Ὁ Γέροντας Γαβριήλ, ὁ χαριτωμένος Ἡγούμενος τοῦ Ἀποστόλου στήν Κύπρο μας, ἐπαναλαμβάνοντας τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἔλεγε, ὅτι ὁ Θεὸς δίνει στόν καθένα μας «σύν τῷ πειρασμῷ καί τήν ἔκβασιν» (Α΄ Κορ. ι΄ 13). Δίνει τόν κορωνοϊό, ἀλλά δίνει καί τήν ἴαση. Δίνει τόν ἐγκλεισμό μας στά σπίτια μας, ἀλλά δίνει καί τήν ἐλευθερία τῶν κινήσεων. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Θεός μας εἶναι ἡ Ἴαση καί ἡ Ἐλευθερία. Δίνει Αὐτός τόν χειμώνα τῶν πειρασμῶν καί τῶν θλίψεων, ἀλλά καί τήν ἄνοιξη τῆς ἐκβάσεως καί τῆς ἀναψυχῆς. Δίνει τόν θάνατο τοῦ φθαρτοῦ σώματος, ἀλλά καί τήν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς. Δίνει τόν σταυρό, ἀλλά ὁ ἴδιος γίνεται Κυρηναῖος μας στήν ἐπίπονη ἄρση του. Καί δέν ὑπάρχει σταυρός χωρίς ἀνάσταση, ὅπως δέν ὑπάρχει χειμώνας χωρίς ἄνοιξη, δέν ὑπάρχει ἀσθένεια χωρίς φάρμακο. Μᾶς τό ἔχει δώσει μέ τό Ἄχραντο Σῶμα Του ὁ Κύριός μας καί τό τίμιο Αἷμα Του, ὁ Ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, λεγοντάς μας: «Εἰς ἴασιν ψυχῆς τε καί σώματος».
Ἄνοιξη καί Ἀνάσταση εἶναι ἔννοιες ταυτόσημες. Δέν μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε τή μία καί νὰ ἀπορρίψουμε τήν ἄλλη. Δέν μποροῦμε νά ἀπολαμβάνουμε τήν πρώτη καί νά ἀμφισβητοῦμε τήν δεύτερη. Δέν ὑπάρχει ἐτήσιος χρόνος χωρίς χειμώνα καί ἄνοιξη καί δέν ὑπάρχει θάνατος χωρίς ἀνάσταση. Ὁ θάνατος εἶναι τό πλέον βέβαιο γεγονὸς καί ὁ καθένας μας γνωρίζει πὼς ἀργά ἢ γρήγορα θά ἐπέλθει καί στόν ἴδιο. Τόν ἐπέτρεψε ὁ Θεός, «ἵνα μή τό κακὸν ἀθάνατον γένηται» καί προηγεῖται τῆς ἀναστάσεως, ὅπως ὁ χειμώνας προηγεῖται τῆς ἀνοίξεως.᾿Ἂν καί ὡς δῶρο Θεοῦ ὁ θάνατος θά ἔπρεπε ὅλους μας νά μᾶς χαροποιεῖ, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει κακό καί ἄσχημο δῶρο Θεοῦ, ἐν τούτοις τό τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς παραμένει γιά τούς περισσοτέρους ἀνθρώπους ἀπόλυτα ἀνεπιθύμητο καί ἐπίμονα ἀπωθημένο.
Καί αὐτὸ γιατί ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει καλλιεργήσει μέσα του ὅσο ζεῖ πρόσκαιρα σέ αὐτὴν τήν γῆ τήν προσδοκία τοῦ «ἐπέκεινα» καί δέν βασίζεται πάνω στή στέρεη πέτρα τῆς «ἐν Χριστῷ» ἐλπίδας. Αἰφνιδιαζόμαστε ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἀπόγονοι τοῦ ᾿Αδάμ ἀπό τό φαινόμενο τοῦ θανάτου, ἐπειδὴ ἀσφαλῶς εἴμαστε πλασμένοι γιά νά ζήσουμε αἰώνια. Ἰδιαίτερα ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τῆς ἐξάρσεως τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνικῆς, ἐμεῖς πού προσπαθοῦμε ὅλα νά τά ἐξηγήσουμε μέ τήν πεπερασμένη λογική καί μέ μαθηματικοὺς τύπους, ἔχουμε χάσει τό ἐνδιαφέρον γιά κάθε μεταθανάτια προοπτικὴ καί πολύ περισσότερο, ἔχουμε νεκρώσει μέσα μας, δυστυχῶς, κάθε ἐλπίδα γιά ἀνάσταση καί ἀθανασία.
Ὅπως τὸν χειμώνα μέ τίς παγωνιές, τὴν νεκρὴ φύση, τό κλείσιμο στά σπίτια μας διαδέχεται ἡ ἄνοιξη μέ τήν ἀνάσταση τῆς φύσεως, μέ τήν χαρὰ τῆς δημιουργίας, μέ τίς ἀποδράσεις μας στά ἀνθισμένα λιβάδια, ἔτσι καί τόν θάνατο θά τόν διαδεχεῖ ἡ ἀνάσταση μας, αὐτὴν γιά τήν ὁποία ὁμολογοῦμε καθημερινὰ «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν».
Δυστυχῶς, ὅλοι μας σήμερα ἔχουμε γίνει τόσο ὑλικοί, τόσο σωματικοί καί διόλου πνευματικοί, ὥστε νά ὁριοθετοῦμε τὸ καθετί μὲ βάση τούς φυσικούς νόμους, καί νά κρίνουμε τά πάντα μέ βάση αὐτά πού βλέπουμε μέ τά τσιμπλασμένα ἀπό τήν μεταπτωτικὴ ἁμαρτία μάτια μας. Ὅπως μετά τή χειμερία νάρκη εἶναι βέβαιος ὁ ἐρχομὸς τῆς ἀνοίξεως, ἔτσι καί μετά τόν θάνατο ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, καθὼς πάλι μᾶς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος, ὅτι αὐτὴ «σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ» (Α΄ Κορ. ιε΄ 42).
Ἡ ἄνοιξη εἶναι χαρά. Ἡ ζωὴ εἶναι χαρά. Μιὰ χαρὰ ποὺ κανείς δέν μπορεῖ νά ἐμποδίσει τόν ἐρχομό της. Μιὰ χαρὰ ποὺ κινεῖται μέ τούς δικούς της νόμους, τοὺς θεϊκούς νόμους, ἔξω ἀπό τά πλαίσια τῆς ἀνθρώπινης σκοπιμότητας.
Ἡ ἄνοιξη δέν λογαριάζει οὔτε πόλεμο οὔτε καταστροφή, οὔτε οἰκονομική κρίση, οὔτε πανδημίες κορονοϊῶν, οὔτε πτώχευση. Εἶναι ἡ βασιλικὴ ἔκφραση τῆς χάριτος τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ στό αὐτονομημένο, ἀχάριστο καί γεμάτο μέ ἐγωϊσμὸ πλάσμα Του. Χωρίς αὐτὴ τὴν χάρη θὰ βασίλευε ἐδῶ καί αἰῶνες ἡ ἀνυπαρξία μας. Καί ἡ ἀνάσταση γίνεται σὲ πλούσιους καί πτωχούς, σὲ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς δημιουργίας, σέ πιστοὺς καί ἀπίστους.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας πού ἀκολούθησε τά ἄχραντα Πάθη Του προεικονίζει καί τήν δική μας ἐξανάσταση, ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν σαρκικό θάνατο. Ὁ ἐρχομός τῆς ἀνοίξεως σημαδεύει τό τέλος τοῦ χειμώνα. Σέ αὐτή τήν ἄνοιξη τὸ ποιό χαρούμενο γεγονὸς εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας. Τήν διασαλπίζει ἡ ἀνθισμένη φύση, ἡ πίστη μας γιά κάτι ὀμορφότερο, γιά ἀπαλλαγὴ ἀπό τά βιοτικὰ προβλήματα, τούς πολέμους, τίς πανδημίες. Ἀλήθεια πόσο φτωχὸς καί μικρός αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος μπροστά σέ αὐτὲς τίς καταστάσεις; Ἕνας θανατηφόρος ἰός, ἀπό τά μικρότερα τῶν δημιουργημάτων, σπέρνει τόν θάνατο. Πόσο μικροί αἰσθανόμαστε μπροστά του! Ἂς ἀφήσουμε τούς ἐγωϊσμοὺς καί τήν ἐπιστήμη, ἡ ὁποία «χωριζομένη ἀρετῆς πανουργία ἐστί καί οὐ σοφία φαίνεται». Ἂς καταλάβουμε πόσο μηδαμινοί ἐνώπιον Κυρίου εἴμαστε, ἂς ἀπολαύσουμε τήν ὀμορφιὰ τῆς ἀνοίξεως, ἂς δοξολογήσουμε τόν Δημιουργό μας καί ἂς ἑτοιμαζόμαστε ψάλλοντας τό «Χριστὸς Ἀνέστη, γιά τήν δική μας αἰώνια ἄνοιξη στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου