Λόγος εις το «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα
και ο υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται
εις χείρας αμαρτωλών».
Αυξάνει την αγωνία της γλώσσης το ενδιαφέρον των ακροατών· ο πόθος της συνάξεως της Εκκλησίας για θείαν διδασκαλία μου αυξάνει τον φόβο εμπρός στο εγχείρημα της ομιλίας. Γι’ αυτό ο Δεσπότης καταπραΰνοντας τον φόβο του λόγου εβόησε: «Μακάριοι οι λέγοντες εις ώτα ακουόντων», αυτοί που ρίπτουν τον σπόρο της διδασκαλίας σε γόνιμο γη, και συσσωρεύουν δόγματα αγαθά στο αλώνι της ψυχής· επειδή αξίζει να κοπιάσει κανείς γι’ αυτήν, ελπίζοντας να δρέψει τους καρπούς του κηρύγματος.
Και οι μεν Ιουδαίοι και τις προφητείες απέφευγαν να ακούσουν, αλλά και οι νουθεσίες ήσαν ανεπιθύμητες, όπως ευρίσκουμε γραμμένο στους Προφήτες. Διότι λέγει «Κύριε , τις επίστευσε τη ακοή ημών;». Γι’ αυτό ο Ιερεμίας, αναζητώντας εύλογη πρόφαση, προέβαλε την ηλικία: «Νεώτερος εγώ ειμί, και λαλείν ουκ επίσταμαι (δεν γνωρίζω καλώς)».Και ο Μωϋσής, όταν εκλήθη στην ηγεμονία του λαού, αποφεύγει την τιμή κατηγορώντας τον εαυτό του· «ισχνόφωνός ειμι και βραδύγλωσσος». Η παραίτηση των αποστελλομένων ελέγχει τον απειθή χαραχτήρα των Ιουδαίων. Πάντοτε ήταν θεομάχο το γένος αυτό και αντίπαλο στις θείες ευεργεσίες. Κάποτε θρηνούσαν για την Αιγυπτιακή δουλεία, και όταν απηλλάγησαν, λοιδορούσαν αυτόν που τους απήλλαξε· «παρά το μη είναι μνήματα εν Αιγύπτω εξήγαγεν ημάς αποκτείναι εν ερήμω». Διέτρεχαν ως λεωφόρο την θάλασσα, με πόδια σκονισμένα οδοιπορούσαν στο πέλαγος και απέδιδαν την ευεργεσία στον μόσχο, βοώντας «Ούτοι οι θεοί σου, Ισραήλ, οι εξαγαγόντες σε εκ γης Αιγύπτου». Ο ουρανός πάλιν απέστελλε τις νιφάδες του μάννα κι αυτοί από κάτω βλασφημούσαν φωνάζοντας· «Κατάξηρος γέγονεν η ψυχή ημών επί τω άρτω τω διακένω» (κούφιο). Ακολουθούσε πέτρα που κατέκλυζε με χείμαρρους την έρημο και ένα πλήγμα της ράβδου κυοφόρησε πολλές πηγές υδάτων· αλλά ούτε αυτό καθάρισε την αχάριστο γλώσσα τους και παρά την απόλαυση αυτή έλεγαν: «Επεί (επειδή) επάταξε πέτραν και ερρύησαν ύδατα και χείμαρροι κατεκλύσθησαν, μη και άρτον δύναται δούναι;». Όταν πάλιν αγνοούσαν τον δρόμο, συνοδοιπορούσε νεφέλη που έλυε την άγνοια και εμπόδιζε την φλόγωση των αχτίνων. Στύλος πυρός φωταγωγούσε την νύκτα, αλλά αυτοί ατιμάζοντας εκείνον που τους τιμούσε με τα θαύματα έλεγαν: «θώμεν (να τοποθετήσωμε) αρχηγούς και αποστρέψωμεν (να επιστρέψωμε) εις Αίγυπτον». Σύννεφα από όρνιθες έφερνε ο αέρας, ετοιμάζοντάς τους συσσίτιο ωσάν σε ξένους οδοιπόρους. Σαράντα χρόνια τα ιμάτιά τους τριβόμενα παρέμεναν καινούρια, νικώντας τον χρόνο και την φύση, και μαζί με τα ιμάτια διατηρούνταν καινούρια λόγω της ανάγκης και τα υποδήματα, για να αντέξουν στα σαράντα χρόνια πορείας. Όταν πολεμούσαν συμμαχούσε μαζί τους η τροχιά των στοιχείων της φύσης, τότε που ο ήλιος διδασκόμενος να επιβραδυνθεί, επιτάχυνε την νίκη αυξάνοντας την διάρκεια της ημέρας, για να τους αναδείξει νικητές αυθημερόν. Επιμηκύνοντας τον δρόμο του συνέστειλε της νίκης τον χρόνο, ίσως όμως και να αύξησε την διάρκεια του χρόνου· και αυτό για να μη λυπήσει τους ήδη ταλαιπωρημένους για την αναβολή της νίκης. Μετά τον ήλιο σταμάτησε και το ρεύμα του Ιορδάνη και αναχαιτίστηκε η ορμή του παραχωρώντας τους τόπο να βαδίσουν· στάθηκε ο φυσικός νόμος της ροής αναμένοντας την διέλευσή τους. Οι βασιλείς άκουσαν και ταράχθηκαν, οι πόλεις αυτομάτως υπέκυπταν. Κυκλώθηκε η Ιεριχώ και εξεδύθη τον κύκλο του τείχους, σαν να αποφεύγει τους κατοίκους της και να προστρέχει στους Ισραηλίτες. Ποία ήταν η ευχαριστία για όλα αυτά; «θώμεν αρχηγούς και αποστρέψωμεν εις Αίγυπτον».
Αυτά όμως που επηκολούθησαν ήσαν φοβερότερα από τα προηγούμενα· προσκύνησαν το ξόανο των Μωαβιτών· οι νικητές να προσκυνούν τα είδωλα των νικημένων! Χύθηκαν αίματα προφητικά, κατέκαψαν βιβλία Μωσαϊκά, μίσησαν θρησκεία θεοφιλή, έστησαν αγάλματα δαιμονικά.
Αυτά όμως είναι αρχαία και παλαιά. Πως άραγε συμπεριφέρθηκαν με την ενανθρώπηση του Σωτήρα; Λυπήθηκε ο Χριστός τους ανθρώπους και ήλθε προτείνοντας χείρα σωτηρίας στο γένος μας. Δεν άλλαξαν όμως τρόπους, να εντραπούν τα θαύματα, αλλά έτρεξε μέσα στο χρόνο η γνώμη των προγόνων και ηύρε τους κληρονόμους. Νιφάδες θαυμάτων, πέλαγος οι θεραπείες, αφθονία κάθε αγαθού· αλλά ευεργετούμενοι πενθούσαν και κήρυτταν με λόγια την απορία της ψυχής τους· «τι ποιήσωμεν, ότι ο άνθρωπος ούτος πολλά σημεία ποιεί;». Έβλεπαν τα πάθη να διώκονται και στρώθηκαν στην ψυχή με το πάθος του φθόνου· την λύση της συμφοράς των άλλων θεωρούσαν ιδική τους συμφορά. Παράλυτος ηγέρθη, τυφλός ανέβλεψε, νεκρός ανακήρυξε του θανάτου την ήττα και ο ιατρός εξισούτο με τους εγκληματίες. Ελευθερώνονταν από τα χέρια των δαιμόνων και δεν ντρέπονταν να αποκαλούν δαιμονισμένο αυτόν που τους ελευθέρωσε από τους δαίμονες. Και πάλιν επέμεναν να θρηνούν: «Τι ποιήσωμεν, ότι ο άνθρωπος ούτος τοιαύτα σημεία ποιεί;» Αίσχος της ανθρώπινης φύσης απεδείχθη ο τρόπος των Ιουδαίων. Δεν υπέφεραν άλλο, το πάθος τους οδήγησε στον φόνο· τους φαίνεται όμως άδοξος ο φόνος ο απλός· μηχανεύονται τον Σταυρό, και έτσι αναμιγνύοντας τα θαύματα με την επαίσχυντο παρανομία προπαρασκεύαζαν την θεραπεία του φθόνου τους. Αλλά δεν του διέφευγαν όλα αυτά του Χριστού που εκουσίως ερχόταν προς το Πάθος, αφού από ενωρίς προφητικά προκαλούσε το θάνατο λέγοντας «Λύσατε τον ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγέρω αυτόν». Δεν αγνοούσε το Πάθος αυτός που είπε «εξουσίαν έχω θείναι (να αποθέσω) την ψυχήν μου· και εξουσίαν έχω λαβείν αυτήν (να αναστηθώ)».
Διότι το Πάθος ανήκε στην θείαν οικονομία· και θα το τολμούσαν μεν παρανόμως οι Ιουδαίοι, θα το είχε οικονομήσει όμως για την σωτηρία μας ο Θεός. Αλλά ο φιλόχριστος χορός των Αποστόλων αθυμούσε ακούγοντας για το Πάθος, και ο λόγος πλήγωνε την ψυχή τους κάμνοντάς τους να προγευθούν το Πάθος με το πένθος. Απαλύνοντας δε την υπερβολική λύπη των μαθητών ο Σωτήρας συνέπλεκε τη μνήμη του Πάθους με την προαγγελία της Αναστάσεως. Αλλά και τους υπενθύμιζε επανειλημμένως το Πάθος. Το ελάφρυνε με την συχνή μελέτη της διηγήσεως, για να μην εκπλαγούν από την απότομο θέα και έτσι η ψυχή τους βυθισθεί σε πολύ μεγαλύτερο πένθος. Γι’ αυτό και τώρα ο Σωτήρας προαναγγέλλοντας το Πάθος λέγει: «Ιδού, αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, και ο Υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται εις χείρας πρεσβυτέρων και γραμματέων, και αποκτενούσιν αυτόν... και τη Τρίτη ημέρα αναστήσεται». Αποδεικνύει ότι και τον χρόνο γνωρίζει και ότι εκουσίως έρχεται προς το πάθος. Θα ημπορούσα, λέγει, και να παραιτηθώ από το πάθος αλλάζοντας πορεία και να αποφύγω την θανάτωσή μου απομακρυνόμενος από τον τόπο του φόνου· αλλά ο καιρός απαιτεί τον Σταυρόν, η ανάγκη κυοφορεί το πάθος, η προθεσμία της παρουσίας μου αναζητεί αφορμήν για να λήξη. Γι’ αυτό προηγουμένως απέφευγα τον λιθοβολισμό, διότι ανέμενα τον Σταυρό. Γι’ αυτό και είχα εξαφανισθεί, όταν ηθέλησαν να με ρίψουν στον γκρεμό. Επειδή ήλθα για να θεραπεύσω τον θάνατο που προξένησε στον Αδάμ το ξύλο· για να καρφωθώ σε ένα ξύλο, ανακόπτοντας έτσι την πορεία των κακών που προήλθαν από το ξύλο. Υπηρέτες δε του πάθους μου είναι οι Φαρισαίοι και οι Γραμματείς και οι πρεσβύτεροι, οι επικεφαλής του Νόμου, αυτοί οι οποίοι ενώ έχουν την τιμή να θεωρούνται διάδοχοι του Μωϋσέως, συμπράττουν με τον διάβολο. Οι μαθητές του Νομοθέτου, υπασπιστές του παρανόμου. Σε σας όμως τους ιδικούς μου προλέγω το Πάθος και θεραπεύω την λύπη προμηνύοντας την Ανάσταση: «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, και ο Υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται εις χείρας πρεσβυτέρων και γραμματέων και αποκτενούσιν αυτόν και τη τρίτη ημέρα αναστήσεται». Εάν λυπάστε για το Πάθος, ας σας θεραπεύσει την λύπη η Ανάσταση· εάν φρίττετε τον Σταύρο, ευφρανθείτε για τη νίκη: «τη Τρίτη ημέρα εγερθήσομαι».Πορεύομαι σε έτοιμη νίκη, σύντομα θα εγείρω το τρόπαιον, έχει ορισθεί ο χρόνος της στεφανώσεως. Πορεύομαι στον θάνατο για να τον υποχρεώσω να μην είναι η εξουσία του στους ανθρώπους αθάνατος. Και θα αναστηθώ από τον τάφο εγκαινιάζοντας την Ανάσταση. Θα διδάξω τον Άδη να περιμένει διάδοχο του την Ανάσταση. Με εμένα παύει ο θάνατος και φυτεύεται η αθανασία. Μικρόν θα είναι το μεταίχμιο μεταξύ του θανάτου και της ζωής· διότι δεν κατέρχομαι για να εξοφλήσω αμαρτία, αλλά για να την καταργήσω. Δεν άντεξε όμως στα λόγια αυτά η ψυχή των μαθητών, αλλά από την μνήμη του πάθους κάμφθηκαν και τους κυρίευσε όλους η σιωπή. Ο Πέτρος όμως εξεπλάγη ακούγοντας αυτά και μη υποφέροντας από πόθο το πάθος, έπιασε το χέρι του Κυρίου και είπε: «Ιλεώς σοι, Κύριε, ου μη έσται σοι τούτο». Η φωνή απεκάλυψε την πληγή της ψυχής. Τι λέγεις, ω Δέσποτα, πως μελετάς Σταυρό και ομιλείς περί πάθους; Θα τολμήσει να σου επιτεθεί ο θάνατος, αφού δεν άντεξε ούτε την φωνή σου ο Άδης; Προηγουμένως φώναξες νεκρό τον υιό της χήρας και ο θάνατος έφυγε, αδυνατώντας να τον οδηγήσει ακόμη και μέχρι τον τάφο. Πως λοιπόν θα δεχθεί ο θάνατος αυτόν τον οποίο φοβείται; Άφησε αυτά τα λόγια, ω Δέσποτα. Ο Ηλίας υπερπήδησε τον θάνατο, ο Ενώχ μετετέθη διαφεύγοντας από τον Άδη και πως ο Χριστός θα υποκύπτει στο θάνατο;
Αυτά έλεγε ο Πέτρος για το Πάθος, τον αποστόμωσε όμως ο Χριστός επιτιμώντας τον με δριμύτητα: «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά, σκάνδαλόν μου ει, ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων». Τι λέγεις, Πέτρε, εμποδίζεις τον θάνατο; Δεν αποβλέπεις λοιπόν στην Ανάσταση; Εμποδίζεις τον Σταυρό; Πως θα επιτευχθεί η νίκη; Να μη γίνει το πάθος; Πως θα έλθει η απάθεια; Να μη προσηλώσω το Σώμα μου στο ξύλο; Πως λοιπόν θα σχισθεί το χειρόγραφο των αμαρτημάτων που εγράφη με το ξύλο; Να μην ανέβω στο ύψος; Πως λοιπόν να θριαμβεύσω κατά του διαβόλου; Να αποφύγω την ταφή; Πως λοιπόν θα καταργηθούν οι τάφοι; Να μη κατέλθω στους νεκρούς; Πως λοιπόν θα δέσω τον Άδη; Πως θα χαρίσω τη λύση στους αλυσοδεμένους; Να αποφύγω τον Σταυρό; Πως λοιπόν θα θεραπεύσω τα τραύματα του Αδάμ; Πως αλλιώς θα θεραπευθεί η παράβαση του πρωτοπλάστου; Χωρίς να το θέλεις, Πέτρε, συνηγορείς με τον διάβολο. Να αποφύγω τον θάνατο; Πως λοιπόν θα εκπληρωθούν οι προφητείες; Θα έχεις την κατακραυγή του Ησαΐα, ο οποίος θα σου φωνάξει ακόμη δυνατότερα: «Ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη, και ως αμνός εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος». Θα σου διηγηθεί την ωφέλεια του πάθους, λέγοντας: «Ου τω μώλωπι ημείς πάντες ιάθημεν». Θα σε επικρίνει και ο Ιερεμίας εικονίζοντας το πάθος: «Ιδού ως αρνίον άκακον αγόμενον του θύεσθαι, ουκ έγνων». Από το άλλο μέρος θα σε καταγγείλει ο Δαυΐδ εξυμνώντας με την κιθάρα του την ευωδία του πάθους: «Σμύρναν και στάκτην και κασσίαν από των ιματίων σου». Θα βρεις αντιμέτωπο τον Ζαχαρία, ο οποίος λέγει: «Και όψονται προς με, προς ον εξεκέντησαν». Και άλλος θα σου πεί: «Και δύσεται ο ήλιος μεσημβρίας». Και πάλι: «Ούτε ημέρα, ούτε νυξ, και προς εσπέραν έσται φως». Περίμενε λίγο, Πέτρε, και θα δείς την πραγματοποίηση των λόγων αυτών· τον ήλιο στο μέσον της ημέρας να αρπάζεται και νύκτα πρόωρος να απλώνεται στην κτίση. Τις πέτρες να χωρίζονται, τον Άδη να λαφυραγωγείται· τον θάνατο να ακυρώνεται· τον διάβολο να εκπίπτει από την τυραννική εξουσία του· τον δήμο των νεκρών ελεύθερον. Αυτά όλα, Πέτρε, θέλεις να τα εμποδίσω; Θέλεις να τα συγκρατήσω; Να ματαιώσω την πραγματοποίησή τους; «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά· ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων». Τι τραχύτητα έχουν τα λόγια αυτά, ω Δέσποτα; Τι φοβερά η επιτίμηση αυτή κατά του Πέτρου; Προ ολίγου άκουσε από σε «Μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά» και τώρα αποκαλείς τον Απόστολο σατανά; Προ ολίγου είπες: «Συ εί Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησία»· και τώρα τον αποκαλείς σκάνδαλο και όργανο του διαβόλου; Και ο μεν Ιούδας δεν επιτιμάται, αν και σε πωλεί και σε φενεύει· κλείνει συμφωνία με τους Ιουδαίους εναντίον σου· βλέπει να τιμάσαι με το μύρο και αγανακτεί και υπολογίζοντας με ακρίβεια το ποσόν που εζημιώθη φωνάζει: «Εις τι η απώλεια αυτή; Ηδύνατο τούτο πραθήναι πολλού(να πωληθή ακριβά)» και ελέγχει με αυτά τα λόγια την ανοχή σου. Και συ δεν αγανάκτησες, δεν επιτίμησες· αντιθέτως απομάκρυνες τον θυμό εκφράζοντας τον οίκτο σου με τους λόγους «Τι κόπους παρέχετε τη γυναικί; Καλόν έργον ειργάσατο εις εμέ. Βαλούσα γαρ αύτη το μύρον, εις το ενταφιάσαι με πεποίηκε». Σαν να λέγει δηλαδή προς τον Ιούδα: Μη με στερήσεις με τις συκοφαντίες σου από τα εντάφια, εφ’ όσον μου στερείς και τη ζωή. Αυτή η γυναίκα με προετοιμάζει με τα εντάφια για τον φόνο που προξένησες εσύ. Υπολόγισε το αντίτιμο του μύρου ως έξοδα για την ταφή· αφού διαπραγματεύεσαι ήδη τον φόνο, υποχώρησε τουλάχιστον στο θέμα της ταφής.
Τον είδες να έρχεται εναντίον σου με στρατιώτες και όπλα και ξύλα και δεν είπες «ύπαγε οπίσω μου, σατανά». Δεν τον επιτίμησες με λόγια, δεν τον εφόβησες με έργα, αλλά και τον προέτρεψες προς το εγχείρημα· «Εταίρε (σύντροφε), εφ’ ω πάρει» (κάμε αυτό για το οποίον ήλθες). Ανάλαβε το έργο, μη αναβάλεις την τόλμη· επικύρωσε την πώληση με την πράξη. Και έτσι μεν συμπεριφέρθηκες στον Ιούδα· ενώ ο Πέτρος που σε αγαπά υβρίζεται, και επειδή σε λυπάται πληγώνεται; Από άγνοια έσφαλε, πως με τα λόγια μαστιγώνεται; Ναι, λέγει ο Σωτήρας, ο φιλάνθρωπος· όπου το τραύμα είναι ανίατο, εκεί το φάρμακο είναι άχρηστο· όπου όμως υπάρχει ελπίδα θεραπείας, εκεί η τομή είναι ίαση. Όπου αναγνωρίζω μαθητή, και αν υβρίζω, παιδαγωγώ· ενώ όπου ο τρόπος είναι ξένος προς εμένα, η νόσος ανίατος. Και του ενός μεν θεραπεύω την άγνοια, του δε άλλου προκαλώ την παραφροσύνη. Αλλά συ μεν, ω Πέτρε, με συμβουλεύεις να παραιτηθώ από το πάθος· εγώ όμως σε παροτρύνω να μιμηθείς τον θάνατό μου, να δεχθείς τον σταυρό, να υπομείνεις το πάθος, να ποθήσεις τον κίνδυνο με ζήλο. Διότι «ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι». Το πάθος, οδός σωτηρίας· και ο Σταυρός, πρόξενος Βασιλείας. Με την κοινωνία των Παθών μου να δείξετε ότι είστε μαθητές μου· και έτσι, επειδή θα πάθετε προς χάριν μου, θα βασιλεύσετε μαζί μου. «Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν».
Πηγή: www.imconstantias.org.cy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου