Ἡ ταπείνωση μοιάζει μὲ τὸν ἀνελκυστήρα ποὺ ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ πατέρες τὴν ὀνομάζουν «ὑψοποιό». Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ταπεινὸ φρόνημα εἶναι ἀγαπητὸς στὸν Θεὸ, ποὺ τὸν θέτει πάντοτε ὑπὸ τὴν προστασία Του. Μᾶς τὸ ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος διὰ τοῦ στόματος τοῦ Προφήτη Ἡσαΐα: «Ἐπί τινα ἐπιβλέψω, ἀλλ’ εἰ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου» (Ἡσ. ξστ΄ 2). Καὶ τοῦτο γιατὶ ὡς ἀρετὴ ἡ ταπείνωση ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο ὅλων τῶν ἄλλων. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς παροτρύνει νὰ ἐνδυθοῦμε «σπλάγχνα οἰκτιρμῶν, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πραότητα, μακροθυμίαν» (Κολασ. γ΄ 12).
Ἡ ταπεινοφροσύνη πηγάζει ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους μας καὶ διαφέρει ἀπὸ τὴν ταπεινολογία ἢ τὴν ταπεινοσχημία ποὺ ὄχι μόνο δὲν χαριτώνει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν κάνει μισητὸ στὸν Θεό μας, ὁ ὁποῖος «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 5). Ὁ Γέροντάς μας Γαβριήλ, ἀπὸ τὴν Κύπρο, μᾶς νουθετοῦσε λέγοντας: «Ὀφείλουμε μὲ ταπείνωση νὰ διερχόμεθα τὶς ἡμέρες μας καὶ ὅλη μας τὴ ζωὴ μὲ ἀγάπη πρὸς πάντας ποιοῦντες τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου». Καὶ αὐτὴ ἡ ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν μας προϋποθέτει ταπείνωση. Ἡ ὁμολογία ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ αὐτὸ τὸ σκοπὸ ἔχει· καὶ ἄν παραλείψουμε κάτι ὁ πνευματικὸς δὲν ἔχει εὐθύνη· ὁ Θεὸς τὰ ξέρει ὅλα καὶ ὁ ἐξομολογούμενος ταπεινώνεται καὶ μισθὸ παίρνει γιὰ τὰ χάρισμα τῆς ταπεινοφροσύνης.
Ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος δὲν κρύβει μέσα του καθαρότητα, ἀλλὰ βόρβορο ἀνομιῶν, πλεονεξίας, φθόνου, μίσους, μισαλλοδοξίας, κακίας, ἐμπαθείας καὶ γίνεται κατοικητήριο ἀκαθάρτων πνευμάτων. Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἔρχεται μόνο στοὺς ταπεινοὺς ἀνθρώπους, αὐτοὺς ποὺ διαπνέονται ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ θυσιαστικὸ φρόνημα. Ὅταν ἱκανοποιοῦμε τὸ δικό μας θέλημα ἔχουμε ἐγωϊσμὸ καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἀγαποῦμε. Ὁ Θεὸς θέλει ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ νὰ ἔχουμε ταπείνωση, γιὰ νὰ ἀναπληρώσουμε τὸ «ἐκπεσὸν τάγμα» τοῦ ἑωσφόρου. Αὐτὸ τὸ ξέρει καὶ ὁ διάβολος, γι᾽ αὐτὸ ἀπὸ μικρὰ ἀκόμη παιδιὰ μᾶς πειράζει καὶ βάζει μέσα μας τὸ δηλητήριο τῆς ὑπερηφανείας, γιὰ νὰ μὴν μποροῦμε νὰ προχωροῦμε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας.
Ὁ ταπεινὸς ἅγιος Γέροντας Διονύσιος, ὁ Κολιτσιώτης, τόνιζε ἰδιαίτερα, ὅτι πρέπει νὰ πολεμοῦμε τὸν ἐγωϊσμὸ καὶ νὰ ἀγαποῦμε τὴν ταπείνωση ποὺ φέρνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας. Συνήθιζε νὰ λέει ὅτι, «ἂν ἔχεις ταπείνωση, ἔχεις ὅλες τὶς ἀρετὲς μέσα σου. Ὁ Σατανᾶς μᾶς πολεμάει νύχτα καὶ ἡμέρα μὲ τὸν ἐγωϊσμὸ καὶ τὴν ὑπερηφάνεια. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἐγωϊσμὸ δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ καὶ μένει πάντα μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο. Τὸ ταπεινὸ φρόνημα φέρνει τὸ θεῖο φωτισμὸ καὶ τὴν διάκριση».
Ὁ Γέροντας Διονύσιος ἦταν κάτοχος τῆς μεγαλύτερης ἀρετῆς ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὴν ταπείνωση, τῆς ἀρετῆς τοῦ «δοῦλος Θεοῦ εἰμι». Λέγεται ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἀπὸ τὸ Ἔσσεξ σὲ μιὰ σύναξη ρώτησε ποιὰ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀρετή. Ὁ ἕνας εἶπε ἡ ταπείνωση. Ὄχι τοῦ ἀπάντησε. Ἄλλος εἶπε ἡ ἀγάπη. Ὄχι πάλιν εἶπε. Ἄλλος ἀνέφερε τὴν ὑπακοή. Οὔτε αὐτὴ ξαναεῖπε. Ἐ, τότε ποιὰ εἶναι, τοῦ εἶπαν. Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ ἀπάντησε, εἶναι ἐκείνη τὴν ὁποία ὁ Κύριος, μᾶς δίδαξε λέγοντας ὅτι «ὅταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα ὑμῖν, δηλαδὴ ἀγάπη καὶ ταπείνωση καὶ ὑπακοή, νὰ λέτε ὅτι, «δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅ,τι ὀφείλωμεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. ιζ΄ 10). Κάποτε ρωτήθηκε ὁ Γέροντας Διονύσιος: «Γέροντα ποιὸς εἶναι ὁ βασικός σας ἀγώνας σὰν ἀσκητής; Οἱ ἀγρυπνίες, οἱ μετάνοιες, ἡ εὐχή, ἡ διακονία»;
Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε. «Προσπαθῶ νὰ μὴν κατακρίνω κανένα, νὰ μέμφομαι τὸν ἑαυτό μου ὅτι εἶμαι ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς καὶ νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ ἔχω χρέος νὰ κάνω σὰν δοῦλος Χριστοῦ. Ἔτσι καὶ ἐσεῖς νὰ αὐτομέμφεστε, ὅτι εἶστε οἱ πιὸ ἁμαρτωλοί, ἔστω κι ἂν κάνετε ὅλες τὶς ἀρετές, ἔστω κι ἂν τηρεῖτε ὅλες τὶς ἐντολές. Νὰ σκέφτεστε ὅτι εἴσαστε δοῦλοι Χριστοῦ καὶ κάνετε αὐτὸ ποὺ ἔχετε χρέος νὰ κάνετε».
Οἱ ἄνθρωποι, ἔλεγε ὁ Γέροντας, «καλὸ εἶναι νὰ ἀποκτοῦν ὡς θεμέλιο τὴν ταπεινοφροσύνη! Δυστυχῶς, οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας στεροῦνται ταπεινοῦ φρονήματος καὶ ἀνατρέφουν τὰ παιδιά τους, ἀκόμη ἀπὸ τὴ βρεφική τους ἡλικία, μὲ ἀλαζονεία. Τοὺς καυχησιολογοῦν καὶ τοὺς ἀποτυπώνουν στὴν ψυχή τους τὴν ἀντίληψη ὅτι εἶναι “ξεχωριστὰ παιδιά”, εἶναι μοναδικὰ παιδιά, εἶναι πριγκηπόπουλα, καὶ ἔτσι σακατεύουν τὴν εὐαίσθητη ψυχή τους. Βάζουν μέσα τους τὴ σφραγίδα τῆς ἀλαζονείας, ἀπὸ τὴν ὁποία μὲ πολὺ μεγάλη δυσκολία καὶ κόπο ἀπαλλάσσονται.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας, πίστευε ὅτι μόνη της ἡ ταπείνωση ἔχει τὴ δύναμη νὰ νικήσει τοὺς δελεασμοὺς τοῦ πονηροῦ, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀνοιχτὴ πύλη τῆς ἀγάπης. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη διέκρινε καὶ τὸν Γέροντα Διονύσιο τῆς Κολιτσοῦς, ὁ ὁποῖος ὅταν ἐπιτιμοῦσε κάποιον ἀδελφό, πράγμα ποὺ τὸ ἔκανε πολὺ σπάνια, δὲν ἔλεγε ὅπως ἐμεῖς, ἀνόητε, βλάκα, χαζέ, ἀναίσθητε, καὶ ἄλλα παρόμοια, ἀλλὰ ἔλεγε τὴν ἑξῆς φράση ποὺ δὲν ἔθιγε: «Βρέ, μὴ θεοποιημένε μὲ τὸ μυαλό!». Αὐτὸς ὁ τρόπος ἐπιτιμήσεως ἐξέφραζε τὴν μὲ ταπείνωση ἀγάπη καὶ διάκριση τοῦ Γέροντος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐντελῶς τὸ νοῦ του στὸ Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη του τοῦ ἀπαγόρευε νὰ κρίνει τὸν ἀδελφό του.
Ἡ ταπείνωση ἔχει μεγάλη δύναμη καὶ διαλύει τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου. Εἶναι τὸ πιὸ δυνατὸ σὸκ γιὰ τὸν διάβολο. Ὅπου ὑπάρχει ταπείνωση, δὲν ἔχει θέση ὁ διάβολος. Καὶ ὅπου δὲν ὑπάρχει διάβολος δὲν ὑπάρχουν πειρασμοί. Μιὰ φορὰ ἕνας ἀσκητὴς ζόρισε ἕνα ταγκαλάκι νὰ πεῖ τὸ «Ἅγιος ὁ Θεός…» Εἶπε τὸ ταγκαλάκι «Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος» καὶ σταμάτησε ἐκεῖ. Τὸ «ἐλέησον ῆμᾶς» δὲν τὸ ἔλεγε. Πές: «ἐλέησον ἡμᾶς», ἐπέμενε ὁ ἀσκητής. Ἐκεῖνο τίποτα! Ἂν τὸ ἔλεγε, θὰ γινόταν Ἄγγελος. Ὅλα τὰ λέει τὸ ταγκαλάκι, τὸ «ἐλέησον ἡμᾶς» δὲν τὸ λέει, γιατὶ χρειάζεται ταπείνωση. Τὸ «ἐλέησόν με» κρύβει ταπείνωση καὶ μὲ αὐτὴ δέχεται ἡ ψυχὴ τὸ μέγα ἔλεος τοῦ Θεοῦ ποὺ ζητάει.
Ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε, ταπείνωση, ἀγάπη καὶ ἀρχοντιὰ χρειάζονται. Τὰ πράγματα εἶναι ἁπλᾶ. Ἐμεῖς τὰ κάνουμε δύσκολα. Ὅσο μποροῦμε στὴ ζωή μας νὰ κάνουμε ὅ,τι εἶναι δύσκολο στὸ διάβολο καὶ εὔκολο στὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωση δυσκολεύουν τὸν διάβολο καὶ εὐκολύνουν τὸν ἄνθρωπο. Ἕνας φιλάσθενος ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἄσκηση, μπορεῖ νὰ νικήσει τὸν διάβολο μὲ τὴν ταπείνωση. Σὲ κλάσμα τοῦ δευτερολέπτου μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ γίνει Ἄγγελος ἢ ταγκαλάκι. Πῶς; Μὲ τὴν ταπείνωση ἢ τὴν ὑπερηφάνεια. Μήπως χρειάσθηκαν ὦρες γιὰ νὰ γίνει ὁ Ἑωσφόρος ἀπὸ Ἄγγελος διάβολος; Μέσα σὲ δευτερόλεπτα ἔγινε ἡ κάκιστη ἀλλοίωση καὶ ἡ πτώση. Ὁ εὐκολότερος τρόπος γιὰ νὰ σωθοῦμε εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωση. Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταπείνωση νὰ ἀρχίσουμε τὸν ἀνηφορικὸ τῆς ἀρετῆς Γολγοθᾶ καὶ νὰ εἴμαστε σίγουροι ὅτι Κυρηναῖο μας θὰ ἔχουμε πάντοτε τὸν ἴδιο τὸν Κύριό μας.
Ὅταν μᾶς ταπεινώνουν οἱ ἄλλοι καὶ τὸ δεχόμαστε, τότε ἔχουμε πραγματικὴ ταπείνωση ποὺ δὲν μένει στὰ λόγια, ἀλλὰ γίνεται πράξη. Μιὰ φορὰ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, ὁ Αἰτωλός, ρώτησε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεἶ γύρω του: «Ποιός ἀπὸ ἐσᾶς δὲν ἔχει ὑπερηφάνεια;». «Ἐγώ», εἶπε κάποιος. «Ἔλα ἐδῶ ἐσὺ ποὺ δὲν ἔχεις ὑπερηφάνεια, τοῦ λέει. Κόψε τὸ μισὸ μουστάκι καὶ πήγαινε στὴν πλατεία». «Ἀ, αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ τὸ κάνω», τοῦ ἀπαντᾶ. «Ἐ, τότε δὲν ἔχεις ταπείνωση», τοῦ λέει. Ἤθελε μὲ αὐτὸ ὁ Ἅγιος νὰ πεῖ, ὅτι χρειάζεται ἔμπρακτη ταπείνωση.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βλέπει τὸν ἑαυτό του πιὸ κατώτερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους τότε βγαίνει ἐπάνω στὸν Οὐρανό. Ἐμεῖς, δυστυχῶς, συγκρίνουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τοὺς ἄλλους καὶ βγάζουμε συμπεράσματα ὅτι εἴμαστε ἀνώτεροι ἀπὸ ἐκείνους. Ὅταν ποῦμε «Δὲν εἶμαι σὰν κι αὐτόν», μοιάζουμε μὲ τὸ Φαρισαῖο ποὺ ἔλεγε στὸ Θεό: «Δὲν εἶμαι σὰν κι’ αὐτὸν τὸν Τελώνην». Ἀπὸ τὴ στιγμή, ὅμως, ποὺ ἔχουμε τὸ λογισμό, ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι κατώτερος ἀπὸ ἐμᾶς, δὲν μποροῦμε νὰ βοηθηθοῦμε στὴν ἄνοδο τῆς κλίμακος τῆς ἀρετῆς. Παραμένουμε στὰ πρῶτα σκαλοπάτια, ἂν δὲν παρασυρόμαστε καὶ πιὸ κάτω, μὲ πτώση ἑωσφορική.
Ὅποιος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν πρόοδο τὴν πνευματική, δὲν βλέπει τὴν πρόοδό του, ἀλλὰ μόνο τὶς πτώσεις του. Οἱ ταπεινοὶ καὶ ἀφανεῖς ἀγωνιστὲς εἶναι αὐτοὶ ποὺ φυλάσσουν τὸν πνευματικό τους θησαυρό στὸ θησαυροφυλάκιο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ μεγάλη χαρὰ νὰ νιώθουμε ὅταν ζοῦμε στὴν ἀφάνεια, γιατὶ τότε θὰ δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ στὴν ἄλλη ζωὴ καὶ θὰ νιώθουμε καὶ ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ τὴν παρουσία Του δίπλα μας.
Ὅταν ὑπάρχει ταπείνωση ὁ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ ρίξει τὴν ψυχή. Ὁ ταπεινὸς δὲν πέφτει, γιατὶ πετάει χαμηλὰ καὶ ἂν πέσει θὰ πέσει στὰ μαλακά. Ἀντίθετα ὁ ὑπιπέτης, ὁ ἐγωϊστὴς ποὺ πετάει στὰ ὑψηλά, ὅταν πέσει ἡ πτώση του θὰ εἶναι θανατηφόρα. Ὁ Γερο- Ἀββακοὺμ ὁ Λαυρεώτης, ὅταν ἀσκήτευε στὴν ἔρημο τῆς Βίγλας, τί εἶχε πάθει! Μιὰ ἡμέρα ποὺ ἔκανε προσευχὴ μὲ τὸ κομβοσχοίνι ἐπάνω σὲ ἕνα βράχο τοῦ παρουσιάζεται ξαφνικὰ ὁ διάβολος ὡς «ἄγγελος φωτός». «Ἀββακούμ, τοῦ λέει, μὲ ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ σὲ πάρω στὸν Παράδεισο, γιατὶ ἔγινες πιὰ ἄγγελος. Ἔλα νὰ πετάξουμε». «Μά, ἐσὺ ἔχεις φτερά, τοῦ λέει ὁ Γέροντας, ἐγὼ πῶς θὰ πετάξω;». Καὶ ὁ δῆθεν ἄγγελος τοῦ λέει: «Καὶ ἐσὺ ἔχεις φτερά, ἀλλὰ δὲν τὰ βλέπεις». Τότε ὁ Γερο-Ἀββακοὺμ ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ εἶπε μὲ ταπεινὸ φρόνημα: «Παναγιά μου, τί εἶμαι ἐγώ, γιὰ νὰ πετάξω;». Ἀμέσως ὁ δῆθεν ἄγγελος ἔγινε ἕνα μαῦρο παράξενο κατσίκι μὲ φτερὰ σὰν τῆς νυχτερίδας καὶ ἐξαφανίσθηκε.
Βλέπετε πῶς μὲ τὴν ταπείνωση μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου;
Δρ Χαραλαμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου