Δηµήτρης Μπεκριδάκης
Θεολόγος – Εκπαιδευτικός
Καρδάµυλα, 25 Μαρτίου 2016
Σεβαστοί Πατέρες, Εντιµότατοι Εκπρόσωποι των Πολιτικών και Στρατιωτικών Αρχών, Αξιότιµοι Συνάδελφοί, Αγαπηµένοι µου Μαθητές και Μαθήτριες, Κυρίες και Κύριοι,
Συγκεντρωθήκαµε σήµερα εδώ, όπως κάθε χρόνο τέτοια µέρα, για να αποτίσουµε φόρο τιµής στο θεµελιωτικό συµβάν του νεώτερου Ελληνισµού, την Επανάσταση του 1821. Ο Μέγας Σηκωµός του Γένους, όπως αποκαλούσαν την Επανάσταση οι σύγχρονοι και οι πρωταγωνιστές της, δεν είναι σηµαντικός µονάχα επειδή κατέληξε στη ίδρυση του Ελληνικού Κράτους. Το Εθνικό αυτό Κράτος άλλωστε, από τα γενοφάσκια του βρέθηκε θνησιγενές, ελλειµµατικό και εξαρτηµένο. Στα 190 περίπου χρόνια της ύπαρξης του διέγραψε µια δραµατική τροχιά ανάµεσα σε ξενόφερτες βασιλείες και αγώνες για τη δηµοκρατία, περιφερειακούς και παγκοσµίους πολέµους, δικτατορίες και εµφυλίους, χρεοκοπίες, ήττες και εθνικές καταστροφές, για να καταλήξει στις µέρες µας ετοιµοθάνατο έρµαιο των δυνάµεων που προωθούν την εγκαθίδρυση, και στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο, µιας µεταµοντέρνας Τυραννίας, πιο απόλυτης και στυγερής απ’ όσες έχει γνωρίσει μέχρι τώρα η ιστορία. Η σπουδαιότητα του μεγάλου Ξεσηκωµού του 1821, λοιπόν, δεν έγκειται στο πολιτειακό του αποτέλεσµα. Έγκειται στο ότι ξαναφέρνει στο προσκήνιο της ελληνικής ιστορίας – µετά από 20 σχεδόν αιώνες υποτέλειας– την έννοια του αγώνα για την ελευθερία. Μας δείχνει τι σηµαίνει να µάχεται κανείς για αξίες, τις οποίες θεωρεί πολυτίμητες, επειδή συνδέονται µε την ίδια την υπόσταση του ανθρώπου ως ανθρώπου. Ή για να το πω αλλιώς, µάς διδάσκει πώς είναι να παλεύει κανείς για να παραµείνει άνθρωπος με τιμή και αξιοπρέπεια. Δεν θα ήταν, συνεπώς, υπερβολή εάν λέγαµε ότι η Επανάσταση του ‘21 εισηγείται µια ριζική επαναξιολόγηση του τρόπου ύπαρξης του ανθρωπίνου όντος, τόσο σε ατοµικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Πολύ περισσότερο από το να δώσει σ’ εμάς, τους σύγχρονους Έλληνες, µια Πατρίδα, η Επανάσταση μας προσέφερε ένα καινούργιο μέτρο για να μετράμε το τι είναι άνθρωπος και να να ερµηνεύουμε τα πεπραγµένα του µέσα στην ιστορία.
Δεν µιλώ εδώ για ζητήµατα θεωρητικά ή αφηρηµένα. Μιλώ για τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων που θυσιάστηκαν για το κοινό καλό –µιλώ για αίµα και μιλώ για θάνατο.
Μιλώ για τη σφαγή των ηρωικών φοιτητών του Ιερού Λόχου στο Δραγατσάνι και τη θυσία του «άγγελου πρωτοστάτη» της Λευτεριάς των Ελλήνων, του Γεωργάκη Ολύµπιου, στη Μονή του Σέκκου.
Μιλώ για το «νέο Λεωνίδα» της Αλαµάνας, τον αθάνατο Αθανάσιο και πρωτοµάρτυρα Διάκο, που δοκίµασε στο κορµί του τον πόνο των πόνων για χάρη της Πατρίδας κι έφερε µε το χαµό του την άνοιξη του Λυτρωµού.
Μιλώ για τα Δερβενάκια και τον ανέλπιστο θρίαµβο της πολεµικής αρετής του λιονταρόκαρδου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Μιλώ για τη Γραβιά και τον άθλο του Οδυσσέα Ανδρούτσου, του πιο ανδρειωμένου, αλλά και του πιο άθλια προδοµένου από τους Έλληνες.
Μιλώ για το Μανιάκι και τη θυσία του πρωτεργάτη παπά της Επανάστασης, του Γρηγορίου Δικαίου – Παπαφλέσσα.
Μιλώ για την άδικη φυλάκιση και την αρρώστια, την έσχατη φτώχεια και την άδεια επαιτείας µε τις οποίες φιλοδώρησε το Βαυαροκρατούµενο Ελληνικό Κράτος τον πιο γενναίο και τον πιο τίµιο απ’ όλους τους αγωνιστές, τον Νικήτα Σταματελόπουλο, τον ξακουστό Νικηταρά τον Τουρκοφάγο. Το Νικηταρά που ήταν τόσο πατριώτης που δεν καταδέχτηκε να πάρει λάφυρα κατά το µέγα πλιάτσικο της Τριπολιτσάς, αλλά χάρισε το μερίδιό του στον Αγώνα.
Μιλώ για τη φωτιά της δίκαιας οργής για το άδικο σφαγείο της Χίου, µε την οποία φόρτωσε το πυρπολικό του ο Κωνσταντής Κανάρης, ο πρώτος και ο καλύτερος της γενιάς του.
Μιλώ, τέλος, για τις κακουχίες, τις στερήσεις, τον πόνο και τα βάσανα του ανώνυµου Έλληνα πολεµιστή, που πότισε το βαθύρριζο δέντρο της Λευτεριάς µε το αίµα του.
Ακούμε συχνά ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν για τις ιδέες τους. Αυτό όμως είναι δεν είναι ακριβές: για τις ιδέες τους αφανίζονται µονάχα οι λογής δικτάτορες και οι αποκολοκυνθωμένοι όχλοι που σέρνονται ξωπίσω τους. Οι πραγματικοί ήρωες των λαών πεθαίνουν για τον άνθρωπο. Όχι, όµως, για καμιά έννοια «ανθρωπισμού» –που δεν είναι παρά ένα κενό ιδεολόγημα υπηρετικό των πολιτικών συμφερόντων της εκάστοτε εξουσίας– αλλά µε την έννοια της πιο απτής και ζωντανής πραγµατικότητας: αυτής του προσώπου του πλησίον «και μάλιστα του ελαχίστου», του δικού σου ανθρώπου, των αγαπηµένων σου, του γείτονα και του συµπολίτη σου. Πεθαίνουν οι αληθινοί αγωνιστές στο παρόν για να αναστηθεί η ζωή και η ελπίδα στο µέλλον. «Εκάμαμεν την Επανάσταση», θα πει ο Γέρος του Μοριά στους νέους από το βήμα της Πνύκας, «για να γίνουμε ευτυχέστεροι», που πάει να πει, για να προοδεύσει η ζωή σε τούτον εδώ τον τόπο –για να ζήσει ετούτος εδώ ο λαός με ελευθερία και προκοπή.
Πρωτοκορυφαία, λοιπόν, ανάµεσα στις ανθρώπινες αξίες που ανέδειξε ο Αγώνας του ‘21 είναι η ελευθερία. Την ελευθερία, όπως την κατανόησαν και την έζησαν οι αγωνιστές της Επανάστασης, µάς την σκιαγραφούν εννοιολογικά τρία από τα σηµαντικότερα κείµενα του 19ου αιώνα, τουτέστιν η Ελληνική Νοµαρχία, Ανώνυµου συγγραφέα, που εκδόθηκε στην Ιταλία στα 1806, τα Σχεδιάσματα των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Διονύσιου Σολωμού και ο μακροσκελέστερος εθνικός Ύµνος στον κόσμο, ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν, που ο conte Σολωµός ξεκίνησε να γράφει στα 1823, για να τον αφήσει ανολοκλήρωτο –όπως ανολοκλήρωτο δυστυχώς παραμένει ακόμη το ίδιο το αίτηµα της ελευθερίας σ’ αυτόν τον τόπο.
Σύµφωνα µε αυτά τα αγιασμένα κείμενα, η ελευθερία δεν είναι ένα ακόμη human right, ένα «ανθρώπινο δικαίωµα» που εγγυούνται κάποιοι διεθνείς οργανισμοί. Η ελευθερία είναι το µέγα ζητούµενο της ιστορίας, είναι το πιο σπάνιο άνθος της οικουμένης, είναι το αιωνίως ποθούµενο, όπως το αισθανότανε ο σκλαβωµένος λαός πριν το ’21. Κι ως είδος εν ανεπαρκεία, δεν απονέµεται έξωθεν ή άνωθεν, ούτε χαρίζεται από κάποια φιλάνθρωπη εξουσία, αλλά κατακτιέται µε αγώνα σκληρό και με αίµα. Ο Σολωμός την είδε την Ελευθερία να κρατά την τρομερή αμφίστομη ρομφαία και ν’ αφήνει στο διάβα της ερηµιά, θάνατο και φρίκη. Την είδε βγαλµένη από τα αγιασµένα κόκαλα όσων αποφάσισαν ότι δεν µπορούν άλλο να υποφέρουν τη χθαµαλή και άτιµη ζωή του σκλάβου. «Είναι αδύνατον αι ελληνικαί ψυχαί να κοιµηθούν πλέον εις την ληθαργίαν της τυραννίας! Ο λαµπρός ήχος των αρµάτων των παλιν θέλει ακουσθή προς κατατρόπωσιν των τυράννων, και ταχέως», βεβαιώνει ο Ανώνυµος της Ελληνικής Νοµαρχίας, σαλπίζοντας την εξέγερση.
Σε κρίσιμες ώρες και σε καιρούς σκοτεινούς είναι τ’ άρµατα και η επαναστατική βία, η αμυνόμενη βία των θυμάτων και των αθώων, που µπορούν να προασπίσουν την ελευθερία από τους κινδύνους που την απειλούν –αυτό μας διδάσκουν με χίλιες φωνές τα κείμενα και τα απομνημονεύματα του ‘21. Τούτος δεν είναι ένας αγώνας για κάποιο προνόµιο, µια πολυτέλεια, που ακόµη κι αν λείψει δεν θα µάς πολυστοιχίσει. Η ελευθερία είναι ζήτηµα ζωής ή θανάτου, είναι απαράβατος όρος για να ζήσει ο άνθρωπος ως άνθρωπος και όχι ως αιχμαλωτισμένο κτήνος. Το τρισένδοξο επίγραµµα Ελευθερία ή Θάνατος, φανερώνει ότι για τον αγωνιστή άνθρωπο η ελευθερία είναι οντολογικά και αξιολογικά ανώτερη από την ίδια την ύπαρξη. Που απλούστερα σηµαίνει ότι όποιος θέλει να λέγεται άνθρωπος πρέπει να πεθαίνει ελεύθερος, αλλά να µην ανέχεται να ζει σκλάβος. «Ο ελεύθερος δεν ηξεύρει να ζήση αλλεωτρόπως ειµή ελευθέρως», παρατηρεί ο Ανώνυµος. Και συνεχίζει: «Η ελευθερία είναι αναγκαιοτέρα και από την ιδίαν ύπαρξιν εις τους ανθρώπους […] Η ζωή του αληθούς πολίτου πρέπει να τελειώνει ή διά την ελευθερίαν του, ή µε την ελευθερίαν του.» Σε τούτον εδώ τον τόπο δυο αιώνες τώρα, δεν έχουν ακουστεί πιο ευγενικά και γενναία λόγια από αυτά.
Για την εξεγερµένη γενιά του ’21, συνεπώς, η ελευθερία δεν είναι µια αξία ανάµεσα στις άλλες –έστω η ανώτερη. Αντίθετα, είναι η ζωοδόχος πηγή απ’ όπου αναβλύζουν και τροφοδοτούνται όλες οι αξίες και όλες οι αρετές. «Χωρίς αυτήν δεν ηµπόρουν να έχωσι [οι άνθρωποι] ούτε δικαιοσύνην, ούτε οµοιότηταν [ισότητα], ούτε αγάπην, και εν ενί λόγω ουδεµίαν αρετήν», βεβαιώνει ο πολιτικός φιλόσοφος της Νοµαρχίας. Για το πω αλλιώς, η ελευθερία είναι το ακλόνητο θεµέλιο πάνω στο οποίο οικοδοµείται το ηθικό υποκείµενο. Ο σκλάβος, ο υπόδουλος και ο υποτελής δεν µπορούν ποτέ να είναι ενάρετοι, δεν µπορούν να έχουν αληθινές αξίες και ιδανικά, αφού δεν έχουν ελευθερία συνείδησης, ώστε να επιλέξουν υπεύθυνα ανάµεσα στο καλό και στο κακό. Οι αξίες τους, κατά συνέπεια, είναι υπαγορευμένες, κίβδηλες και ιδιοτελείς: είναι η συναίνεση και ο συµβιβασµός, το ατοµικό συµφέρον και η επιβίωση µε κάθε τρόπο. Κάποτε-κάποτε, µάλιστα οι προσκυνηµένοι και οι ηγεσίες τους βαφτίζουν τη δειλία τους σωφροσύνη, τα συµφέροντά τους τάξη και τη µοιρολατρία τους υποµονή. Τέτοιες αξίες υπηρετώντας, οι υποταγµένες µάζες διάγουν τον χαµοσερνάµενο βίο τους βυθισµένες στην ακηδία και στον φόβο. Ο φόβος είναι «ο στερεώτερος στύλο της τυραννίας», γράφει ο Ανώνυµος της Νομαρχίας, γιατί εγκαθιδρύει ένα καθεστώς ωμού εκβιασµού: υποταγή ή την εξόντωση. Η τροµοκρατία από τη μια και η καταστολή από την άλλη, παραλύουν τη συνείδηση του σιωπηλού πλήθους και καθηλώνουν το πλαδαρό κορµί του σε µια θανατερή αδράνεια. Έχοντας συνηθίσει να ζουν µε τις αλυσίδες τους, οι ψοφοδεείς µάζες και οι εξαγορασµένοι ηγέτες τους έχουν ξεχάσει τι θα πει ελεύθερος άνθρωπος. Μεγαλωμένοι στην αλλοτρίωση δεν γνωρίζουν καν τι σηµαίνει να µην είσαι αλλοτριωµένος. Έχουν χάσει τον εαυτό τους γιατί έχουν χάσει την ελεύθερή τους συνείδηση. Όμως, «η ελευθερία είναι αναγκαία […] εις τον άνθρωπον δια να γνωρίση το Είναι του», µάς θυµίζει ο Ανώνυµος συγγραφέας της Νοµαρχίας. «Όστις αγνοεί την ελευθερίαν, αγνοεί το Είναι του.»
Η απώλεια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι, λοιπόν, το στοιχείο που χαρακτηρίζει περισσότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο τους σιωπηλούς όχλους των ραγιάδων. Γι’ αυτό και κατά τρόπο περίεργο και αντιφατικό, οι πολλοί συνήθως αντιδρούν µε πανικό και αντιστέκονται µε πείσµα ενάντια σε κάθε προσπάθεια αφύπνισης και απελευθέρωσής τους. Η ιστορία είναι γεµάτη από περιπτώσεις που αποδεικνύουν ότι οι µάζες είναι ικανές να αποδεχτούν τα πάντα εκτός από την αλήθεια, είναι ικανές να επιθυµήσουν τα πάντα εκτός από την ελευθερία τους. Τα µόνα αιτήµατα που µπορούν να έχουν είναι αιτήµατα ζητιάνου, που τα έχουν βαπτίσει διεκδικήσεις.
Ο θριαµβικός τόνος που συνήθως έχουν οι αναφορές στον Ξεσηκωµό του 1821 δίνει την εντύπωση ότι η ηθική του προσκυνηµένου, για την οποία μιλώ, δεν ταλαιπώρησε την κοινωνία του Αγώνα. Η εντύπωση, όµως, αυτή είναι εσφαλµένη. Εκτός από τις κακουχίες του πολέµου, εκτός από τα βόλια και τα βασανιστήρια των Τούρκων, οι επαναστατηµένοι είχαν να αντιπαλέψουν και τη λογική του ραγιά, του δωσίλογου και του προδότη, που συνιστούσε ευγνώµονα υποταγή στο Δοβλέτι και πρόβαλε το ακατόρθωτον του εγχειρήµατος της εξέγερσης, σε µια προσπάθεια να απελπίσει και να κρατήσει το λαό στο καθεστώς της στυγερής δουλείας. Η ιστορία µάς έχει παραδώσει αυτήν την ιδεολογία της Αντεπανάστασης καταγεγραµµένη σε κείµενα και σε συµπεριφορές. Να θυµηθούµε τις επιστολές και τους αφορισµούς συγκεκριµένων πολιτικών και εκκλησιαστικών ταγών κατά της Επανάστασης; Να θυµηθούµε τους πολυάριθµους ριψάσπιδες και νενέκους, που δελεάζονταν από τα Προσκυνοχάρτια του Κιουταχή και του Ιμπραήμ, και που εάν δεν αντιµετωπίζονταν µε «φωτιά και τσεκούρι» από τον Κολοκοτρώνη θα είχαν αλλάξει την έκβαση του αγώνα; Να θυµηθούµε εκείνους τους άθλιους Κουντουριώτη, Μαυροκορδάτο και Ορλάνδο, που έσπευσαν να υποθηκεύσουν αδίστακτα την ποτισµένη µε αίµα γη των Ελλήνων, προκειµένου να δανειστούν µε σκανδαλώδεις όρους από τους Άγγλους τοκογλύφους, για να χρηµατοδοτήσουν τις ληστρικές φατρίες τους κατά τον εµφύλιο σπαραγµό; Να θυµηθούµε, τέλος, την αρνητική απάντηση που έδωσαν οι προύχοντες της ευδαίμονος νήσου Χίου στην έκκληση των Υδραίων να συνδράµουν οικονοµικά τον αγώνα για την Ελευθερία με αντάλλαγµα τη μόνιμη ναυλοχία του Υδαίικου στόλου στο νησί, ώστε να προστατευθούν οι άοπλοι και απόλεµοι κάτοικοι; Ξεχνάμε ότι έκριναν συνετό να εµφανιστούν στις Οθωμανικές αρχές και να ορκιστούν πίστη και υποταγή στο Σουλτάνο; Δεν πέρασε πολύς καιρός και οι φρεγάτες, οι κορβέτες και τα περιπολικά µπριγαντίνια του Καπουδάν Πασά µαύρισαν τον ορίζοντα και μετέτρεψαν τη Χίο σε ένα απέραντο σφαγείο. Τι αποδεικνύεται επομένως; Ότι αν και νοµίζει ότι θα σωθεί δια της αµαχητί παραδόσεως και της σωφρόνου υποταγής, ο δειλός και ο απαθής τελικά προετοιµάζει τον αφανισμό του, συµπαρασύροντας όσους ηθεληµένα ή αθέλητα τον εµπιστεύτηκαν.
Δεν θα σας κουράσω άλλο. Αντί των κούφιων αναφωνήσεων «ζήτω το 1821», με τις οποίες συνήθως κλείνουν οι πανηγυρικοί της ημέρας, ζητώ απ’ όλους μας να στοχαστούμε σοβαρά γύρω από το εάν και πώς δικαιούµαστε εμείς σήμερα να εορτάζουµε την Επανάσταση του 1821. Συγκροτούμε άραγε όλοι εμείς οι νεοέλληνες λαό αντάξιο των «ένδοξων προγόνων μας», σε τούτες τις πιο κρίσημες ώρες της συλλογικής µας δοκιµασίας; Λαό πρόθυμο να αγωνιστεί μέχρι θυσίας για να διαφεντέψει τον τόπο του και να αναστήσει την Πατρίδα; Λαό ικανό να εκπληρώσει το χρέος του απέναντι στους νεκρούς και στους αγέννητους; Οι τύχες της Πατρίδας μας, αλλά και η τιµή της Γενιάς µας εξαρτώνται από το πώς θα απαντήσουµε στα ερωτήµατα αυτά.
Σας ευχαριστώ που µε ακούσατε. Και του χρόνου να είστε όλοι καλά.
Καρδάμυλα, Χίος 25 Μαρτίου 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου