Την 21η Νοεμβρίου πανηγυρίζει η Εκκλησία μας τα Εισόδια της Θεοτόκου ή όπως αναλυτικότερα γράφει το συναξάριο της ημέρας: «τὴν μνήμην τῆς ἐν τῷ ναῷ εἰσόδου τῆς Θεομήτορος». Κατά την εορτή της Κοιμήσεως είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε για την επίδραση των αποκρύφων ευαγγελίων στην σύσταση και ανάπτυξη των θεομητορικών εορτών, στην υμνογραφία και εικονογραφία των. Και στην προκειμένη περίπτωση έχομε ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα των επιδράσεων αυτών. Ο βίος της Θεοτόκου, εκτός από τις αφηγήσεις των αυθεντικών Ευαγγελίων για τον ευαγγελισμό, την επίσκεψη στην Ελισάβετ και τα άλλα περιστατικά της ζωής της που άμεσα συνδέονται με τον βίο και το έργο του Κυρίου, δεν μας είναι γνωστός παρά μόνο από τις διηγήσεις των αποκρύφων, που ανέλαβαν να συμπληρώσουν τα υπάρχοντα κενά. Την είσοδό της στον ναό, που εορτάζομε, μας την περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες το λεγόμενο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου. Το άτεκνο ζεύγος του Ιωακείμ και της Άννης αποκτούν κατά θεία επαγγελία τέκνο, την Μαρία, και τώρα, τριετίζουσα, την αφιερώνουν στον ναό του Σολομώντος στα Ιεροσόλυμα, κατά την υπόσχεση των, για να ανατραφεί εκεί και να διακονεί σ’ αυτόν. Την υποδέχεται ο αρχιερεύς Ζαχαρίας, ο κατόπιν πατήρ του Προδρόμου, και προφήτης αυτός, γνωρίζοντας τον θείο προορισμό της κόρης, την εισάγει κατά μοναδική εξαίρεση στα άγια των αγίων, όπου και ανατρέφεται με τροφή που της έφερναν οι άγγελοι. Αυτό ακριβώς είναι και το θέμα της σημερινής εορτής. Έτσι το βλέπομε αποτυπούμενο στις εορτολογικές εικόνες και έτσι το ακούομε υμνούμενο από την ιερά υμνογραφία της εορτής.
Μεγάλη βασιλική προς τιμήν της Θεοτόκου έκτισε ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός στην θέση του παλαιού ιουδαϊκού ναού των Ιεροσολύμων, στον λόφο Μορία. Τα εγκαίνιά του έγιναν την 21η Νοεμβρίου του έτους 543. Ο ναός αυτός ωνομάζετο «Αγία Μαρία η Νέα» ή «Νέα Εκκλησία». Από τον τόπο όπου είχε κτισθεί, όπου πριν ήσαν τα «άγια των αγίων», ήταν εύκολο να συνδυασθεί με την διήγηση του Πρωτευαγγελίου. Έτσι η εορτή των εγκαινίων του ναού αυτού, συνεδέθει με την διήγηση εκείνη και διεδόθει στον χριστιανικό κόσμο σαν εορτή, όχι πια των εγκαινίων της «Νέας Εκκλησίας», που είχε καθαρώς τοπικό χαρακτήρα, αλλά σαν μνήμη της εισόδου της Παναγίας στα άγια των αγίων, σαν «Εισόδια της Θεοτόκου». Κάτι παρόμοιο είδαμε να συμβαίνει και με την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που βρήκε και αυτή την θέση της στο εορτολόγιο την ημέρα των εγκαινίων του ναού της Γεθσημανή, που είχε κτισθεί επάνω στον τάφο της.
Στο θέμα της σημερινής εορτής συναντάται και παραλληλίζεται ο ναός της Παλαιάς Διαθήκης με τον ναό της Καινής. Το παλαιό σκήνωμα του Θεού, με το νέο. Ήταν εκείνος ναός του μόνου αληθινού Θεού. Σκήνωμά Του μεταξύ των ανθρώπων. Ναός καθαρός, άγιος, αμίαντος. Σ’ αυτόν ετελεσιουργείτο το μυστήριο της πνευματικής παρουσίας του Θεού στο μέσον του λαού Του. Αυτός που ο ουρανός του ουρανού δεν χωρούσε κατοικούσε στο ιερό αυτό κτίσμα. Πολύ χαρακτηριστικά υπογραμμίζει ο Σολομών στην προσευχή που ανέπεμψε κατά την μεγάλη ημέρα των εγκαινίων του: «ὅτι εἰ ἀληθῶς κατοικήσει ὁ Θεὸς μετὰ ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς; Εἰ ὁ οὐρανὸς καὶ ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ οὐκ ἀρκέσουσί σοι καὶ τίς ὁ οἶκος οὗτος, ὃν ᾠκοδόμησα;»[1]. Και όμως ο αχώρητος Θεός αυτόν τον τόπον ηγάπησε και εξέλεξε. «Αὕτη ἡ κατάπαυσίς μου εἰς αἰῶνα αἰῶνος, ὧδε κατοικήσω ὅτι ἠρετησάμην αὐτήν», ψάλλει για την Σιών ο ιερός ποιητής του 131ου ψαλμού. Προς αυτόν τον ναό και μόνο συνέτρεχε ο Ισραήλ και ανέφερε την μόνη δεκτή και ευάρεστο στον Θεό λατρεία. Ήταν ο μόνος ναός, του μόνου αληθινού Θεού.
Σ’ αυτόν τον ναό τώρα προσφέρεται η Παρθένος. Τριετής αυτή, προσάγεται σαν καθαρά και άμωμος θυσία του ανθρωπίνου γένους προς τον Θεό, όπως ο γενάρχης Αβραάμ προσέφερε τριετίζουσα δάμαλι θυσία στον Θεό.[2] Και η λογική αυτή ζώσα θυσία γίνεται αποδεκτή από τον Θεό και εισάγεται σ’ αυτά τα άγια των αγίων, στο άδυτο ενδιαίτημα του Θεού. Το επίγειο κατοικητήριο του παντάνακτος Θεού, γίνεται κατοικία της πιο εκλεκτής και πιο αγνής υπάρξεως που παρήγαγε ποτέ το ανθρώπινο γένος. Αυτό θριαμβευτικά ψάλλει το δοξαστικό των αίνων του όρθρου της εορτής, ποίημα Λέοντος του μαΐστορος του β΄ ήχου:
«Σήμερον τῷ ναῷ προσάγεται
ἡ πανάμωμος Παρθένος
εἰς κατοικητήριον τοῦ παντάνακτος Θεοῦ
καὶ πάσης τῆς ζωῆς ἡμῶν τροφοῦ.
Σήμερον τὸ καθαρώτατον ἁγίασμα,
ὡς τριετίζουσα δάμαλις,
εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων εἰσάγεται.
Tαύτῃ ἐκβοήσωμεν, ὡς ὁ ἄγγελος·
Χαῖρε, μόνη ἐν γυναιξὶν εὐλογημένη».
Ο ναός αυτός ο νομικός ήταν ο τύπος της Παρθένου Μαρίας, η προφητική εικών και η προτύπωση του υπερφυούς μυστηρίου που συνετελέσθει μέσα στα σπλάχνα της αγνής κόρης. Γιατί μόνο σ’ αυτήν κατώκησε ο μόνος Θεός. Η μητρική κοιλία της έγινε τα άγια των αγίων, στα οποία εσκήνωσε ο Υιός και Λόγος του Θεού. Αυτή ανεδείχθη η αληθής σκηνή του μαρτυρίου του Θεού, ο επίγειος άχραντος και ακατάλυτος ναός Του· η έμψυχος και άψαυστος κιβωτός της διαθήκης του Θεού. Αυτήν παραδόξως προδιετύπωσαν η στάμνος με το μάννα, τον άρτον των αγγέλων που έφαγαν οι άνθρωποι του παλαιού νόμου, και η ξηρά ράβδος του Ααρών που εβλάστησε, για να σημάνει την θεία εκλογή και πρόκριση του παλαιού ιερατείου, τα ιερά δηλαδή αντικείμενα που εφυλάσσοντο μέσα στην κιβωτό της διαθήκης, σαν μαρτύρια της διαθήκης του Θεού με τον λαό Του τον Ισραήλ.[3] Αυτήν ακριβώς την Θεοτόκο εξεικόνιζε και η κατά ανατολάς πύλη του ναού, που είδε στο όραμά του ο προφήτης Ιεζεκιήλ. Η πύλη, από την οποία εμπήκε στον κόσμο ο Θεός και έμεινε για πάντα «κεκλεισμένη»[4]. Αυτήν προφητικά εσυμβόλιζε και το καταπέτασμα του ναού, που εκρέμετο μεταξύ Θεού και ανθρώπων και εχώριζε, αλλά και ήνωνε, τα άγια του ιουδαϊκού ναού προς τα άγια των αγίων.[5] Ακριβώς τις προφητικές αυτές εικόνες χρησιμοποιεί ο υμνογράφος Γεώργιος για να ψάλει την δόξα της Θεοτόκου και για να υμνήσει την αγνή παρθένο, την ανωτέρα πάντων των ποιημάτων. Δύο χαρακτηριστικά τροπάρια της θ΄ ωδής του πρώτου κανόνος της εορτής, τον ειρμό και το τρίτο τροπάριο ψάλλωνται. Προτάσσεται και των δύο το μεγαλυνάριο, που εισάγει όλα τα τροπάρια της ωδής αυτής:
«Ἄγγελοι τὴν εἴσοδον τῆς Παρθένου
ὁρῶντες ἐξεπλήττοντο,
πῶς ἡ Παρθένος εἰσῆλθεν
εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων».
«Ὡς ἐμψύχῳ Θεοῦ κιβωτῷ
ψαυέτω μηδαμῶς χεὶρ ἀμυήτων·
χείλη δὲ πιστῶν τῇ Θεοτόκῳ ἀσιγήτως
φωνὴν τοῦ ἀγγέλου ἀναμέλποντα,
ἐν ἀγαλλιάσει βοάτω·
Ὄντως ἀνωτέρα πάντων
ὑπάρχεις Παρθένε ἁγνή».
«Ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι τῆς Παρθένου
τὴν εἴσοδον τιμήσωμεν,
ὅτι ἐν δόξῃ εἰσῆλθεν
εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων».
«Παραδόξως προδιετύπου, ἁγνή,
ὁ νόμος σε σκηνὴν καὶ θείαν στάμνον,
ξένην κιβωτόν καὶ καταπέτασμα καὶ ῥάβδον,
ναὸν ἀκατάλυτον καὶ πύλην Θεοῦ·
Ὅθεν ἐκδιδάσκει σοι κράζειν·
Ὄντως ἀνωτέρα πάντων
ὑπάρχεις Παρθένε ἁγνή».
Πώς ο αχώρητος Θεός εχώρησε μέσα στα σπλάχνα της Παρθένου; Πώς η αγνή κόρη του Ιωακείμ και της Άννης έγινε επουράνιος σκηνή του Λόγου του Θεού; Πώς από την παρθενική της σάρκα έλαβε το ανθρώπινο φύραμα ο Υιός του Θεού; Πώς το πεπερασμένο σώμα της έγινε πλατύτερο από τους ουρανούς; Αυτό είναι το μυστήριο του νέου εμψύχου ναού του Θεού. Σ’ αυτόν συνηντήθει ο άνθρωπος με τον Θεό, γιατί μέσα της ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος Θεός. Εκείνο που προετύπωνε ο σκιώδης ναός, που την δέχθηκε σήμερα στα άδυτά του, έγινε πραγματικότης σ’ αυτήν. Δι’ αυτής εισήχθει η χάρις και δι’ αυτής το Πνεύμα το άγιον ανεκαίνισε την καταφθαρείσα φύση. Αυτό ακριβώς θα ακούσουμε να μελωδεί ο ιερός ποιητής του κοντακίου της εορτής:
«Ὁ καθαρώτατος ναὸς τοῦ Σωτῆρος,
ἡ πολυτίμητος παστὰς καὶ παρθένος,
τὸ ἱερὸν θησαύρισμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ,
σήμερον εἰσάγεται ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου,
τὴν χάριν συνεισάγουσα
τὴν ἐν Πνευματι θείῳ,
ἣν ἀνυμνοῦσιν ἄγγελοι Θεοῦ·
Αὕτη ὑπάρχει σκηνὴ ἐπουράνιος».
«Καθαρώτατος ναός», λοιπόν, η Θεοτόκος. «Σκηνὴ ἐπουράνιος». Αυτό είναι το θεολογικό νόημα της σημερινής εορτής. Δεν είναι απλώς ανάμνηση της αποκρύφου διηγήσεως, αλλά κάτι το βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Η έξαρση της θεομητορικής ιδιότητος της Μαρίας. Η υπογράμμιση του δόγματος της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Ο πανηγυρισμός και η λειτουργική εξύμνηση της Μητρός του Θεού, της Θεοτόκου, του ζώντος ναού και του αχράντου κατοικητηρίου του Θεού. «Ἰδοὺ ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ανθρώπων»[6].
Αλλά η εορτή αυτή έχει και μία εκκλησιολογική θεολογική διάσταση. Η Θεοτόκος είναι και τύπος της Εκκλησίας. Του νέου λαού του Θεού, μέσα στον οποίον κατοικεί ο Θεός και εμπεριπατεί.[7] Όλων ημών, που δια της σαρκώσεως του Θεού Λόγου σ’ αυτήν και από αυτήν, εγίναμε ναοί του Θεού του ζώντος· επίγεια κατά χάριν σκηνώματα και αχειροποίητοι οίκοι του επουρανίου Θεού. Το γράφει ρητώς ο απόστολος Παύλος στους Κορινθίους: «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; … Ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς»[8].
(21 Νοεμβρίου 1970)
[1] Γ΄ Βασ. 8, 27.
[2] Γενέσ. 15, 9.
[3] Εξόδ. 16, 33. Αριθμ. 17, 25, Εβρ. 9, 4.
[4] Ιεζ. 44, 1-2.
[5] Εξόδ. 26, 33. Εβρ. 9, 3.
[6] Αποκ. 21, 3.
[7] Β΄ Κορ. 6, 16.
[8] Α΄ Κορ. 3, 16-17.
Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου