙ «Υψηλή σου η χειρ,
πολυέλεε.»
ε΄ Οι αγώνες υμών και οι στέφανοι,
οι ιδρώτες υμών και τα θαύματα
ουδέ λόγω ενί υπογράφονται, ουδέ τόπω ενί
περιγράφονται∙
η εκκλησία τούτοις ήδεται
ως χρυσοίς κροσσωτοίς περιβεβλημένη
και παρέστηκε σοι ως βασίλισσα
βασιλεί αθανάτω και αφθάρτω θεώ,
πολυέλεε.
στ΄ Συνετώς τω θεώ ημών ψάλλωμεν∙
δαψιλώς γαρ την χάριν εξέχεεν,
ην ποτέ Ιωήλ προεκήρυξεν∙
«Εκχεώ», γαρ φησίν, «εκ του πνεύματος
επί τους δούλους και τας δούλας μου»∙
η γαρ τούτου ισχύς και τοις αθλοφόροις
εχορήγει και λόγον και δύναμιν,
και ενέφραττε στόματα των κατά σου,
πολυέλεε.
ζ΄ Ρέων πλούτος αυτούς ουκ ηπάτησε,
την γαρ σην βασιλείαν ηγάπησαν∙
των προσκαίρων την λήθην ελάμβανον,
των αφθάρτων την μνήμην προσέμενον∙
εν τοις οδεύσαι επειγόμενοι
το θανείν ήπερ ζην μάλλον προετίμων,
ίνα σε την ζωήν εμπορεύσονται
και τρυφήσουσι των παρά σου αγαθών,
πολυέλεε.
η΄ Ωμοτάτων θηρών αγριώτεροι βασιλείς τοις αγίοις σου,
κύριε,
απειλαίς και θυμώ επερχόμενοι
και σφοδρά τη οργή βασανίζοντες
ως λύκοι άρνας διεσπάραττον∙
αλλ’ αυτός ο αμνός του θεού και ποιμήν ημών
την βοήθειαν σου εχορήγεις αυτοίς∙
δια σε γαρ υπέμειναν τους αικισμούς,
πολυέλεε.
θ΄ Μόνος λόγος ο σος επεσπάσατο τους αγίους οπίσω σου,
κύριε∙
ως γαρ είπας∙ «Ο θέλων μοι έπεσθαι
συγγενείς και γονείς απαρνήσεται»∙
προθύμως πάσιν απετάξαντο
και των ώδε γυμνοί ηκολούθησάν σοι,
τη ευθεία οδώ και πηγή της ζωής,
αδιστάκτω τη γνώμη πιστεύσαντες σοι,
πολυέλεε.
ι΄ Από των θυσιών απογεύσασθαι
κατηνάγκαζον τούτους οι άθεσμοι∙
αλλ’ αυτοί τον ουράνιον δείπνον σου
ψυχικοίς οφθαλμοίς προορώμενοι
ειδώλων βρώσει ουκ εμόλυναν
τα αινούντα σε χείλη και ευλογούντα,
ίνα σων αγαθών γένωνται κοινωνοί,
ων ηξίωσας τους σους μαθητάς,
πολυέλεε.
ια΄ Ναρκησάντων θηρίων τα στόματα οι ορώντες εγίνοντο
έκθαμβοι∙
πλησιάζοντα τούτων τοις σώμασι προ ποδών εκυλίοντο
κείμενα,
δουλείαν μάλλον ασπαζόμενα
ήπερ δράσαι τι των αγίων τολμώντα,
το δε πυρ πάλιν εχαλίνου αυτοίς∙
εδιδάσκετο γαρ καταιδείσθαι τους σους,
πολυέλεε.
ιβ΄ Ο διάβολος τέτρωται, πέπτωκε μετά πάσης αυτού της
δυνάμεως∙
των βελών την φαρέτραν εκένωσε
και τους σους στρατιώτας ουκ έτρωσε∙
κυμάτων σάλον επανέστησε, τους εστώτας δε επί την
πέτραν
ου κατέβαλεν ουδέ εσάλευσεν,
ασφαλή τον θεμέλιον έχοντας σε,
πολυέλεε.
ιγ΄ Υπομείναντες όντως υπέμειναν
και νομίμως αθλήσαντες ήθλησαν∙
τον αγώνα καλώς ηγωνίσαντο
και τον δρόμον εις τέλος ετέλεσαν∙
την πίστιν άμωμον ετήρησαν,
αντί πάντων δε τούτων των αλγεινών
παρά σου τους στεφάνους εκδέχονται∙
ταις ευχαίς αυτών ίλεως γενού ημίν,
πολυέλεε.
ιδ΄ Δαψιλώς σου η χάρις εκχέεται
τοις εν πίστει αιτούσι τα δέοντα∙
δια τούτο καγώ ο ανάξιος ικετεύσω σε, εύσπλαχνε κύριε∙
μικρόν σταγόνα εκ του πνεύματος
ώσπερ όμβρον κατάπεμψον, δέομαι,
ίνα ψάλλω λοιπόν και τα σα μελετώ
και πλουτίσω πολλούς εκ των σων δωρεών,
πολυέλεε.
ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ
Προοίμιον Ι
Σε σένα, το Δημιουργό της κτίσεως, ως πρώτους
καρπούς της Φύσεως
η Οικουμένη προσφέρει, Κύριε, τους Θεοφόρους Μάρτυρες.
Με αυτών τις ικεσίες, σε ειρήνη βαθειά
την Εκκλησίαν Σου, την Πολιτεία Σου
δια της Θεοτόκου συντήρησε,
Πολυέλεε.
Προοίμιον ΙΙ
Χριστέ και Θεέ, επειδή Ελεήμων υπάρχεις, εδρόσισες
τις κακώσεις των Μαρτύρων,
που για σένα εδιατράνωσαν στους τυράννους την Πίστι.
Κι όπως εδώρησες σ’ αυτούς την ευλογία
της υπομονής από την άνω θεογνωσία,
και σε όλους εμάς δώσε,
Πολυέλεε.
Οίκοι
α΄ Όλοι εκείνοι που μαρτύρησαν σε κάθε μέρος της γης και
μετοίκησαν στους ουρανούς,
εκείνοι που μιμήθηκαν τα Πάθη του Χριστού και τα δικά
μας πάθη αφαιρούνε
σήμερα συγκεντρώνονται εδώ, την Εκκλησία
δείχνοντας των πρωτοτόκων
που είναι υποτύπωσι της άνω
και φωνάζει στο Χριστό: «Θεός μου είσαι,
Πολυέλεε.»
β΄ Από κάθε πόλι συνάχθηκαν και συμπατριώτες μας έγιναν,
ήρθαν απ’ όλο τον κόσμο και τον κόσμον έφεραν σε μας
οι συμμέτοχοι της πανηγύρεως. Μαζί με την απάνω και
η κάτω Κτίσι χορεύει.
Όντως μαζί μας και άγγελοι ψάλλουν:
«Είσαι στ’ αλήθεια θαυμαστός με τη βοήθεια στους
Αγίους Σου,
Πολυέλεε.»
γ΄ Ιερό φαγοπότι να κάνουμε, ουρανοί τα επίγεια έγιναν.
Τ’ αστέρια στο στερέωμα κι οι Μάρτυρες στο πλήρωμα
φεγγοβολούν της Εκκλησίας και φωτίζουνε όλη την
οικουμένη,
για να λέγη, λοιπόν, μαζί μας ο Δαβίδ,
ότι «Εφώτισαν τη γη οι αστραπές Σου»,
Πολυέλεε.
δ΄ Τώρα ακούστε παράξενα και δείτε θεϊκά κι
ανυπολόγιστα πράγματα.
Σ’ όλα τα μέρη του κόσμου των Μαρτύρων τα αίματα,
καθώς ακριβώς τριαντάφυλλα χωρίς αγκάθια
εσπάρθηκαν και αναβλύζουν γιατρικά και αποπνέουν
ευωδία χαρισμάτων,
δια των οποίων να λάβουμε παθών απαλλαγή
και να λέμε βροντερά στο θεό «Το Χέρι Σου Μεγάλο,
Πολυέλεε.»
ε΄ Τα στέφανα και οι αγώνες σας, τα θαύματα και οι
ιδρώτες σας
δεν περιγράφονται με συντομία ούτε περιορίζονται σε
έναν τόπο.
Η Εκκλησία ευφραίνεται με τούτα σαν να φορά
ενδύματα με κρόσια χρυσά
και κάθισε κοντά Σου ως Βασίλισσα
σε Βασιλιά αθάνατο και άφθαρτο Θεό,
Πολυέλεε.
στ΄ Στο Θεό μας να ψάλουμε, καθώς Του ταιριάζει, γιατί
πρόσφερε τη Χάρι πλουσιοπάροχα,
την οποίαν κάποτε ο Ιωήλ προφήτεψε.
Είπε δηλαδή, «Θα δώσω, δίχως τσιγκουνιά,
το Πνεύμα μου
στους δούλους και στις δούλες μου». Και πράγματι η
δύναμί Του και στους Μάρτυρες
χορηγούσε και λόγο και δύναμι,
και έφραζε τα στόματα των εχθρών Σου,
Πολυέλεε.
ζ΄ Πλούτος μάταιος αυτούς δεν απάτησε, γιατί τη
Βασιλεία Σου αγάπησαν.
Λησμονούσαν τα πρόσκαιρα, τα άφθαρτα επρόσμεναν.
Και στα οποία να φθάσουν βιαζόντουσαν και προτιμούσαν
περισσότερο τη ζωή παρά το θάνατο,
για να κερδίσουν τη ζωή, Εσένα,
και ν’ απολάψουν τ’ αγαθά Σου,
Πολυέλεε.
η΄ Από άγρια θηρία χειρότεροι βασιλείς στους Αγίους Σου,
Κύριε,
μ’ απειλές και θυμό επιτέθηκαν και με οργή βασάνιζαν
παράφορη
κι ως λύκοι κατασπάραζαν τ’ Αρνιά. Εσύ όμως ο
Ίδιος, ο Αμνός του Θεού και Ποιμένας μας
σε αυτούς εχορηγούσες τη βοήθειά Σου,
αφού για Σένα υπόμειναν τα βάσανα,
Πολυέλεε.
θ΄ Κύριε, ο λόγος Σου μονάχα έπεισε και έφερε κοντά Σου
τους Αγίους.
Γιατί καθώς είπες: «Εκείνος που θέλει κοντά μου να
έρθη, γονείς και συγγενείς θ’ απαρνηθή.»
Αποχωρίσθηκαν πρόθυμα από όλα και Σ’ ακολούθησαν
γυμνοί απ’ τα εδώ,
στο δρόμο το σωστό και στης ζωής την Πηγή
και μ’ αδίστακτη τη γνώμη επίστεψαν σε Σένα,
Πολυέλεε.
ι΄ Απ’ τις θυσίες να γευθούν τους εξανάγκαζαν οι άνομοι.
Μα αυτοί το ουράνιο Σου Δείπνο με της ψυχής τα μάτια
έβλεπαν μπροστά τους
και δεν εμόλυναν με τη βρώσι των ειδώλων τα χείλη
που παινεύουν κι ευλογούν Εσένα,
για να γίνουν κοινωνοί των δικών Σου αγαθών,
για τα οποία έκρινες αξίους τους Μαθητάς Σου,
Πολυέλεε.
ια΄ Θαμπώθηκαν εκείνοι πόβλεπαν τα στόματα των θηρίων
ναρκωμένα.
Πλησίαζαν στα σώματά τους και μπρος στα πόδια τους
κυλιόντουσαν
και να υπηρετήσουν προτιμούσαν παρά να τολμήσουν να
πράξουν κάτι κατά των Αγίων.
Και η φωτιά εξάλλου χαλινάρι έβανε για χάρι τους.
Γιατί Εσύ την έμαθες να σέβεται και να προσέχη τους
δικούς Σου,
Πολυέλεε.
ιβ΄ Ο Διάβολος πληγώθηκε, έπεσε μ’ όλη του τη δύναμι.
Άδειασε τη θήκη των βελών και τους στρατιώτες Σου
δεν έβλαψε.
Σάλον κυμάτων εξεσήκωσε κι αυτούς που στέκονταν
στην πέτρα
δεν ενίκησεν ούτε εσάλεψε,
γιατί εσένα είχαν το ασφαλές Θεμέλιο,
Πολυέλεε.
ιγ΄ Όντως με μεγάλη εγκαρτέρησι υπέμειναν και με μεγάλη
άθλησαν δύναμι σύμφωνα με τους νόμους της
αθλήσεως.
Τον αγώνα καλώς αγωνίσθηκαν και το δρόμο μέχρι
τέλος εβάδισαν.
Την πίστι ακέραιη διατήρησαν κι αντί για ολ’ αυτά τα
βάσανα
στέφανα από Σένα περιμένουν.
Με τις ευχές τους γίνε ίλεως σε μας,
Πολυέλεε.
ιδ΄ Πλουσιοπάροχα ξεχύνεται η Χάρι Σου σε αυτούς που με
πίστι ζητούν τα χρειαζούμενα.
Γι’ αυτό και ο ανάξιος εγώ, Σε ικετεύω, Εύσπλαχνε
Κύριε.
Μικρή σταγόνα απ’ το Πνεύμα όμοια με μαλακή βροχή
κατάπεμψε, παρακαλώ
για να ψάλλω, λοιπόν, και να μελετώ τα δικά Σου
και πολλούς να πλουτίσω με τα δώρα Σου,
Πολυέλεε.
20 Δεκεμβρίου 1993
Από το βιβλίο Ρωμανού Μελωδού, «Ύμνοι», Απόδοση στα νέα ελληνικά Αρχιμ. Ανανία Κουστένη, Τόμος Δεύτερος, Β΄ έκδοση, Εκδόσεις Χ. Μπούρας, Αθήνα. (σελ. 542-553)
Επιμέλεια κειμένου, Κωνσταντίνα Κυριακούλη.
Πηγή: Ορθόδοξη Πορεία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου