Ομιλία που εκφωνήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Βασιλεωνοίκου Χίου στα πλαίσια του σχολικού εορτασμού της μνήμης των Τριών Ιεραρχών από τον Θεολόγο Καθηγητή του 1ου ΕΠΑΛ Χίου Κωνσταντίνο Γεωργ. Καρατζά.
Σεβαστέ πατέρα, κύριοι Δημοτικοί Σύμβουλοι, κύριε Πρόεδρε του Τοπικού Συμβουλίου Βασιλεωνοίκου, κύριοι Τοπικοί Σύμβουλοι, κύριε Διευθυντά του Σχολικού Κέντρου Καμποχώρων, κύριοι συνάδελφοι εκπαιδευτικοί, αγαπητές μαθήτριες και μαθητές, κυρίες και κύριοι˙ κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους υπάρχουν κάποιες ημέρες, που αντί να γίνεται μάθημα πραγματοποιούνται σχολικές εορτές. Κάποιες απ’ αυτές συνδέονται με νικηφόρες πολεμικές αναμετρήσεις του Έθνους μας (28η Οκτωβρίου, 25η Μαρτίου και 11η Νοεμβρίου), κάποιες με σημαντικά γεγονότα απ’ τη ζωή του Χριστού, του Σωτήρα όλων των ανθρώπων (Χριστούγεννα και Πάσχα) και η γιορτή του Πολυτεχνείου την 17η Νοεμβρίου με την αντίσταση της τότε ελληνικής νεολαίας ενάντια στη Χούντα των Συνταγματαρχών.
Υπάρχει, ωστόσο, και μια σχολική εορτή, η οποία έχει ένα ξεχωριστό χαρακτήρα, μιας και συνδέεται με κατακτήσεις του Έθνους μας στο χώρο του πνεύματος και της παιδείας. Έτσι, λοιπόν, ήρθαμε σήμερα εδώ για να τιμήσουμε την ιερή μνήμη Τριών μεγάλων Ιεραρχών και οικουμενικών διδασκάλων, του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου (του γνωστού σ’ όλους μας Άγιου Βασίλη), του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου ή Ναζιανζηνού και του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Να μνημονεύσουμε και να τιμήσουμε με τον δέοντα τρόπο το καλύτερο δείγμα του πνευματικού θησαυρού που διαθέτει ο Ορθόδοξος Ελληνισμός, όπως αυτό έχει κατοχυρωθεί στη συνείδηση της Εκκλησίας και της Πολιτείας. Ήρθαμε, επίσης, εδώ σήμερα για να εορτάσουμε την ημέρα των Γραμμάτων, μιας και οι Τρείς Ιεράρχες έζησαν τον 4ο μ. Χ. αιώνα, τον χρυσό, όπως ονομάστηκε, αιώνα των χριστιανικών γραμμάτων.
Φέτος, μάλιστα, συμπληρώνονται 173 χρόνια από τότε που με απόφαση της η τότε Σύγκλητος του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών καθιέρωσε την 30η Ιανουαρίου και ως τέτοια ημέρα. Επιπλέον, τη σημερινή μέρα τιμάμε και όλους όσους έχουν διατελέσει δάσκαλοι, καθηγητές, δωρητές και ευεργέτες των σχολείων μας.
Βέβαια, ο εορτασμός από κοινού της μνήμης των τριών Αγίων κάθε χρόνο στις 30 Ιανουαρίου, παρόλο που για τον καθένα υπάρχει χωριστή γιορτή, προϋπάρχει της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους. Δεν απέχουμε, μάλιστα, πολύ από την συμπλήρωση χιλίων ετών από την εποχή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού (1048/1056 – 15 Αυγούστου 1118), οπότε και καθιερώθηκε να τιμώνται τη σημερινή ημέρα με εορταστικές εκδηλώσεις ο μέγας ιεροφάντορας Βασίλειος, ο θεορρήμονας Γρηγόριος και ο χρυσούς την γλώτταν Ιωάννης.
Ποιοι είναι, όμως, οι λόγοι εκείνοι που κάνουν τη σημερινή σχολική εορτή τόσο σπουδαία και ξεχωριστή για τον εκπαιδευτικό κόσμο της χώρας μας κι όχι μόνο; Κατ’ αρχάς, οι τρεις αυτοί άνδρες πέτυχαν να θεμελιώσουν και να πραγματώσουν τη σύνθεση του οικουμενικού ελληνικού πνεύματος με το επαναστατικό πανανθρώπινο κήρυγμα της χριστιανικής αγάπης, της αρχαιοελληνικής κλασικής παιδείας με τον χριστιανικό τρόπο σκέψης και ζωής. Η σύνθεση αυτή απετέλεσε τον μεγαλύτερο ίσως σταθμό στην ιστορία του ανθρωπίνου πνεύματος και του παγκοσμίου πολιτισμού. Χάρη στην παιδευτική εκείνη ευρύτητα των Τριών Ιεραρχών το αρχαίο ελληνικό πνεύμα δεν καταστράφηκε, η αρχαία ελληνική γραμματεία σώθηκε μέχρι και σήμερα.
Επίσης, μιας και στην εποχή μας, δυστυχώς, παιδεία σημαίνει λίγες γενικές γνώσεις κι εξειδίκευση, μαθαίνουμε δηλαδή κάτι καλά κι αυτό μας αρκεί, το παράδειγμά των Τριών Ιεραρχών με τις πολυετείς και πολύπλευρες σπουδές τους είναι επίκαιρο, μιας και μαρτυρεί την μεγάλη εμπιστοσύνη που οι τρεις αυτοί Δάσκαλοι είχαν στην αναμορφωτική δύναμη της παιδείας, την οποία παιδεία σπούδασαν ως μια συνολική πρόταση ζωής. Γι’ αυτούς η παιδεία δεν ήταν μόνο Φιλοσοφία ή Ρητορική ή Αστρονομία ή Θεολογία ή Ψυχολογία, αλλά ήταν όλα αυτά μαζί, δηλαδή μόρφωση σώματος και ψυχής.
Και οι τρεις Άγιοι άνδρες ήταν επιμελείς, φιλομαθείς και επιλεκτικοί, σε σημείο που να αναδειχθούν ως πρότυπα μίμησης και θαυμασμού από τους συμφοιτητές, αλλά και από τους ίδιους τους καθηγητές τους. Ο Μέγας Βασί- λειος τόσο είχε εντυπωσιάσει τους συμμαθητές του με την ευστροφία και τις γνώσεις του, ώστε εκείνοι να προσπαθούν να τον μιμηθούν ακόμη και στην ομιλία, στη γενειάδα και στις κινήσεις. Μόλις τελείωσε τις σπουδές του, θέλησαν να τον ανακηρύξουν καθηγητή τους. Στην ίδια απαίτηση υπέκυψε ο Γρηγόριος, ο οποίος και έγινε καθηγητής στην Αθήνα για έναν μόλις χρόνο. Τέλος, τον Ιωάννη, ο ειδωλολάτρης καθηγητής του, ο περίφημος ρήτορας Λιβάνιος, λυπήθηκε που τον κέρδισαν οι Χριστιανοί και δεν κατάφερε να τον αφήσει διάδοχό του στη ρητορική έδρα.
Απόρροια των παραπάνω ήταν οι Τρείς Ιεράρχες να σχηματίσουν ολοκληρωμένες προσωπικότητες με συνέπεια να μην διακριθούν μόνο σ’ έναν τομέα, αλλά σε πλειάδα πεδίων. Όλοι τους χαρακτηρίζονταν για τη θεολογική, αλλά και την ευρύτερη επιστημονική τους συγκρότηση, τη ριζοσπαστική κοινωνική τους παρουσία, την ανοικτότητα του πνεύματος και την κριτική στάση τους απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας. Ήθελαν την Εκκλησία κοντά στους ανθρώπους να αφουγκράζεται τα μηνύματα των καιρών, να δίνει σύγχρονές απαντήσεις, να είναι μέσα στον κόσμο και όχι στον κόσμο της.
Σήμερα, μάλιστα, όπου τα προγράμματα για την παιδεία, όλα πιστές αντιγραφές των αντιστοίχων ευρωπαϊκών, είναι σε πρώτη γραμμή, κι η ψυχολογική βιβλιογραφία έχει κορεσθεί, ο λόγος των Τριών Ιεραρχών για την παιδεία, τους παιδαγωγούς και τους παιδαγωγούμενους είναι απίστευτα σύγχρονος, δημιουργικός κι επίκαιρος.
Επιπλέον, οι τρεις αυτοί Άγιοι, παρόλο που έζησαν 1700 περίπου χρόνια πριν, οφείλουμε όλοι μας ακόμη και σήμερα να τους έχουμε ως παραδείγματα και άξια πρότυπα προς μίμηση, γιατί δεν έμειναν στη θεωρία, αλλά παρουσίασαν ένα τεράστιο κοινωνικό έργο. Αυτό πρωτίστως οφείλεται στο γεγονός ότι είχαν συνειδητοποιήσει ότι, όσο πιο πολύ προσεγγίζει κάποιος το Θεό, τόσο πιο πολύ ανακαλύπτει και πλησιάζει τον συνάνθρωπό του. Μετά από σκληρό, δύσκολο και γεμάτο εμπόδια πνευματικό αγώνα είχαν πετύχει να ριζώσει στην καρδιά τους η θεϊκή εντολή της αγάπης προς τον πλησίον, την οποία και έμπρακτα τήρησαν στη συνέχεια. Γι’ αυτούς ο κάθε άνθρωπος αποτελούσε μία, μοναδική και ανεπανάληπτη προσωπικότητα. Ήταν εικόνα του Θεού.
Άξιο αναφοράς είναι και το γεγονός ότι και οι Τρεις Ιεράρχες, πιστοί στη διδασκαλία της Αγίας Γραφής περί δικαιοσύνης, πρωτοστάτησαν στον αγώνα για την επικράτηση της κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης, καλλιεργώντας το κοινωνικό – κοινοτικό πνεύμα και πολεμώντας, με πάθος κάθε τάση ατομικισμού ως διαστροφή της ουσίας της χριστιανικής κοινωνικής διδασκαλίας και του χριστιανικού τρόπου ζωής. Αντιτάχθηκαν, έτσι, σε κάθε μορφή αδικίας, πήραν εμπράκτως το μέρος των φτωχών και των αδυνάτων, τους οποίους θεωρούσαν ότι ήταν «θύματα» των πλουσίων εκείνων που δεν έκαναν σωστή χρήση του πλούτου τους ή δεν τον αποκτούσαν με νόμιμα μέσα. Διατυπώνοντας μάλιστα και υψηλές κοινωνικές αρχές, αποδείχτηκαν τολμηρότεροι και ριζοσπαστικότεροι απ’ όλους τους εκφραστές των συγχρόνων κοινωνικών συστημάτων (κομμουνισμού, σοσιαλισμού κ. λπ.).
Το γεγονός, μάλιστα, ότι πιστά υπηρέτησαν τον Θεό και τον άνθρωπο, προσφέροντας λύσεις στα προβλήματα του κόσμου, τους καταξίωσαν στη συνείδηση του λαού μας, ως τα αιώνια πρότυπα αγάπης και κοινωνικής προσφοράς.
Οι Τρεις Ιεράρχες δεν δίστασαν, ακόμη, να μιλήσουν ανοιχτά και να καταγγείλουν τους υπευθύνους των συγκρούσεων και των πολέμων. Για τον Χρυσόστομο, η πλεονεξία των πλουσίων, που έχει σαν συνέπεια την ανισοκατανομή των αγαθών, είναι η αιτία των κοινωνικών συγκρούσεων. Υπογράμμισαν πως η ειρήνη συμπορεύεται με τη δικαιοσύνη και την αγάπη. Ξεκαθάρισαν στα κείμενά τους, ότι μιλούν για την αληθινή ειρήνη, αυτή που ενώνει πραγματικά τους ανθρώπους μεταξύ τους και με το Θεό.
Οι Τρείς Ιεράρχες τάραξαν τα νερά της εποχής τους και άφησαν παρακαταθήκες με αιώνια αξία. Θλίβεται, έτσι, κανείς, όταν βλέπει την αναγνώριση του επιστημονικού τους έργου σε παγκόσμια κλίμακα από τη μία μεριά και από την άλλη, την άγνοια ή ακόμα και την συνεχή προσπάθεια απαξίωσής τους, που υπάρχει γι’ αυτούς στην πατρίδα μας.
Σήμερα, ειδικά, που αντί για την αγάπη προβάλλεται το συμφέρον, που αντί για την προσευχή στο Θεό προβάλλεται η λατρεία των σύγχρονων ειδώλων, που αντί για την ταπείνωση προβάλλεται ως πρότυπο ο εγωισμός και ο ατομικισμός, γεγονός που δεν επιτρέπει τελικά στην παιδεία μας να ακολουθήσει έναν πιο ουσιαστικό δρόμο, οι Τρεις Ιεράρχες μπορούν να αποτελέσουν τους αληθινούς φάρους, τα πρότυπα εκείνα που θα μας δείξουν τον δρόμο του αγώνα και της αντίστασης.
Κλείνοντας, αυτά ήταν τα τρία άγια και οικουμενικής ακτινοβολίας πρόσωπα που το 1843/44, το νέο ελληνικό κράτος αποφάσισε να κάνει σύμβολα της εκπαίδευσής του και να καθιερώσει τη γιορτή τους, της 30ης Ιανουαρίου ως επίσημη σχολική εορτή των Γραμμάτων και της Παιδείας κι όχι μέρα που απλώς χάνουμε μάθημα ή πάμε για καφέ ή μένουμε σπίτι μας. Και μιας και η περίοδος που διανύουμε εμείς, οι Νεοέλληνες ως κοινωνία είναι δύσκολη και αβέβαιη, για να προχωρήσουμε δυναμικά μπροστά θα ήταν καλό να μην πετάξουμε, κινούμενοι από ιδεοληπτικά ελατήρια, στην κάλαθο των αχρήστων, αλλά να συνεχίσουμε να προβάλλουμε στη νέα γενιά ως πρότυπα προς μίμηση αξιόλογες οικουμενικού χαρακτήρα προσωπικότητες από το τρισχιλιετές εθνικό μας παρελθόν, συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων των Τριών Ιεραρχών. Οφείλουμε να αντλήσουμε και να αξιοποιήσουμε δημιουργικά στο παρόν σημαντικά και χρήσιμα στοιχεία τόσο από τη ζωή και τη δράση τους, όσο και από το χαρακτήρα και το έργο τους. Θα είναι λυπηρό, αν όχι εγκληματικό, τέτοιες προσωπικότητες μεγάλου και παγκοσμίου βεληνεκούς να τις βάλουμε στο περιθώριο, ίσως γιατί ενοχλούν κάποιους (άραγε ποιους;) με τα λεγόμενα και τις πράξεις τους. Μήπως ήρθε η ώρα να ανακοπούν οι ενέργειες εκείνες που ως κεντρικό στόχο έχουν να διχάσουν τους Νεοέλληνες και βίαια να τους αποκόψουν από τις ρίζες και τη μακραίωνη εθνική τους παράδοση, ειδικά τώρα που ως κοινωνία οι καταστάσεις που βιώνουμε είναι τραγικές;
Βασική βιβλιογραφία: Αργυρόπουλου Ανδρέα Χ. , Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών, Αθήνα Δεκέμβριος 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου